Εξαιρετικά μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος

Toυ Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Η χώρα μας εφαρμόζει από το 2010 και μετά, συνεχόμενα προγράμματα προσαρμογής με τρεις διαδοχικές δανειακές συμβάσεις, με πιο εμπροσθοβαρή και επαχθή ταυτόχρονα την τρίτη που υπέγραψε η κυβέρνηση του Σύριζα, αποτελώντας το τρίτο κατά σειρά Μνημόνιο και το πρώτο κυβέρνησης της αριστεράς.

Παρά την δύσκολη δημοσιονομική προσαρμογή και τους σημαντικούς και σκληρούς νόμους που έχουν ψηφιστεί, η κατάσταση δεν δείχνει να σταθεροποιείται, κυρίως γιατί από το 2015 και μετά η ελληνική οικονομία εκτροχιάστηκε σε όλα τα επίπεδα με την επιβολή των capital controls, που ανέτρεψε το όποιο κλίμα καταναλωτικής αλλά και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης υπήρχε στην αγορά.

Να θυμίσουμε ότι το 2010 το δημόσιο χρέος της χώρας ανερχόταν στα 317 δις ευρώ, ενώ μεσολάβησε η σημαντική συμβολή του PSI plus βάσει του οποίου έγινε το κούρεμα των ομολόγων των πιστωτών της χώρας, με όφελος περίπου 105 δις ευρώ.

Παρ’όλα αυτά, και ενώ οι περικοπές δημοσίων δαπανών συνεχίστηκαν κυρίως με οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, χωρίς όμως σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τόσο στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών όσο και στην αγορά εργασίας, εν έτει 2016 το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει σε απόλυτο μέγεθος το αντίστοιχο του 2010 και βρίσκεται πάνω από 328 δις ευρώ.

Είναι προφανές ότι έχει ήδη μηδενιστεί η συμβολή του PSI και όλη η διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές της χώρας, ιδίως με την διακυβέρνηση της τελευταίας διετίας.

Ένα άλλο βασικό στοιχείο μη βιωσιμότητας είναι τα περιβόητα CDS τα οποία πριν την οικονομική κρίση κατά το 2009 ανέρχονταν στις 20 μονάδες βάσης προσεγγίζοντας το αντίστοιχο νούμερο της Γερμανίας σε ασφάλιστρα κινδύνου.

Μετά από 7 χρόνια όμως, και παρά τις αλλεπάλληλες κυβερνήσεις και την ψήφιση όλων των Μνημονίων, τα CDS για την Ελλάδα βρίσκονται σταθερά πάνω από 950 μονάδες βάσης, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος χρεωκοπίας της ελληνικής οικονομίας είναι υπαρκτός και προσμετράται παντού σε οποιαδήποτε αξιολόγηση διεθνώς.

Επίσης φαίνεται ξεκάθαρα πλέον, ότι τόσο η αδυναμία μείωσης του χρέους, όσο και η εκτόξευση των ασφαλίστρων κινδύνου, σε συνδυασμό με τα χαμηλά πλεονάσματα του προϋπολογισμού, τα οποία μάλιστα δεν είναι διατηρήσιμα, έχουν δημιουργήσει μόνιμη βλάβη στην οικονομία.

Μάλιστα η βλάβη αυτή αφορά τόσο στο δημοσιονομικό σκέλος όσο και στο ιδιωτικό της συμπεριφοράς νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έχουν σαφή έλλειψη ρευστότητας και αδυναμία κάλυψης τρεχουσών αναγκών.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό, γιατί και το ΔΝΤ επιμένει και δεν υπογράφει την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας με στόχο να δρομολογηθούν επίσημα και μέτρα ελάφρυνσής του;

Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, μαζί με αυτές του Οκτωβρίου του 2016, φθάνουν τα 60 δις ευρώ μέχρι το 2018, γεγονός που οδηγεί μαθηματικά σε 4ο Μνημόνιο με νέους όρους, αν τελικά συνομολογηθούν.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι τόσο η δυναμική του χρέους, όσο και η έλλειψη ιδιοκτησίας του προγράμματος, μαζί με την διαρκή πολιτική αστάθεια και την απουσία ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την χώρα, έχουν παγιώσει τις συνθήκες μη βιωσιμότητας και έναν φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, χρέους, ανεργίας και περικοπών, χωρίς ορατή μέχρι στιγμής βελτίωση.

Απαιτείται λοιπόν άμεσα, θεραπεία σοκ για την ελληνική οικονομία, με συμμετοχή όλων των αντισυμβαλλομένων.

Αφ’ενός η κυβέρνηση ν’αποδεχθεί άμεσα ότι πρέπει η χώρα να γίνει φιλική προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, διαφορετικά αν δεν θέλει ή δεν κατανοεί το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων να προκηρύξει άμεσα εκλογές.

Αφ’ετέρου οι θεσμοί με την συμμετοχή του ΔΝΤ να δρομολογήσουν τόσο τα βραχυπρόθεσμα όσο και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης με επέκταση της ωρίμανσης λήξης των ομολόγων και χαμηλότερα επιτόκια, ώστε να δοθεί η βιωσιμότητα στο ελληνικό χρέος που θα επιταχύνει και την έξοδο από την κρίση.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.