Επώδυνη και αχρείαστη συμφωνία

Toυ Μελέτη Ρεντούμη

Παρακολουθούμε όλοι αυτό το διάστημα την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους θεσμούς και τις ατελείωτες καθυστερήσεις που ήδη έχουν στοιχίσει αρκετά δις στην ελληνική οικονομία.

Μετά λοιπόν και το πρόσφατο Eurogroup της Mάλτας όπου η κυβέρνηση είχε μια τελευταία ευκαιρία να προχωρήσει σε ένα περίγραμμα τεχνικής συμφωνίας έχοντας εξαντλήσει όλα τα περιθώρια καθυστερήσεων, καταφέραμε σαν χώρα να συμφωνήσουμε με τους θεσμούς για μέτρα τουλάχιστον 3.6 δισ. ευρώ για την διετία 2019-2020 ενώ συμφωνήθηκε και η επιστροφή των θεσμών μετά το Πάσχα στην Αθήνα για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και την κατάρτιση του SLA που θ’αποτελέσει και το κλειδί για την απελευθέρωση της μεγάλης δόσης των 7.4 δις ευρώ με στόχο ν’αποπληρωθούν όλα τα ομόλογα που λήγουν τον Ιούλιο του 2017.

Η κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει τις θριαμβολογίες περί ανάκαμψης και επανεκκίνησης της οικονομίας αλλά και λήξης της περιπέτειας της χώρας, χωρίς καν να έχουν μπει οι υπογραφές για την ολοκλήρωση της συμφωνίας.

Αν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά είχε επιταχύνει όλες τις ιδιωτικοποιήσεις τόσο από την αρχή της διακυβέρνησής του όσο και εδώ και ένα χρόνο που καθυστερεί η 2η αξιολόγηση, είναι βέβαιο ότι η χώρα θα είχε διατηρήσιμα σημαντικά πλεονάσματα πιθανότατα άνω του 3% και θα είχε προσελκύσει και νέους ξένους επενδυτές δημιουργώντας χιλιάδες νέες μόνιμες θέσεις εργασίας.

Αυτό όμως που είναι το πιο σημαντικό απ’όλα είναι ότι η χώρα καλείται να πληρώσει 3.6 δισ. υφεσιακά μέτρα τα οποία μέσω της υπερφορολόγησης και του ασφαλιστικού δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ προκαλούν σταδιακή αφαίμαξη των καταθέσεων, με κίνδυνο να μην μπορέσει να σταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα για να παίξει τον ρόλο που του αναλογεί στην χρηματοδότηση της οικονομίας.

Αν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά είχε επιταχύνει όλες τις ιδιωτικοποιήσεις τόσο από την αρχή της διακυβέρνησής του όσο και εδώ και ένα χρόνο που καθυστερεί η 2η αξιολόγηση, είναι βέβαιο ότι η χώρα θα είχε διατηρήσιμα σημαντικά πλεονάσματα πιθανότατα άνω του 3% και θα είχε προσελκύσει και νέους ξένους επενδυτές δημιουργώντας χιλιάδες νέες μόνιμες θέσεις εργασίας.

Πιο συγκεκριμένα, αν προσθέσουμε τις βασικές ιδιωτικοποιήσεις που καθυστέρησαν να υπογραφούν και να μεταβιβαστούν τα πάγια στους νέους επενδυτές, θα καταλήξουμε σε ποσά τα οποία ενδεχομένως να υπερβαίνουν και τα 3.6 δισ. ευρώ τα οποία ήδη συμφώνησε να νομοθετήσει η κυβέρνηση χωρίς να πάρει μάλιστα καμία μεσοπρόθεσμη ελάφρυνση χρέους.

Η μεταβίβαση του αεροδρομίου του Ελληνικού, ο Αστέρας Βουλιαγμένης, η Cosco για το λιμάνι του Πειραιά, τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια της Fraport  και η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αν αθροιστούν και μάλιστα πολλαπλασιαστούν με συντελεστή προσδοκώμενων εσόδων από τις νέες επενδύσεις που περιγράφουν  οι συμβάσεις παραχώρησης, θα καταλήξουμε σε νούμερα τα οποία όχι μόνο υπερβαίνουν την συμφωνία που έρχεται με τους δανειστές, αλλά μειώνουν και σημαντικά την ανεργία που έχει φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη χωρίς προοπτική ανάκαμψης.

Να μην ξεχνάμε ότι τα capital controls εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ, το τραπεζικό σύστημα ναι μεν έχει επιστρέψει σε κερδοφορία αλλά αδυνατεί να χρηματοδοτήσει την οικονομία εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας και οι περισσότερες επιχειρήσεις κλείνουν ή απολύουν προσωπικό ελλείψει ρευστότητας και  εσόδων.

Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι απολύτως βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία χωρίς σοβαρές τομές, μεταρρυθμίσεις και κυρίως  χωρίς πολιτική βούληση πέρα από ιδεοληψίες και κομματικές συντεχνίες, δεν θα μπορέσει ν’ ανανήψει και να βρει τον δρόμο της ανάπτυξης.

Η χώρα απαιτείται άμεσα να ενισχύσει την παραγωγική της δυναμική μέσω νέων επενδύσεων και δημιουργίας καινούριων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα φέρουν και σημαντικά φορολογικά έσοδα, διαφορετικά η ύφεση θα οδηγήσει άμεσα σ’ένα 4ο Μνημόνιο το οποίο ενδέχεται να είναι και το χειρότερο όσον αφορά τις μη αναστρέψιμες συνέπειες στην οικονομία και κοινωνία.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.