Η αλήθεια για το Γιούρογκρουπ, ο Τσίπρας και η αντιπολίτευση της γραβάτας…

Του Γ. Λακόπουλου

Τίποτε δεν αποδίδει καλύτερα την τακτική του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις διεργασίες που οδήγησαν στην πρόσφατη απόφαση του Γιούρογκρουπ, από μια φράση του Ουίνστον Τσόρτσιλ όταν μπήκε στον πόλεμο: «Δεν είμαι  λιοντάρι, αλλά σε μένα έπεσε να βρυχηθώ».

Με αυτή τη μέθοδο, στη συνεδρίαση του Λουξεμβούργου στις 15 Ιουνίου, έφτασε στο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να πάρει η Ελλάδα -μετά από τρία Μνημόνια σε εφτά χρόνια- με δεδομένο τον διεθνή οικονομικό έλεγχο που προϋπήρχε της κυβέρνησής του και θα υπάρχει και μετά από αυτήν.

Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι ένα διακυβερνητικό όργανο σαν το Γιούρογκρουπ -στο οποίο μετέχουν οι χώρες που έχουν δανείσει τρεις φορές ως τώρα την Ελλάδα για να μη χρεοκοπήσει- θα αποφάσιζε ποτέ να… μειώσει ονομαστικά το ελληνικό χρέος. Οι υπουργοί Οικονομικών δεν θα τολμούσαν να επιστρέψουν τις χώρες τους και θα έπεφταν κυβερνήσεις στην Ευρώπη.

Όσοι καταλογίζουν στον Τσίπρα ότι δεν έφερε «κούρεμα» κοροϊδεύουν τον κόσμο. Η Ελλάδα ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να ανοίξει τέτοια συζήτηση, παρακάμπτοντας την πραγματικότητα και τους συσχετισμούς, ενώ το ΔΝΤ που ζητάει «κούρεμα» εννοεί τα… δάνεια των άλλων, όχι τα δικά του.

Όσοι ισχυρίζονται επίσης ότι στο Λουξεμβούργο η κυβέρνηση παράτεινε την επιτήρηση κοροϊδεύουν διπλά: η επιτήρηση είναι δεδομένη από το 2010 και θα συνεχίζεται για δεκαετίες, όποιος και αν κυβερνάει. Όπως θα συνεχίζεται και η εσωτερική προσαρμογή προς τα κάτω, μέχρι να  αρχίσει η ελληνική οικονομία να έχει έντονα αναπτυξιακούς ρυθμούς. Ας  όψονται όσοι οδήγησαν στη χρεοκοπία και στο διεθνή οικονομικό έλεγχο.

Σε ότι αφορά την κατηγορία για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% πρώτον είναι αναπόφευκτα -αν θέλει η χώρα να θεωρείται σοβαρός οφειλέτης- και δεύτερον είναι αστείο να τα επικρίνουν όσοι είχαν συμφωνήσει 4,5% το 2014.

Ας μην τρελαθούμε. Η Ελλάδα βρίσκεται -με υπαιτιότητά της- σε δυσμενή θέση και δεν έχει πολλά περιθώρια να επιβάλει περισσότερα από όσα της δίνουν. Αν επιτρέψει στον αυτοκτονικό παραλογισμό του Τσίπρα ως αντιπολίτευση -και ως κυβέρνηση το 2015- ή τα καουμποϊλίκια του Σαμαρά ως κυβέρνηση, απλώς θα κατέβουν τα ακουστικά.

Αυτό που μπορούσαν να κάνουν οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές, δεδομένης της διαρκούς  αντιπαράθεσής τους με το ΔΝΤ, ήταν να επισφραγίσουν την πρόοδο που έχει κάνει η χώρα στην  υλοποίηση των προβλέψεων του Μνημονίου επί  Τσίπρα -σε αντίθεση με την ακινησία των προκατόχων- και να γυρίσουν τον τροχό προς τα εμπρός. Αυτό ακριβώς έκαναν. Αλλά προσοχή: πρόοδος στο Μνημόνιο δεν σημαίνει άμεση ανακούφιση του πληθυσμού. Στην αρχή σημαίνει το αντίθετο. Η ανακούφιση θα επέλθει αργότερα. Ας όψονται ξανά όσοι έφτιαξαν ψεύτικους παραδείσους ευκαιρίας.

Καλή απόφαση σε καλό κλίμα

Η απόφαση δρομολογεί ρητά την οριστική συζήτηση για διευθέτηση του χρέους -κυρίως σε ότι αφορά το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής του, αφού κάτι άλλο δεν μπορεί να γίνει- και κάνει μια ισχυρή αναπτυξιακή ένεση στην Ελλάδα. Αυτό τη φέρνει πιο κοντά στο ενδεχόμενο μετά τον Ιούλιο του 2018  να χρηματοδοτείται από τις αγορές. Δεν είναι λίγο.

Άλλωστε εναλλακτική πηγή δε θα υπάρχει. Με οποιαδήποτε κυβέρνηση τα άλλα ενδεχόμενα θα είναι  είτε η χρεοκοπία, είτε η περαιτέρω αυτό-φτωχοποίηση, προκειμένου να παραμείνει στην Ευρωζώνη, έξω από την οποία την περιμένει η απόλυτη καταστροφή. Τόσο απλά.

Όσοι καταλογίζουν στον Τσίπρα ότι δεν έφερε «κούρεμα» κοροϊδεύουν τον κόσμο. Η Ελλάδα ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να ανοίξει τέτοια συζήτηση, παρακάμπτοντας την πραγματικότητα και τους συσχετισμούς, ενώ το ΔΝΤ που ζητάει «κούρεμα» εννοεί τα… δάνεια των άλλων, όχι τα δικά του.

Πέρα από τον μηδενισμό της αντιπολίτευσης και τους μαξιμαλισμούς που προέτασσε τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση -λόγω αυταπάτης, ή λόγω διαπραγματευτικής τακτικής- η απόφαση του Γιούρογκρουπ είναι καλή για την Ελλάδα γιατί ανοίγει προοπτικές. Το επικυρώνουν όλοι στο διεθνή χώρο. Όλοι όμως.

Ποτέ άλλοτε το κλίμα δεν ήταν τόσο καλό. Το δέχεται ακόμη και ο Σόιμπλε -που υποχρεώθηκε να δηλώσει δημοσίως ότι η Ελλάδα επί Τσίπρα έκανε πρόοδο και έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Δεδομένου ότι η αντιπολίτευση ουδόλως συνέδραμε, αλλά αντιθέτως επένδυσε εμφανώς στην αποτυχία της μη απόφασης, ότι θετικό προκύπτει το πιστώνεται εξ ολοκλήρου ο ίδιος ο Τσίπρας.

Η αντιπολίτευση χάνει. Επειδή σε αντίθεση με το  διεθνές περιβάλλον -που αβαντάρει τη χώρα αυτή την περίοδο- και παρ’ ότι  η απόφαση σχολιάσθηκε θετικά, τα αντικυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διέγνωσαν ολική… καταστροφή. Η υπερβολή βλάπτει.

Η επιμονή Μητσοτάκη στο λάθος

Αν παρακάμψουμε το ΠΑΣΟΚ -η ηγετική ομάδα του οποίου δεν φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει τι γίνεται στην Ευρώπη-, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινήθηκε εμφανώς στη γραμμή που υπέδειξε ο… Άδωνις  Γεωργιάδης -ίσως με παρακίνηση Σαμαρά- και τροφοδότησε με επιχειρήματα-σοφιστείες ο Βαγγέλης Βενιζέλος.

Έτσι αντί να ανακρούσει πρύμναν στην αρνητική ρητορική της τελευταίας περιόδου, πάει στη συμφωνία στη Βουλή για να την «αποδομήσει». Συνεχίζει δηλαδή το λάθος και πρακτικά κάνει πάσα στον Τσίπρα, που θα μπορέσει έτσι να αναδείξει την ουσία της. Αλλά και να μιλήσει για την αρνητική πολιτική που άσκησε η ΝΔ επί του θέματος. Άβυσσος η ψυχή του πολιτικού που βιάζεται να κυβερνήσει.

Η συμφωνίας είναι γνωστή και τα θετικά, τα αρνητικά -προφανώς θα υπήρχαν και τέτοια- και τα ουδέτερα, ή τα υπό διαμόρφωση στοιχεία της έχουν αναλυθεί.

Το βέβαιο είναι ότι έκλεισε ένα κύκλος αβεβαιότητας, τα μηνύματα για την ελληνική οικονομία είναι θετικά και παίρνει ώθηση. Οπότε εναπόκειται στην κυβέρνηση να την επιταχύνει με καίριες παραβάσεις στο αναπτυξιακό πεδίο. Αυτό είναι το στοίχημα του Τσίπρα πλέον.

Ο ίδιος έχοντας αφήσει οριστικά πίσω την αντίληψη που τον οδήγησε στην εξωφρενική και αποτυχημένη διαχείριση της πρώτης κυβέρνησής του, κλείνει το κεφάλαιο που εγκαινίασε με την εκλογική νίκη τον Σεπτέμβριο του 2015. Όταν αποδέχθηκε, δια της εφαρμογής του Μνημονίου, να συνεχίσει την πορεία προσαρμογής της χώρας με δημοσιονομική πειθαρχία και μεταρρυθμίσεις.

Η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε αλλαγές σε βασικούς τομείς, ιδιωτικοποίησε κρατικές δραστηριότητες που δημιουργούν προϋποθέσεις ανάπτυξης εντός της Ευρωζώνης, και εξυγίανε αρκετούς τομείς – στα χαρτιά τουλάχιστον.

Αλλά κατ’ ανάγκην συνέχισε και τη «διόρθωση» της τεχνητής ευημερίας των περασμένων δεκαετιών, υλοποιώντας τη διεθνή επιλογή για μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, των προνοιακών παροχών, των  εισοδημάτων από μισθούς και συντάξεις και τις κρατικές παροχές πάσης φύσεως.

Εφάρμοσε δηλαδή αποτελεσματικά ότι προβλέπει το Μνημόνιο και θα ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει οποιαδήποτε κυβέρνηση ήθελε το καλό της χώρας. Παρ’ ότι, όπως οι προηγούμενοι, για να διατηρήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα κατέφυγε στη βαριά φορολογία.

Δηλαδή ο Τσίπρας έκανε αυτό που δεν κατάφεραν οι προκάτοχοι του: εμφάνισε αποτελέσματα που αναγνωρίζονται. Αυτό που τον βαρύνει είναι η καθυστέρηση στον τομέα της ανάπτυξης, η αναποτελεσματική κυβερνητική διαχείριση στο κράτος και το προβληματικό πολιτικό προσωπικό που διαθέτει.

Αλλά όλοι γνωρίζουν ότι η χώρα θα πρέπει να διανύσει μεγάλη απόσταση ακόμη, να αλλάξει δραστικά περισσότερες εσωτερικές διαδικασίες αλλά και νοοτροπίες για να εδραιώσει το μέλλον της. Αυτό βρίσκει αντιδράσεις στην κοινωνία και μέσα στο κόμμα του Τσίπρα. Η ουσία όμως είναι ότι αυτή τη φορά κάτι γίνεται.

Στο Λουξεμβούργο η επιδίωξη ήταν η ευνοϊκότερη δυνατή αντιμετώπιση της χώρας από τους δανειστές-εταίρους, για να εξοικονομήσει πόρους και να δημιουργήσει προϋποθέσεις χρηματοδότησής της από τις αγορές μετά τον Ιούλιο του 2018 που θα λήξει -έτσι κι αλλιώς- η χρηματοδότηση από τη Ευρωζώνη.

Παρά τα λάθη, τις αντινομίες -και τη σπουδή να διαχειριστεί επικοινωνιακά κάποια αποτελέσματα προτού προκύψουν και να εκτεθεί- και παρότι δεν είχε την παραμικρή συνδρομή από την αξιωματική αντιπολίτευση στο πλαίσιο εθνικών επιδιώξεων, ο πρωθυπουργός δεν πήγε άσχημα.

Στον τελευταίο κύκλο συζητήσεων είχε να αντιμετωπίσει κάτι που δεν έλεγαν αλλά λάμβαναν υπόψη του οι ευρωπαϊκοί και ιδίως οι Γερμανοί δια του Σόιμπλε; Την αναζωπύρωση του «ηθικού κίνδυνου». Ήτοι την υπόνοια ότι η Ελλάδα θα χαλαρώσει τις προσπάθειες μεταρρύθμισης, αν την αντιμετωπίσουν με γενναιοδωρία.

Αυτή τη φορά προέκυψε η συμπεριφορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη απειλεί να επαναδιαπραγματευτεί συμφωνίες που έχουν ήδη γίνει ή στόχους που είναι ήδη συμφωνημένοι.

Έχοντας το πλευρό του τη διεθνή κοινότητα, αλλά όχι και την ελληνική αντιπολίτευση ο πρωθυπουργός διαχειρίστηκε το πακέτο της δεύτερης αξιολόγησης και τις συζητήσεις για το χρέος με ένα μείγμα τόλμης και ερασιτεχνισμού και ενδεχομένως υπέρμετρη αισιοδοξία, αλλά  με βασική επιδίωξη «να γυρίσει ο τροχός».

Αυτό το κατάφερε. Στο μέτρο που θα το κατάφερνε οποιοδήποτε άλλος στη θέση του σε ένα περιβάλλον που ονομάζεται «διαπραγμάτευση», αλλά στην πραγματικότητα είναι η επιβολή των όρων όσων έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι. Ας μην κρυβόμαστε. Σ’ αυτό το τραπέζι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έχει το βάρος του πρωθυπουργού της Ελλάδας, όποιος και αν είναι. 

Αλλά όλοι γνωρίζουν ότι η χώρα θα πρέπει να διανύσει μεγάλη απόσταση ακόμη, να αλλάξει δραστικά περισσότερες εσωτερικές διαδικασίες αλλά και νοοτροπίες για να εδραιώσει το μέλλον της. Αυτό βρίσκει αντιδράσεις στην κοινωνία και μέσα στο κόμμα του Τσίπρα. Η ουσία όμως είναι ότι αυτή τη φορά κάτι γίνεται.

Προσωπικά ο Τσίπρας  -παρά τις  περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης- έχει καλή εικόνα πλέον στην Ευρώπη, καλές σχέσεις με πολλές κυβερνήσεις και καλή χημεία με τους ομολόγους στους στα συμβούλια, ακόμη και όταν διαφωνούν.

Αυτά που πήρε στο Λουξεμβούργο είναι αυτά που μπορούσε να πάρει και πάντως είναι ικανοποιητικά. Με την έννοια ότι κινούν τα πράγματα στην κατεύθυνση που επιδιώκει η χώρα και πρακτικά θα αρχίσει να βλέπει αποτελέσματα.

Μόλις προχθές ο Σόιμπλε έλεγε στη Γερμανική Βουλή ότι η κυβέρνηση δεν χρειάσθηκε ούτε καν τα μισά από τα 86 δισ. που προβλέπει το ισχύον μνημόνιο, άρα η χώρα έχει «καβάτζα» για ένα χρόνο ακόμη. Σε δάνεια βέβαια, αλλά τζάμπα λεφτά δεν μοιράζει κανείς.

Μια πλάκα που έγινε… επιχείρημα αντιπολίτευσης

Οι σχετικά καλές εξελίξεις στο εξωτερικό, έρχονται σε αντίθεση με την πριμοδότηση της πολιτικής έντασης στο εσωτερικό από την αντιπολίτευση. Πολιτικές δυνάμεις -ωθούμενες και από εξωπολιτικούς παράγοντες που έχουν άλλες επιδιώξεις σε κάποιες περιπτώσεις- αντί να εστιάσουν τον επόμενο στόχο, προσπαθούν να μειώσουν την αξία και αυτού που επιτεύχθηκε.

Είναι απίστευτο ότι κάποιοι σοβαροί αναλυτές, αλλά και κόμματα και πολιτικά πρόσωπα, αντί να φωτίσουν την πορεία μετά την απόφαση του Λουξεμβούργου και να την αξιολογήσουν με βάση τις συνέπειες στη χώρα προβάλουν το «επιχείρημα της γραβάτας».

Ένα καλαμπούρι του Τσίπρα γίνεται υλικό για αναλύσεις, άσκηση αντιπολίτευσης και… κριτική στην κυβέρνηση, ενώ έγινε και  αφορμή για χυδαιότητα από κυβερνητικό παράγοντα. Είναι βέβαιο ότι ο Μητσοτάκης στην επικείμενη συζήτηση στη Βουλή, που ζήτησε ο ίδιος, θα χαμηλώσει το επίπεδο αντιπολίτευσης με  αναφορές στη γραβάτα.

Η ουσία παρακάμπτεται. Πρώτα από την ανεπάρκεια των κυβερνητικών να την αναδείξουν. Μετά από το πνεύμα της τυφλής  αντιπολίτευσης και από τις εξυπνακίστικες θεωρίες που λανσάρουν πολιτικοί σαν τον Βαγγέλη Βενιζέλο που ανακάλυψε… τέταρτο Μνημόνιο διαρκείας. Όταν η κυβέρνηση του κόμματός του έβαλε τη χώρα σε διεθνή οικονομική επιτήρηση διάρκειας.

Ο δρόμος για να βγει η Ελλάδα από την κρίση και τη διεθνή οικονομική επιτήρηση -από τα Μνημόνια τύπου «δάνεια για μεταρρυθμίσεις» θα βγει ούτως ή άλλως σε ένα χρόνο- είναι μακρύς ακόμη και θα καταπιεί πολλές κυβερνήσεις. Αλλά όσα παρακολουθούμε και αυτή τη φορά τον κάνουν μακρύτερο, καθώς διαιωνίζουν τον φαύλο κύκλο της εγχώριας πολιτικής που ευθύνεται για τις κακοδαιμονίες της χώρας.