Η αλλαγή στρατηγικής

Του Απόστολου Αποστόλου

Ο δρόμος για την ανάπτυξη μιας στρατηγικής των αντιπολιτευτικών δυνάμεων στις εκλογές  δεν είναι  εύκολος  να βρεθεί  και αυτό γιατί υπάρχει μια συμμαχία του κόμματος της εξουσίας (ΝΔ)  της μιντιοκρατίας  και της οικονομικής ελίτ. Επιπλέον έχει διαμορφωθεί μια αντίληψη στην εκλογική βάση, δηλαδή  στους πολίτες,  της εξάλειψης της  ενεργητικής κυριαρχίας, αντικαθιστώντας τον πολιτικό πλουραλισμό με τον πολιτικό μονισμό  σύμφωνα με  τον Πιερ Ροζανβαλόν. 

 Ο  στρατηγός Σουν Τσου έλεγε ότι «το πλεονέκτημα και ο κίνδυνος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τον ελιγμό». Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει ανάγκη από ομάδες κρούσης  έχει ανάγκη από ευκαιρίες ελιγμών. 

Τι σημαίνει όμως ελιγμός στην παρούσα φάση;

Να τολμάς ενάντια στις ίδιες σου τις ιδέες. Πρόκειται για μια πράξη  τόλμης γιατί όταν ο πολιτικός δεσποτισμός του αντιπάλου σου περισσεύει και απαξιώνει όλες τις ερμηνείες, τότε η πολιτική τέχνη επιβάλλει να ανατρέπεις ακόμη και τη δική σου γνωστή πολιτική. Ο Πωλ Λουί Κουριέ έγραφε «γνωστή πολιτική χαμένη πολιτική».

Να μην αναγνωρίζεσαι από τον αντίπαλο σου  με το γνωστό  πολιτικό σου αφήγημα, αλλά να τον αιφνιδιάζεις θέτοντας  τη δική σου ατζέντα.  Κάνοντας  δηλαδή μια αντιστροφή της ιεράρχησης των συζητηθέντων   και επιμέρους ανατροπές στη λογική  μεταβιβάζοντας τη συζήτηση στην πρωτοκαθεδρία της κρίσης που ζει ο πολίτη και όχι σε  θέαμα με  κομματικές παρλάτες. Έτσι μόνο μπορείς να γκρεμίσεις τις κομματικές και μιντιακές  πονηρές μεγαλαυχίες  περί σταθερότητας  της ΝΔ.

Η προεκλογική ατζέντα των ζητημάτων προς συζήτηση που έφτιαξε ο κ. Μητσοτάκης σε συνεργασία με τα σιτισμένα κανάλια με δημόσιο χρήμα, ήταν παραθέματα, παραπομπές, μιας διάταξης ζητημάτων, τα οποία θα ταξίδευαν σε μια άνευρη, πλαδαρή και ελεγχόμενη ισοδυναμία απόψεων. Εδώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης παγιδεύτηκαν και εισήλθαν σε μια επιχειρηματολογία κομματικής προκατάληψης χάνοντας το συγκριτικό πλεονέκτημά τους να δημιουργήσουν μια μαχητή επιχειρηματολογία.    

Έτσι λοιπόν οι θεματικές της προεκλογικής  ατζέντας   κάλυπταν ζητήματα που δεν ήταν αιχμής και εξέφραζαν κομματικές στρατηγικές με μπόλικη θνητή φλυαρία και χωρίς σαφείς διατυπώσεις θέσεων.  Οι αδυναμίες της προεκλογικής ατζέντας μεταξύ των κομμάτων  ήταν ότι δεν αμφισβητήθηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης  οι αξιώσεις και οι τυπολογικοί κανόνες που υπαγόρευαν τα πολιτικά θέματα στις τηλεοπτικές συζητήσεις. Επιτρέποντας  έτσι στους δημοσιογράφους να λειτουργούν τις περισσότερες φορές  ως λογοκριτές. Το λάθος των πολιτικών κομμάτων ήταν ότι ανέχτηκαν  αμοιβαίες αποκλεισμένες θεματικές όπως η διαχείριση της  πανδημία, ο αποκλεισμός των ατομικών ελευθεριών, η παρασυνταγματικότητα, κλπ.

Επίσης  τα κόμματα δε διέθεταν μια ακολουθία επιχειρημάτων και κινούντο περισσότερο με καταλόγους σοφισμάτων.  Και ο σοφιστικός λόγος μεταθέτει τα  ζητήματα σε  μελλοντικό χρόνο.  Ακούστηκαν αφηρημένες προτάσεις   για οικονομική ανάπτυξη,  για  τουρισμό,  για τεχνητή νοημοσύνη,   για αυξήσεις μισθών και μειώσεις εισφορών,  όλα αυτά  επιγραμματικά  χωρίς ανάπτυξη και βάθος στα όρια μιας ακατάσχετης υποσχεσιολογίας. Οι υποσχέσεις βέβαια  δεν εκφράζουν  κανένα ρεαλισμό και δεν υποτάσσονται σε νόμο επαλήθευσης.

Στις τηλεοπτικές συναντήσεις των κομματικών εκπροσώπων υπήρξαν αμφιδοξούμενες απόψεις  χωρίς να εκφραστούν  διακριτότητες και αυτό γιατί οι διακριτότητες των κομμάτων ή αλλιώς οι αντιπαραθέσεις τους είχαν καταστεί ανενεργές με την περίοδο πανδημία. Εκεί όλα τα κόμματα λειτούργησαν στα όρια ενός πολιτικού κομφορμισμού και ενός ιατρουγειονομικού  πρωτοκόλλου. Έτσι λοιπόν, και προεκλογικά οι αντιπαραθέσεις  εκλήφθησαν  από τους πολίτες,  ως επί μέρους διαφωνίες ή διαφωνίες του οδηγούν σε συμφωνίες του πολιτικού θεατρινισμού. Και  ενσταλάχθηκε  στη συνείδηση των ψηφοφόρων το γνωστό που έχει γίνει κοινοτυπία  «όλοι ίδιοι είναι».

Όταν το «κράτος εξαίρεσης» νομιμοποίησε με την πανδημία το παρα-σύνταγμα, και έβγαλε από τα συρτάρια του το φόβο (ο Μακιαβέλι έγραφε ότι ένα ισχυρό περιουσιακό στοιχείο της εξουσίας είναι ο φόβος) και τον έθεσε σε εφαρμογή πειθάρχησης  και επιτήρησης   τότε εισήλθαμε σ’ εκείνο που λέει ο Μισέλ Φουκώ στον «τοπικό κυνισμό της εξουσίας».  Κάτω από αυτές τις συνθήκες η πληροφόρηση έγινε υποταγή, η γνώση αστυνόμευση, η ψυχαγωγία παθητικότητα και το κράτος δικαίου  εκπληρωμένο παρακράτος.

Αυτό δεν κατάλαβε σύσσωμη η αντιπολίτευση. Ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη οργάνωσε με επιμέλεια από την πανδημία και μετά το «ιερατικό στοιχείο του φόβου» (Μακιαβέλι). Παγίδευσε τα σώματα και την σκέψη των υπηκόων, προπηλάκισε και διέσυρε τις αντίθετες σκέψεις στο όνομα του πολιτικού κομφορμισμού και άδειασε τις εργαλειοθήκες των κομμάτων με τη συγκατάνευση τους να παραμείνουν τα πολιτικά κόμματα  πιστά στο τόξο των μέτρων που εκείνος επέβαλε ως ιεροφάντης του φόβου και ιεροεξεταστής της «δημοκρατικής» λειτουργίας.      

 Ο  Έριχ Φρομ εντόπισε  το 1941, στο έργο του «Escape from Freedom» ότι «όταν οι άνθρωποι ζουν υπό το κράτος του φόβου, και διεκδικούν την αίσθηση της ασφάλειας στη ζωή τους, προσκολλώνται στον αυταρχισμό και τον κομφορμισμό. Αυτό συχνά τους  οδηγεί στο  να αποδεχθούν οποιαδήποτε ιδεολογία και οποιονδήποτε ηγέτη, αν προσφέρει μια πολιτική δομή και  εκείνα τα σύμβολα που δήθεν δίνουν νόημα και τάξη της ζωής του».

 Τι θα πρέπει λοιπόν να δει η αξιωματική αντιπολίτευση; Αυτό που έγραφε ο Μ. Φουκώ «Ο πολιτικός ελιγμός δεν αποτελεί μια αναζήτηση αλήθειας όσο τον τρόπο της παραγωγής της».

Καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας