Η Αριστερά δεν ακούει χιπ-χοπ

Του Νίκου Ξυδάκη

Μέρες Πολυτεχνείου και μέρες Αλέξη Γρηγορόπουλου. Μέρες που επελαύνει η Δεξιά ως ξεδιάντροπη ακροδεξιά και το ακραίο κέντρο της χαϊδεύει τα μαλλιά. Μέρες και χρόνια, πολλά χρόνια, που η νεολαία δυσπιστεί απέναντι στην κατεστημένη πολιτική, η νεολαία του Δεκέμβρη 2008, η νεολαία που μεγαλώνει και ενηλικιώνεται με την κρίση, μες στην κρίση, ζει την κρίση ως ιδρυτική και παντοτινή συνθήκη.

Μέρες ανασυγκρότησης της Αριστεράς. Μέρες ευθύνης. Πώς μιλά αυτή η εν μετασχηματισμώ κυβερνώσα Αριστερά στους νέους; Πώς τους ακούει και πώς εμπνέεται από αυτούς, πώς αφουγκράζεται την ηχώ των πλησιαζόντων, πώς συναισθάνεται τον παλμό, τους φόβους και τις ελπίδες τους; Ώστε να μπορεί εν συνεχεία να τους συνεγείρει και να τους συμπεριλάβει ως ζωτική κινώσα δύναμη;

Η απλή αυθόρμητη απάντηση είναι: Δυσκολεύεται να το κάνει. Παρότι στην κάλπη του Ιουνίου το 38% των νέων ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ ―το καλύτερο ποσοστό του―, εντούτοις η Αριστερά δεν κατορθώνει να προσελκύσει στις τάξεις της τους κάτω των 30 ετών, συχνά ούτε καν τους κάτω τους 40. Κι όμως οι κάτω των 30 είναι ακριβώς η γενιά που πολιτικοποιήθηκε βίαια στους δρόμους τον Δεκέμβρη του 2008 για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, προανήγγειλε την υπάρξιακή κρίση λίγο προτού ξεσπάσει γενικευμένη οικονομική και κοινωνική στα σπίτια των γονιών τους της μεσαίας τάξης. Είναι η γενιά του υπακατώτατου, η πικρά περιγραφείσα ως «χαμένη γενιά» ήδη από το 2010, που ξαναβγήκε στο Σύνταγμα το 2012.

Γιατί η Αριστερά, που ευαγγελίζεται τη νεότητα του κόσμου, την ανακαίνισή του, δεν μπορεί να συνεγείρει τη γενιά της κρίσης; Μόνο αν απαντηθεί αυτό το καίριο ερώτημα, όσο μπορεί να απαντηθεί, μόνο τότε η Αριστερά θα προχωρήσει και θα πατήσει γερά στο μέλλον, που διαρκεί πολύ. Με ποιους θα φτιάξει μια νέα Ελλάδα, αν όχι με τους νέους; 

[Σκέφτομαι την απεικόνιση του Καιρού από τον Λύσιππο, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους: ένας νέος με άτακτο τσουλούφι στο μέτωπο, έναν βόστρυχο, και από πίσω φαλακρός. Μόνο από το τσουλούφι κατά μέτωπο, αρπάζεις τον Καιρό.]

Δύσκολες οι απαντήσεις. Επιχειρώ μία: η επικρατούσα κουλτούρα της κυβερνώσας Αριστεράς σήμερα, αισθητική και επικοινωνιακή, το έθος της και το habitus, είναι παρωχημένα και δύσκαμπτα, δεν αντανακλούν σημερινές ζητήσεις και τάσεις. Αναφέρονται αταβιστικά σ’ ένα ένδοξο παρελθόν θυσιών και αγώνων, χωρίς ωστόσο τον αναστοχασμό και τη θουκυδίδεια διδαχή εκ του παρελθόντος.

Αυτό φαίνεται στις ποικίλες αισθητικές και επικοινωνιακές εκφράσεις: στη μουσική που ακούγεται στις συγκεντρώσεις, στο ντιζάιν, στις οπτικές-αισθητικές ταυτότητες της εξωστρέφειας. Αυτή η Αριστερά πατάει αμήχανη, αναποφάσιστη στην αισθητική κληρονομιά του ‘60, στους παιάνες του Θεοδωράκη, στις μεταπολιτευτικές τσιμινιέρες του Λοΐζου, ίσως και στα Carmina Burana του ΠΑΣΟΚ, για να απευθυνθεί σ’ έναν κόσμο που αγνοεί καθολικά, ιδρυτικά, και τον Θεοδωράκη και τον Λοΐζο και το ΠΑΣΟΚ.

Ακόμη και στα σπίτια τους, οι γονείς τους ακούγαν Πινκ Φλόιντ, Clash και Γιάννη Αγγελάκα. Αναφέρομαι στους γεννηθέντες χονδρικά μετά το 1985-90, στις γενιές που μεγαλώνουν με καταναλωτισμό, Χρηματιστήριο, δάνεια SUV, Ευρωκύπελλα και ολυμπιακή μέθη, και μετά αθυμία, έκρηξη, πτώχευση, Μεγάλη Ύφεση, διαρκή κρίση.

Αυτές οι γενιές βαφτίστηκαν και σερφάρουν σε μια παγκοσμιοποιημένη αισθητική με τοπικά χαρακτηριστικά,  με πορώδη σύνορα, που περιλαμβάνει το χιπ-χοπ, μαζικό και λαϊκό, Erasmus, social media, υπερεπικοινωνία, μοντέρνες αναβιώσεις του ρεμπέτικου και του δημοτικού, περφόρμανς δρόμου, νεοκαφενεία και χιλιάδες θεατρικές και μουσικές σκηνές.

Ενσωματώνονται όλα αυτά στην αισθητική και την επικοινωνία, την πολιτική εντέλει της Αριστεράς; Καταλαβαίνει ότι ο ήρωας του antifa, ο Πέτρουλας και ο Λαμπράκης των καιρών μας, είναι ο καλλιτέχνης του χιπ-χοπ Παύλος Φύσσας από την Αμφιάλη; Φοβούμαι πως όχι, τουλάχιστον όχι όσο χρειάζεται.

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΟΣ