Η ατιμωρησία της προδοσίας

Του Γιαννάκη Ομήρου

48 χρόνια μετά το επονείδιστο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου θεωρώ χρέος να αναδείξω την εγκληματική ατιμωρησία των εν Αθήναις τουρκοφόρων πραξικοπηματιών.

Είναι καλά γνωστό ότι μετά την κατάρρευση της εφτάχρονης χουντικής τυραννίας στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της προδοσίας της Κύπρου εδιώχθησαν μεν από την μεταπολιτευτική κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος εναντίον του Προέδρου Μακαρίου πλην όμως, από την Κυβέρνηση που προέκυψε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 και πάλι υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ανεστάλη η ποινική τους δίωξη.

Τον Αύγουστο του 1997, ο Φαίδων Γικιζίκης, «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών αλλά και Πρόεδρος της Δημοκρα­τίας μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου του 1974 για την κατάργηση της Βασιλείας, προέβη σε δήλωση στον ελληνικό Τύπο, πα­ραδεχόμενος ότι μαζί με τον Ιωαννίδη, τον Μπονάνο και τον Γεωργίτση, διέταξαν τους πραξικοπηματίες να ενεργήσουν κατά της δημοκρατικής ε­ξουσίας στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης ουδέποτε δικάστηκε. Αντίθετα, διατήρη­σε όλα τα ωφελήματα πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας.

Μετά τον σάλο που προκλήθηκε, σε Κύπρο και Ελλάδα, από αυτές τις δηλώσεις του Φαίδωνα Γκιζίκη, ανέλαβα την πρωτοβουλία, ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, να συνοδεύσω στην Αθήνα την Παγκύπρια Ένωση Συγγενών των Πεσόντων Αντιστασια­κών, για να ζητήσουμε την ποινική δίωξη των πρωταιτίων του πραξικοπή­ματος, μετά την κυνική ομολογία Γκιζίκη.

Η αναστολή ποινικής δίωξης των πρωταιτίων του πραξικοπήματος

Γιατί όμως δεν διώχθηκαν ποινικά οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 κατά του Προέδρου Μακαρίου και της νόμιμης Κυβέρ­νησης της Κύπρου;

Όταν, μετά την πτώση της χούντας, μέσα από τις στάχτες της κυπρια­κής τραγωδίας, καταχωρήθηκαν ποινικές διώξεις κατά των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 εναντίον του Προέδρου Μακα­ρίου, η τότε Κυβέρνηση Καραμανλή ανέστειλε τις διώξεις με επίκληση νο­μοθεσίας που προέβλεπε ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια αναστολή «όταν απειλούνται οι σχέσεις της Ελλάδος μετά τρίτης τινός χώρας» (άρθρο 30 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Η χώρα βέβαια δεν ανεφέρθη, αλλά ήταν προφανές ότι επρόκειτο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Δηλαδή δεν υπήρξε ποινική δίωξη, ούτε βέβαια και τιμωρία, των χουντι­κών που διέταξαν και εκτέλεσαν την προδοσία του πραξικοπήματος το ο­ποίο οδήγησε στην τουρκική εισβολή, για να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος και οι κραυγαλέες ευθύνες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ.

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1975, οι βουλευτές του ΚΚΕ (Ενωμένη Αριστερά) Γρηγόρης Φαράκος, Μίνα Γιάννου και Κώστας Κάππος κατέθεσαν επε­ρώτηση στη Βουλή των Ελλήνων «σχετικά με την καθυστέρηση της διώξε­ως κατά των υπευθύνων της Κυπριακής τραγωδίας». Το ίδιο έπραξε και ο Λεωνίδας Κύρκος, στις 22 Ιανουαρίου του 1976.

Μετά τη συζήτηση της επερώτησης, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Στεφανάκης απάντησε με δήλωση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, που είχε γίνει στις 16 Οκτωβρίου 1975:

«Θα παραμείνει βέβαια ακόμα εκκρεμής η δίωξις των υπευθύνων διά το πρα­ξικόπημα της Κύπρου· και τούτο, διότι η Κυβέρνησις νομίζει ότι, κατά την πα­ρούσαν φάσιν του Κυπριακού, δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί η δίκη αυτή, α­ζημίως, διά την υπόθεσιν της Κύπρου».

Έτσι, η χούντα διώχθηκε και τιμωρήθηκε μόνο για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και για την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Όχι για την εθνική προδοσία της Κύπρου.

Και όμως. Ενώ η Κυβέρνηση Καραμανλή φρόντισε να «προστατεύσει» τους Αμερικανούς και Νατοϊκούς και να επιβάλει συσκότιση για τις ευθύ­νες τους στην κυπριακή τραγωδία, ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1999, ζήτη­σε συγγνώμη για τη στήριξη που πρόσφεραν οι ΗΠΑ προς την ελλαδική χούντα. Αλλά και ο ανώτατος Αμερικανός διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χόλ­μπρουκ, σε στιγμές ειλικρίνειας, αναφώνησε το mea culpa, για τον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισαν οι Αμερικανοί στη στήριξη της δικτατορίας αλλά και στην κυπριακή τραγωδία.

Οι παραστάσεις μας στην Αθήνα – Η γνωμάτευση Τάκη Παππά

Κατά την επίσκεψή μας την Αθήνα, το 1997, διατυπώσαμε αίτημα για τερ­ματισμό της αναστολής της ποινικής δίωξης των πρωταιτίων του πραξικο­πήματος στην Κύπρο και είχαμε συναντήσεις με τον Υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Γιαννόπουλο, όπως και με εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Όλοι επέδειξαν κατανόηση, ωστόσο καμιά πρωτοβουλία δεν α­ναλήφθηκε προς την κατεύθυνση προσαγωγής των πραξικοπηματιών ενώ­πιον της δικαιοσύνης.

Τότε συναντήσαμε στο γραφείο του και τον αείμνηστο Τάκη Παππά, διαπρεπή ποινικολόγο, αντιστασιακό και πολιτικό, από τον οποίο ζητήσα­με γνωμοδότηση «σχετικά με την παραγραφή ποινικών αδικημάτων που έ­χουν τελεσθεί εναντίον ξένου κράτους, του Αρχηγού του και κάθε συνα­φούς εγκλήματος από Έλληνες υπηκόους». Παραθέτω τα πιο σημαντικά ευρήματα της γνωμοδότησης του Τάκη Παππά:

Η γνωμοδότηση αφορά τις εγκληματικές πράξεις, κατά τη διάρκεια του πρα­ξικοπήματος που οργάνωσε και εξετέλεσε, με όργανά της, στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Κυβέρνηση της ελληνικής χούντας εναντίον της νόμιμης κυβέρ­νησης και του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974.

Αφορμή απετέλεσε, για τη διατύπωση της γνώμης μου, η πρόσφατη δήλωση του Γκιζίκη στον ελληνικό Τύπο, ότι μαζί με τον Ιωαννίδη, τον Μπονάνο και τον Γεωργίτση (στρατιωτικό διοικητή των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο), αυτός διέταξε, ως εγκάθετος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τους πραξικοπημα­τίες να ενεργήσουν κατά της δημοκρατικής εξουσίας στην Κύπρο. Πολύ εύλο­γα, η Παγκύπρια Ένωση Συγγενών των Πεσόντων κατά το πραξικόπημα ερω­τούν αν τα εγκλήματα, που με αναισχυντία ομολογούνται, μπορούν να τιμωρη­θούν και με ποιες προϋποθέσεις. […]

Μετά την πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, ανέλαβε την ηγεσία της χώρας η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή και υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Τότε διενεργή­θηκε προκαταρκτική εξέταση (δηλαδή μια έρευνα κατά το ελληνικό δίκαιο), αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, με βάση τις τελεσθείσες πράξεις και τις υπάρ­χουσες αποδείξεις, να ασκηθεί ποινική δίωξη in personam (κατά συγκεκριμέ­νων προσώπων), σύμφωνα με τα άρθρα 31, 240 και 241 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας προκαταρκτικής εξέτα­σης, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνη απόφαση και του Υπουργι­κού Συμβουλίου, ανέστειλε την ποινική δίωξη κατά των τελεσθέντων εγκλημά­των, επειδή κατά τη γνώμη του έκρινε ότι πρόκειται να διαταραχθούν οι διε­θνείς σχέσεις του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 2 του Κώδικα Ποι­νικής Δικονομίας.

Έκτοτε, τον Φεβρουάριο του 1986, έγινε συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων για τη σύσταση Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής για τον Φάκελο της Κύ­πρου. Όμως, το νομικό καθεστώς της αναστολής της ποινικής διώξεως κατά των εγκλημάτων του πραξικοπήματος εξακολουθεί να ισχύει. […]

Και, βεβαίως, από πλευράς δικαιοπολιτικής, ο θεσμός της παραγραφής είναι θεσμός ΔΙΚΑΙΟΥ, ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με το περί δικαίου συναίσθη­μα, δηλ. όταν παρέλθει σημαντικός χρόνος από την τέλεση της αξιόποινης πρά­ξης μέχρι του ποινικού κολασμού της, να εξαλείφεται το δικαίωμα της Πολιτείας για ποινή. Όταν όμως πρόκειται για εγκλήματα τεράστιας πολιτικής σημασίας, για τα οποία απασχολείται το Υπουργικό Συμβούλιο της χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 2 και όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσβάλλονται ση­μαντικές ολότητες εννόμων αγαθών, τότε εγκληματοπροληπτικά η τιμωρία (που συνεπάγεται αναμφισβήτητα και μια σκληρότητα) αποκτά διαχρονική σημασία (έτσι δεν μπορεί να τεθεί και θέμα νεωτέρου επιεικούς Νόμου). […]

Η δε Βουλή των Ελλήνων, το 1996 (και ο ίδιος ο Υπουργός εψήφισε τη διάτα­ξη), επιβεβαίωσε πρόσφατα την εξαίρεση της αναστολής διώξεως του άρθρου 20 παρ. 2 Π.Κ. από τις προθεσμίες παραγραφής των εγκλημάτων και πολύ λο­γικά, εξαιτίας της φύσεως των ποινικών αδικημάτων, όπου το δόγμα της σκο­πιμότητας, ειδικά, επικρατεί του δόγματος της νομιμότητας.

Επομένως, η ανάκληση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υ­πουργού Δικαιοσύνης για την αναστολή της ποινικής δίωξης δεν έχει νομικό πρόβλημα. Το ζήτημα της διώξεως των ηθικών αυτουργών για εγκλήματα κα­τά ξένου κράτους, ανθρωποκτονιών και άλλων συναφών κακουργημάτων και πλημμελημάτων είναι κυβερνητικό θέμα, δηλ. πολιτικό και όχι νομικό.

Η Κυβέρνηση είναι η μόνη που γνωρίζει ποιες είναι οι διεθνείς σχέσεις της χώ­ρας που θα διαταραχθούν, αν καταδικασθούν οι πραξικοπηματίες, που οδή­γησαν σε πλήθος νεκρών και άνοιξαν τον δρόμο στον Αττίλα και στην Κυπρια­κή τραγωδία.

Και αν το 1974 υπήρχαν κατ’ επίφαση αποδεικτικές δυσχέρειες στην ποινική δίωξη, τώρα που οι ένοχοι αυτοαποκαλύπτονται, ποια ανοχή προστατεύει τη δημοκρατία από τα εγκλήματα των στρατοκρατών κατά της ελληνικής ολότη­τας στην Κύπρο; Και πώς η τιμωρία των ενόχων διαταράσσει τις διεθνείς μας σχέσεις σε μια αποκλειστικά ελληνική υπόθεση; Εκτός αν θεωρείται ότι θίγονται οι ΗΠΑ, η Τουρκία και οι σχέσεις με αυτές τις χώρες, αν διωχθεί ο Γκιζίκης.

Πάντως, στις δημοκρατίες, επιβάλλεται διαφάνεια στις αποφάσεις των κυβερ­νήσεων και των υπουργών και άμεση ανάκληση της αναστολής δίωξης από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Αυτή ήταν η σαφής γνωμοδότηση του Τάκη Παππά, με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1997. Την κοινοποιήσαμε στην ελληνική Κυβέρνηση, την κοινο­ποιήσαμε και στα ελληνικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Ουδεμία ανταπόκρι­ση. Το πελώριο έγκλημα της προδοσίας της Κύπρου, που έδωσε το άλλοθι στην Τουρκία για την κατάληψη του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δη­μοκρατίας, προκαλώντας χιλιάδες θανάτους, όπως και την προσφυγοποίη­ση 200.000 Ελλήνων Κυπρίων, παραμένει μέχρι σήμερα ατιμώρητο. Και εξα­κολουθεί να στοιχειώνει τους υπεύθυνους αυτής της εγκληματικής παράλει­ψης. Στίγμα ανεξίτηλο και εσαεί εθνικό όνειδος η ατιμωρησία των πρωται­τίων της μεγαλύτερης προδοσίας στη νεότερη ιστορία του Ελληνισμού…

Πρώην προέδρου της ΒουλήςΤων Αντιπροσώπων