Η γλωσσική ανατομία της αθλιότητας

Του Δημήτρη Βαρδαβά

Μια ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση, δηλαδή, η οποία στρατεύεται υπέρ της δημοκρατίας και των ελευθεριών, αρκεί αυτές οι αξίες να εκπορεύονται από και να εξυπηρετούν τους κυρίαρχους και την ολιγαρχία. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίες όπως, για παράδειγμα, η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης επιστρατεύονται για να κάνουν ανεκτή τη Χρυσή Αυγή αλλά περιπίπτουν σε μια έκτακτη λήθη όταν ο λόγος είναι δήθεν διχαστικός επειδή αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα σε δημοκράτες και φασίστες.

Η ενσυναίσθηση γίνεται εργαλείο κατανόησης της πραγματικότητας όταν πρόκειται για το εσωτερικό δράμα του Κορκονέα και του Ρουπακιά, αλλά ξαφνικά ‘παγώνει’ μπροστά στον πόνο της Μάγδας Φύσσα. Ο Γιάννης Αντετοκούμπο, ο γνωστός και ως ‘Ακενοτούμπο’ σε όψιμους δημοκράτες, αποφοίτους της σχολής τηλεπωλήσεων του ΛΑ.Ο.Σ., επιτρέπεται να περιφέρεται ως σύμβολο της Αριστείας στα στόματα εκείνων που αρνήθηκαν την ιθαγένεια στα μεταναστόπουλα-ελληνόπουλα, αλλά ο συμβολισμός εκπίπτει σε εργαλειοποίηση όταν μια εργάτρια πατάει το πόδι της στο Μέγαρο Μαξίμου.

Η κριτική κοινωνική επιστήμη γενικώς και η κριτική ανάλυση λόγου ειδικώς είναι χρήσιμη ακριβώς επειδή στο πεδίο του λόγου αναδεικνύεται η διαρκής παρουσία της σύγκρουσης. Μίας σύγκρουσης που δεν εξαντλείται στην περάτωση ενός γεγονότος, αλλά ξετυλίγεται στο βάθος του χρόνου, ανάμεσα σε αντικρουόμενα στρατόπεδα που το καθένα επιχειρεί να κατανείμει τους δικούς του ρόλους, να προβάλει τις δικές του διχοτομίες, να προωθήσει της δικές του αξιολογήσεις, να κανονικοποιήσει τα δικά του ‘αυτονόητα’ και τελικά να παλέψει για να εγκαθιδρύσει, να διαιωνίσει, να νομιμοποιήσει ή να ανατρέψει τις δομές εξουσίας εκείνες που δίνουν σε ένα από τα αντικρουόμενα στρατόπεδα ένα ορισμένο προβάδισμα. Μίας σύγκρουσης που διεξάγεται με τα εργαλεία της γλώσσας αλλά πηγάζει από κοινωνικές και ταξικές θέσεις και προθέσεις. Μίας σύγκρουσης έναντι της οποίας η κοινωνική επιστήμη οφείλει να παίρνει θέση, με απόλυτο σεβασμό στην ανάγκη για την εγκυρότητα του επιχειρήματος, αλλά με καμία θετικιστική αυταπάτη ότι οποιαδήποτε μεταγλώσσα μπορεί να είναι απαλλαγμένη από ιδεολογικό φορτίο.

Μία μεθοδική και συστηματική ανάλυση, περιγραφή και ερμηνεία του λόγου έχει ζωτική σπουδαιότητα στην παρούσα συγκυρία μιας μεταμοντερνίζουσας δημόσιας σφαίρας προκειμένου να αντιπαλέψει την παθολογικοποίηση του κεκτημένου της ελευθερίας του λόγου που απειλεί την ύπαρξη της προϋπόθεσης που το γέννησε, της πίστης, δηλαδή, στον Ορθό Λόγο. Μπορεί ο Ορθός Λόγος να απέχει πολύ από το να είναι απόλυτο κριτήριο για την αξίωση της αλήθειας ή, πολύ περισσότερο, για τον καθορισμό ενός χειραφετητικού προτάγματος στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Είναι, ωστόσο, μία μορφή της παραδοχής ότι ο διάλογος απαιτεί την ύπαρξη κανόνων και αυτή η παραδοχή είναι πολύ σημαντικό, με την μία ή την άλλη μορφή, να επιβιώσει. Αυτό είναι που απειλείται σε ένα επικοινωνιακό καθεστώς, όπου ο λόγος είναι γεμάτος υπολογισμένες αμφισημίες και disclaimers του τύπου ‘έχω πολλούς Χ φίλους, αλλά…’, και όπου ισχύει το περίφημο ‘μπορώ να πω ότι θέλω, αρκεί μετά να πω ότι δεν το εννοούσα ή ότι εννοούσα κάτι άλλο’. Αφελώς ο γράφων απορεί: αν εννοούν κάτι άλλο, γιατί δεν γράφουν αυτό που εννοούν;

Το σχόλιο της AV για τον θάνατο της εργαζόμενης από την Αρμενία αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα αυτής της τακτικής, να λέγεται, δηλαδή, κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να μεταδίδει το μήνυμα του μίσους από την μία, αλλά να μπορεί και να αναιρεθεί αν αυτό κριθεί απαραίτητο από την άλλη, ανακατευθύνοντας το μίσος σε πιο κοινά αποδεκτούς στόχους ή θάβοντας το σε ισχυρισμούς περί παρερμηνείας που προστατεύουν το ήθος του πομπού αλλά και που ταυτόχρονα δεν είναι αρκετά πειστικοί ώστε να αποξενώσουν τα ακραία ακροατήρια. Το συγκεκριμένο μέσο επέλεξε να κάνει και τα δύο αφενός επιτιθέμενο στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, σε μια ανακοίνωση που υποτίθεται πως είχε ως θέμα της την απολογία, και αφετέρου να αποδώσει την κατακραυγή σε παρεξήγηση.

Ήταν όμως παρεξήγηση; Ο δέκτης δεν μπορεί να γνωρίζει πρωτογενώς τις προθέσεις του πομπού. Τις συμπεραίνει μέσα από τα λόγια που ο πομπός επιλέγει να εκφέρει. Αυτό το συμπέρασμα εκ μέρους του δέκτη δεν προκύπτει μέσα από αυθαίρετους συνειρμούς, αλλά από τον ορισμένο τρόπο με τον οποίο ο πομπός έχει δομήσει το εκφώνημα του, αφού η γλώσσα ως σημειωτικό σύστημα και η χρήση του λόγου ως κοινωνική πράξη λειτουργούν με κανόνες. Ο δέκτης του μηνύματος της AV δεν παρερμήνευσε, αλλά απλούστατα κατανόησε το εκφώνημα.

Αρχικά, το γεγονός παρουσιάζεται με την μετανάστρια εργαζόμενη σε θέση ενεργού δράστη που ‘πήδηξε από το παράθυρο και σκοτώθηκε για να μην απελαθεί’. Η επιλογή της ενεργητικής διάθεσης και η απουσία γλωσσικών δομών που θα έφερναν στο φως την επίδραση φυσικών ή ψυχολογικών δυνάμεων στο υποκείμενο επιχειρούν να συγκαλύψουν το κοινωνικό, αλλά και το άμεσο, περικείμενο, εντός του οποίου το υποκείμενο προέβη στην αναφερόμενη ενέργεια. Η προθετική φράση ‘για να μην απελαθεί’ περιορίζει την αιτία της ενέργειας σε ένα νόμιμο – η αξιολόγηση του είναι άλλη συζήτηση –  δικαίωμα του κράτους, με αποτέλεσμα η ενέργεια της εργαζόμενης να φαντάζει αδικαιολόγητη.

Ήδη από την πρώτη πρόταση, λοιπόν, υπάρχει – αν όχι μια αρνητική παρουσίαση – τουλάχιστον μια αδιαφορία για την κατανόηση των κινήτρων ή/και των πιέσεων πίσω από αυτήν την θανατηφόρα ενέργεια, ώστε να μπορεί ο συντάκτης, δεδομένης μιας επιφανειακής παρουσίασης του θέματος, να εισάγει την ειρωνική ατάκα, που αποτέλεσε και την αιτία της κατακραυγής. Στην ανακοίνωση του μέσου έγινε προσπάθεια να επανερμηνευθεί η εν λόγω ειρωνική αναφορά ως ειρωνεία ενάντια στον ‘υποκριτή’ Αλέξη Τσίπρα. Αυτό θα ήταν αληθές, εάν απλούστατα το σχόλιο έγραφε: ‘Κρίμα, έχασε ο Τσίπρας την ευκαιρία να την συνοδεύσει στην δεξίωση του προεδρικού’.

Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι μικρή – έως μηδενική – διαφορά θα υπήρχε ως προς την ηθική και αισθητική καταδίκη που αξίζει στο συγκεκριμένο σχόλιο. Αυτή όμως η διατύπωση θα ήταν πράγματι, παρά την μικροψυχία της, μια ειρωνική αναφορά ενάντια στον Αλέξη Τσίπρα. Το υποκείμενο της πρότασης όμως δεν ήταν ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ήταν η μετανάστρια – εργαζόμενη που ‘έχασε την ευκαιρία να συνοδεύσει τον Τσίπρα στο προεδρικό’.

Το ειρωνικό αποτέλεσμα του εκφωνήματος προκύπτει από την υπόρρητη παραδοχή ότι, είτε βρισκόταν είτε όχι στη ζωή, ένα άτομο σαν και εκείνη δεν θα έπρεπε να μπαινοβγαίνει στο προεδρικό μέγαρο. Δεν είναι, λοιπόν, ο θάνατος της που της στερεί αυτή την ευκαιρία αλλά το ίδιο το είναι της. Ο ισχυρισμός ότι χάνει αυτήν την ευκαιρία λόγω θανάτου και όχι απλώς λόγω του ότι είναι ‘ξένη’ και ‘φτωχή’ δίνει μια χιουμοριστική και ειρωνική διάσταση στο εκφώνημα για όσους μοιράζονται αυτήν την παραδοχή.

Καμία, λοιπόν, παρεξήγηση δεν έγινε και ο πρωθυπουργός ήταν στόχος της ειρωνείας μόνον εμμέσως δια της συναναστροφής του με ανθρώπους που δεν ανήκουν στην τάξη των Αρίστων. Το ύφος άλλωστε της ανακοίνωσης που ακολούθησε αποδεικνύει ότι καμία ουσιαστική παραδοχή λάθους ή μετάνοια δεν υπήρξε. Οι ίδιοι οι συντάκτες της ανακοίνωσης χαρακτηρίζουν μεν ‘άστοχο’ το σχόλιο αυτό, αλλά για κανέναν άλλο λόγο πέραν από το γεγονός ότι παρερμηνεύτηκε. Η ευθύνη της αστοχίας, λοιπόν, βαραίνει τους δέκτες και όχι τον πομπό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιστροφής θύτη και θύματος, του τύπου ‘δεν φταίω εγώ που έκανα μια άστοχη δήλωση αλλά εσείς που την εκλάβατε ως τέτοια’.

Επίσης, παρότι η ανακοίνωση αναφέρεται και στην περίοδο της προσφυγικής κίνησης, ο όρος ‘πρόσφυγας’ δεν αναφέρεται πουθενά, συσκοτίζοντας το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι μετακινούνται με όρους ζωής ή θανάτου. Παράλληλα, ενώ καταγγέλλεται η υποτιθέμενη no borders πολιτική, οι γυναίκες και τα παιδιά των προσφύγων (μεταναστών στο κείμενο) παρουσιάζονται ως θύματα βιασμού άλλων προσφύγων. Με αυτή την κλασσική για το ‘ακραίο κέντρο’ απόπειρα φεμινιστικοποίησης της ξενοφοβίας, η θυματοποίηση των προσφύγων αξιοποιείται ως επιχείρημα για την μη υποδοχή τους! Είναι σαφές ότι εάν οι γυναίκες πρόσφυγες πέφτουν θύματα βιασμών, το πρόβλημα προς αντιμετώπιση οφείλει να είναι αυτό το ίδιο το φαινόμενο, και όχι εάν αυτό λαμβάνει χώρα στο Πεδίον του Άρεως ή σε κάποιο παραλιακό χωριό της Τουρκίας. Όλα αυτά αντανακλούν, λοιπόν, και τις ιδεολογικές παραδοχές που δεν καταφέρνουν να μείνουν κρυφές από τους συντάκτες της ανακοίνωσης.

Είναι δύσκολο να γράφονται τόσο εκτενή και αναλυτικά κείμενα που να μπορούν να ακολουθούν την επικαιρότητα. Είναι, όμως, κι αυτό μια μορφή και ένα καθήκον της πάλης ενάντια στην επέλαση και τον ρεβανσισμό του ακροδεξιού λόγου, του μίσους και του φτηνού ήθους. Και είναι μια μορφή και ένα καθήκον της πάλης για τον εξοπλισμό της ελευθερίας του λόγου με κανόνες διαλόγου που θα αναπαράγουν την συμπερίληψη, την ορατότητα και την δημοκρατία και που δεν θα επιτρέπουν την αποποίηση ευθυνών για τους κήρυκες του μίσους.

ΑΠΟ ΤΟ LEFT.GR