Η ελληνική δημοσιογραφία ως… φύλλο συκής για την οικογένεια Μητσοτάκη

Του Γ. Λακόπουλου

Για πρώτη φορά στην ιστορία του Κοινοβουλευτισμού- του οποίου βασικό συστατικό είναι η ελεύθερη ενημέρωση- τόσα πολλά ΜΜΕ σε μια χώρα λειτουργούν ως μανδύας προστασίας του Πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του.

Σκανδαλώδεις δραστηριότητες του Μητσοτακέικου, δεν υποβαθμίζονται απλώς, αλλά αποκρύπτονται. Σε αντιδιαστολή με την τρίχα που  γίνεται τριχιά, όταν πρόκειται για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα.

Τα τελευταία κρούσματα φιλο-μητσοτακικής αυτολογοκρισίας των δημοσιογράφων, – ή αποδοχής της απαγόρευσης που επιβάλουν οι εργοδότες τους- δείχνουν ότι η ελληνική δημοσιογραφία αυτό-αφοπλίζεται, όταν πρόκειται για Πρωθυπουργό και οικεία του πρόσωπα. Πουθενά άλλου στην δυτικό κόσμο δεν θα συνέβαινε.

Στην πρώτη περίπτωση ένα ξένο περιοδικό μας πληροφόρησε ότι η σύζυγος του πρωθυπουργού ως «πρώτη κυρία- τίτλο που δεν μπορεί να έχει-δεν βρήκε του γούστου της την επίπλωση και τη διακόσμηση του μεγάρου Μαξίμου και τα άλλαξε- με τον τρόπο που νόμιζε η ίδια.

Κανείς δημοσιογράφος δεν ρώτησε από πού αντλεί αυτό το δικαίωμα. Το περιοδικό ανέφερε ότι ο Πρωθυπουργός  -προσωπικά στον οποίο η λαϊκή βούληση εμπιστεύθηκε τον συγκεκριμένο  χώρο -απλώς είπε στη σύζυγό του …να κάνει ότι θέλει «αρκεί να μην πληρώσει το δημόσιο».

Η ελληνική δημοσιογραφία δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει για  ποιο λόγο πήρε αυτή την «εξουσιοδότηση», ποιοι μετείχαν στην «ομάδα» που είπε ότι συνέστησε κατά τη κρίση της, και ποιες συμφωνίες με ιδιώτες έκανε,  μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Δεν ερεύνησε αν πράγματι ήταν όλα δωρεάν και τι σημαίνει αυτό. Π.χ. μια  εταιρία που λέει ότι πρόσφερε χαλιά, έσπευσε να το διαφημίσει- επ’ ωφελεία της. Αυτό είναι δωρεάν;

Τόσο καιρό μπαινοβγαίνουν δημοσιογράφοι στο Μέγαρο Μαξίμου. Κανείς δεν πρόσεξε την αλλαγή; Κανείς δεν ρώτησε ποιος  αποφάσισε να αποσύρει την παλιά επίπλωση και διακόσμηση και γιατί;

Να  ζητήσει να μάθει πού βρίσκονται όσα αποσύρθηκαν, αν είναι θεμιτό και νόμιμο να παραδίδεται – γιατί αυτό προκύπτει- ένα δημόσιο κτίριο ιδιαίτερης σημασίας και πολλών συμβολισμών στη διάθεση της συζύγου του πρωθυπουργού, που δεν  έχει κανέναν δημόσιο αξίωμα και καμία αρμοδιότητα.

Αλλα αντίθετα κάποια ΜΜΕ – και… η εταιρία με τα χαλιά- την αποκαλούν, «πρώτη κυρία»- όπως άλλωστε εμφανίζεται και στο δημοσίευμα.

Τι γίνεται εδώ πέρα; Έπρεπε να στηθεί ένα διαφημιστικό δημοσίευμα – γιατί περί αυτού πρόκειται – για να μάθουμε τι έγινε στο χώρο που εργάζεται από το 1982 ο εκάστοτε πρωθυπουργός; Οι Έλληνες δημοσιογράφοι δεν είδαν και δεν άκουσαν τίποτε;

Στους παλιούς καιρούς οι διευθυντές των εφημερίδων θα απέλυαν τους διαπιστευμένους στο Μάξιμου συντάκτες, αν δεν έπαιρναν είδηση αυτές τις αλλαγές.  Ή αν τις ήξεραν και τις έκρυβαν. Αν τις επικροτούν η όχι είναι άλλη υπόθεση.

Ακόμη και τώρα και αφού το μάθαμε με αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ζήτησε διευκρινίσεις. Π.χ. ποιοι ακριβώς είναι οι δέκα της «ομάδας» που ανέλαβε τη διακόσμηση; Τι σημαίνει «επιθυμούν την ανωνυμία τους». Σε δημόσιο κυβερνητικό κτίριο μπήκαν. Δεν πρέπει να ξέρουμε ποιοι είναι;

Προ ημερών ο Πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Αίγυπτο. Καλά έκανε αν έτσι έκρινε. Επίσης καλώς πήρε μαζί του και τον διοικητή της ΕΥΠ, αν το θεωρούσε αναγκαίο.

 Μάθαμε όμως ότι στην αποστολή μετείχε και η… πεθερά του. Φωτογραφήθηκε μάλιστα με τις Αιγυπτιακές αρχές.

Δεν βρέθηκε δημοσιογράφος να ρωτήσει από πού κι ως πού και με ποια ιδιότητα;

Κάποιοι από το μέγαρο Μάξιμου ψέλλισαν ότι επειδή γεννήθηκε στην Αίγυπτο είχε νοσταλγία  επιστροφής.

Κανείς δεν θα την κατηγορήσει γι’ αυτό, Αλλά μπορούσε να πάει ως ιδιώτης και να το απολαύσει. Γιατί επιβαρύνθηκε το δημόσιο με τη μεταφορά της;  Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα αυτό θα περνούσε ασχολίαστο από τα ΜΜΕ ;

Κανείς δημοσιογράφος δεν ρώτησε. Αντίθετα επί Γ. Παπανδρέου έγινε  χαλασμός – ορθώς- όταν ένας από τους αδελφούς του συμμετείχε σε κυβερνητική αποστολή στα Εμιράτα  με τους υπουργούς Λούκα Κατσέλη και Χάρη Παμπούκη.

Αυτή την περίοδο επίσης η επικαιρότητα κατακλύσθηκε από θριαμβολογίες για την επίδειξη που οργάνωσε ο οίκος Dior -που ως γνωστόν έλαβε και  την άδεια που πήρε να ανεβάσει τα μοντέλα του στην Ακρόπολη  – και ας  ευχηθούμε να μην αποκαλυφθεί ότι γι αυτό την τσιμεντόστρωσε η Μενδώνη.

Πολλοί δημοσιογράφοι λιγώθηκαν με όσα έγιναν στο Καλλιμάρμαρο και σκίζονται να αναδείξουν το εθνικό όφελος εμφανίζοντας τον γαλλικό οίκο ως σωτήρα της οικονομίας και ας αποκλείσθηκαν όλοι οι  Έλληνες σχεδιαστές από το σόου..

Καλώς.  Δεν άκουσαν τις φήμες για το ρόλο της  συζύγου του Πρωθυπουργού – αλλά και της πρώην εταιρίας της – σε αυτό το « γεγονός», ακόμη και στις προσκλήσεις;  

Γιατί δεν ρώτησαν αν έχει σχέση με την άφιξη των Γάλλων στα μέρη μας;  Γιατί δεν ζήτησαν λεπτομέρειες για την εμπλοκή της και την ενδεχομένη συνέπεια στις αποφάσεις;

Ποια δημοσιογραφική σχολή τα διδάσκει αυτά;

Αν πάμε λίγο πίσω θα θυμηθούμε μια φωτογραφία από συνάντηση του Πρωθυπουργό με τον αποπεμφθείτε – και υπόδικο για διαφθορά-Νετανιάχου του Ισραήλ.  Στο δείπνο μετά συζύγων υπάρχουν δυο άλλα πρόσωπα. Οι γιοι τους!

  Δεν ξέρουμε τι κάνουν οι Ισραηλινοί, αλλά γιατί κανείς δημοσιογράφος δεν απόρησε από πού κι ως πού ο γιος του Πρωθυπουργού μετέχει σε μια  τέτοια συνάντηση; Γιατί από κανένα ΜΜΕ δεν ετέθη το θέμα;

Μετά από όλα αυτά προκύπτει ότι το πρόβλημα δεν είναι τι κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και πώς αντιλαμβάνεται την άσκηση της διακυβέρνησης.  Ή πώς αντιλαμβάνεται την ενημέρωση. Αυτά θα κριθούν την ώρα τους από τους αρμοδίους.

Είναι ότι η δημοσιογραφία δεν επιτελεί το ρόλο της. Ένα  μεγάλο μέρος της τουλάχιστον. Όπως έγραψε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Άρης Ραβανός, επιτρέπει στους πολιτικούς να λένε ό,τι θέλουν και να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς κριτική.

Εν προκειμένω δεν κάνει φύλλο και φτερό, όπως οφείλει, κάθε κίνηση και λειτουργία του Πρωθυπουργού,  δεν ερευνά, δεν θέτει ερωτήματα, δεν αμφισβητεί και δεν κρίνει.  Αντίθετα λιβανίζει, αναμασά «non papers»,  γίνεται μέρος του πολιτικού μάρκετινγκ του ιδίου.

Με άλλα λόγια όταν πρόκειται για τον Μητσοτάκη δεν είναι δημοσιογραφία. Περισσότερο είναι φύλλο συκής, για να κρυφτούν όσα πρέπει να είναι γνωστά στους πολίτες.

Όποιος αμφιβάλλει ας ρίξει μια ματιά στην καλύτερη δημοσιογραφία του πλανήτη: την αμερικανική.