Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού

Του Γιώργου Σωτηρέλη

Με την ιστορικής σημασίας καταδίκη τόσο της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, όσο και των εκτελεστικών βραχιόνων της, έκλεισε ένα σημαντικό κεφάλαιο στον αγώνα κατά του νεοναζισμού, το φάντασμα του οποίου επλανάτο εφιαλτικά πάνω από τον ουρανό της χώρας μας μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.

Ωστόσο, όπως ήδη έχω επισημάνει και σε προηγούμενο άρθρο, ο αγώνας αυτός δεν τελείωσε. Η Δημοκρατία μας πρέπει να αποδείξει ότι όχι μόνον είναι σε θέση να αντιμετωπίσει δικαστικά όσους εγκληματούν εις βάρος αυτής και των αξιών της -και προεχόντως εις βάρος της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας- αλλά και ότι μπορεί να θωρακισθεί θεσμικά και πολιτισμικά, τόσο απέναντι στον νεοναζισμό, που αποτελεί σήμερα την μείζονα απειλή εναντίον της, όσο και απέναντι σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό.

Σε προηγούμενες παρεμβάσεις στάθηκα ιδιαίτερα στην ανάγκη να εκριζωθούν οι θύλακοι της Χρυσής Αυγής στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους (στρατός, αστυνομία και πολιτική δικαιοσύνη), να εκπονηθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δημοκρατικής αγωγής στα σχολεία και τέλος να αναληφθούν δύο αλληλένδετες νομοθετικές πρωτοβουλίες στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων. Τις πρωτοβουλίες αυτές θεωρώ πλέον χρήσιμο, με δεδομένο το πέρας του δικαστικού σκέλους της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, να εξειδικεύσω:

1. Η επιβαλλόμενη αναρρύθμιση της στέρησης των εκλογικών δικαιωμάτων

Η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία, όπως ήδη έχω επισημάνει, πρέπει να αφορά την ρύθμιση, μέσω του Εκλογικού Νόμου, της στέρησης των εκλογικών δικαιωμάτων, για όσους έχουν διαπράξει ορισμένα ειδεχθή εγκλήματα (μεταξύ των οποίων, βέβαια, την πρωτοκαθεδρία πρέπει να κατέχουν αυτά που στρέφονται κατά των ιστορικών θεμελίων και κατακτήσεων της Πολιτικής Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου). Είναι γνωστό ότι μια τέτοια ρύθμιση υπήρχε, έως πρόσφατα, στον Ποινικό Κώδικα, καθώς ο Έλληνας νομοθέτης είχε παραδοσιακά επιλέξει η στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων να επιβάλλεται ως παρεπόμενη ποινή. Οι σχετικές ρυθμίσεις καταργήθηκαν λίγο πριν από τις τελευταίες εκλογές, με μια ατυχή και σε κάθε περίπτωση αμφιλεγόμενη, ως προς το “timing”, πολιτική επιλογή (που δεν νοείται, βέβαια, να καταλογίζεται στους πολλούς και αξιόλογους επιστήμονες, που πρότειναν σε ανύποπτο χρόνο -ήδη από το 2012- την εν λόγω κατάργηση). Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις όποιες σκοπιμότητες υπαγόρευσαν αυτήν την χρονική επιλογή -αλλά και την ψήφιση της κατάργησης από όσους την ψήφισαν…- επί της ουσίας η ζημία δεν είναι ανεπανόρθωτη. Πράγματι, όπως επισημαίνεται και στην εισηγητική έκθεση για τον νέο Ποινικό Κώδικα, το ζήτημα της στέρησης των εκλογικών δικαιωμάτων δεν συνδέεται κατ’ανάγκην με την επιβολή παρεπόμενης ποινής, καθώς είναι δυνατόν -και μάλλον ορθότερο- η ρύθμιση αυτή να γίνει με τον Εκλογικό Νόμο. Με την λύση αυτήν, μάλιστα, επιλύεται και το πρόβλημα της μη αναδρομικότητας, που θα ανέκυπτε, ως προς τους καταδικασθέντες χρυσαυγίτες, αν επιλεγόταν η επαναφορά της στέρησης των εκλογικών δικαιωμάτων, ως παρεπόμενης ποινής, στον Ποινικό Κώδικα.

Και επειδή εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες παρανοήσεις στον δημόσιο διάλογο, πρέπει να διευκρινισθούν τα εξής:

Α. Από την συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 51 παρ. 3 και 55 προκύπτει σαφώς ότι η στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι νοείται μόνον ως συνέπεια της νομοθετικής στέρησης του δικαιώματος του εκλέγειν και όχι αυτοτελώς, όπως υποστηρίζουν, ελαφρά τη καρδία, διάφοροι δημοσιολογούντες. Με άλλα λόγια, ο Εκλογικός Νόμος θα προβλέψει τα αδικήματα που συνεπάγονται την στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν (άρθρο 51 παρ. 3) καθώς και την χρονική της διάρκεια. Η ρύθμιση δε αυτή θα σημαίνει, αυτοδικαίως, και στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, για το ίδιο χρονικό διάστημα, καθώς το δικαίωμα του εκλέγειν είναι νόμιμη προϋπόθεση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι (άρθρο 55).

Με την ευκαιρία δε πρέπει να παρατηρηθεί ότι η στέρηση είναι ο μόνος περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι που μπορεί να επιβληθεί νομοθετικά, δεδομένου ότι τα κωλύματα εκλογιμότητας -για τα οποία επίσης καλλιεργούνται σχετικές ορολογικές συγχύσεις- ρυθμίζονται αποκλειστικά από το Σύνταγμα (άρθρο 56).

Β. Για να επιβληθεί στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν (και κατ’επέκτασιν του εκλέγεσθαι) απαρέγκλιτη συνταγματική προϋπόθεση είναι να έχει επιβληθεί αμετάκλητη ποινή (άρθρο 51 παρ. 3). Αυτό σημαίνει, εφόσον βέβαια έχουν ασκηθεί τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα, ότι πρέπει να έχει ολοκληρωθεί και ο αναιρετικός έλεγχος από τον Άρειο Πάγο. Άρα, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις στον Εκλογικό Νόμο, στις οποίες φαίνεται πλέον να συγκλίνουν όλα τα κόμματα, είναι μάλλον αδύνατον, από χρονική άποψη, να αποτρέψουν την κάθοδο των ήδη πρωτοδίκως καταδικασθέντων χρυσαυγιτών, ως υποψηφίων, στις αμέσως επόμενες βουλευτικές εκλογές. Το ίδιο βέβαια θα ίσχυε, χρονικά, ακόμη και αν δεν είχε καταργηθεί ο προηγούμενος Ποινικός Κώδικας, που προέβλεπε την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή.

2. Η αναγκαία νέα ρύθμιση για την ίδρυση των πολιτικών κομμάτων και την ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών τους

Με βάση τα ανωτέρω, ανακύπτει ένα θεσμικό παράλογο, το οποίο ήδη εκφράζεται ως απορία από πολλούς δημοκρατικούς πολίτες: μα είναι δυνατόν τα καταδικασθέντα με τόσο βαριές ποινές ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής να μπορούν να κατέλθουν στις εκλογές είτε με το ίδιο κόμμα, παρότι αυτό λειτουργούσε ως προκάλυμμα εγκληματικής οργάνωσης, είτε μετέχοντας στην ηγεσία και στους συνδυασμούς άλλων παρεμφερών (νεοναζιστικών) κομμάτων;

Τι να κάνουμε; Απαντούν οι εκπρόσωποι ενός αφελούς και επιπόλαιου -κατά την άποψή μου- νομικού φιλελευθερισμού. Αφού το Σύνταγμά μας απαγορεύει να τεθεί ένα κόμμα εκτός νόμου (κάτι το οποίο όντως ισχύει, κατ’αρχήν) δεν μπορούμε και δεν πρέπει να σκεφθούμε τίποτε άλλο, ισχυρίζονται, από το να αφήσουμε στους πολίτες τον τελευταίο λόγο, ώστε να καταδικασθεί η Χρυσή Αυγή και κάθε άλλο παρόμοιο κόμμα αποκλειστικά και μόνον μέσω των εκλογών.

Με άλλα λόγια, η άποψη αυτή αναγνωρίζει δύο μόνον νομοθετικές επιλογές στην σύγχρονη Δημοκρατία, ως προς την αντιμετώπιση των νεοναζιστικών κομμάτων: είτε θα τα θέσει εκτός νόμου, ως «μαχόμενη Δημοκρατία» -κάτι που δεν κάνει η δική μας, σε αντίθεση πχ με την Γερμανία- είτε θα αποφύγει κάθε σχετική νομοθετική παρέμβαση, για τον δημοκρατικό έλεγχο της δράσης τους, ως «ανεκτική Δημοκρατία». Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση πάσχει πολλαπλά, πρώτον, διότι κινείται αποκλειστικά στην λογική του άσπρου μαύρου, ερειδόμενη σε μια παρωχημένη -και ιστορικά αποτυχημένη- διάζευξη και παραβλέποντας όλες τις άλλες δυνατές θεσμικές αποχρώσεις, και δεύτερον, γιατί παραγνωρίζει τόσο τα όρια της «ανεκτικότητας» της σύγχρονης Δημοκρατίας όσο και το πλούσιο θεσμικό οπλοστάσιο που διαθέτει, ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία, με βάση το ισχύον Σύνταγμα. Ειδικότερα:

Α. Η Δημοκρατία είναι όντως ένα ανεκτικό πολίτευμα. Για να ακριβολογούμε, μάλιστα, είναι μακράν το ανεκτικότερο, στην ιστορία των πολιτευμάτων. Δεν διώκει ούτε περιορίζει ακόμη και τις πλέον αντίθετες προς αυτήν απόψεις, ούτε καν αυτές που καταλήγουν στην ριζική και εκ βάθρων αμφισβήτησή της. Υπό αυτό το πρίσμα, η Δημοκρατία ανέχεται ακόμη και τις ποικιλώνυμες αντιδημοκρατικές ιδέες, δηλαδή αυτές που προπαγανδίζουν σαν αναγκαία την ανατροπή της, προκειμένου να επιβληθούν ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Ωστόσο, ανεκτικότητα δεν σημαίνει και αδυναμία. Η Δημοκρατία, με το να είναι ανεκτική δεν σημαίνει ότι είναι και ασθενής. Το αντίθετο μάλιστα. Όταν χρειασθεί, μπορεί ταυτόχρονα να είναι και μαχόμενη Δημοκρατία, που ξέρει να αμύνεται και να αντιμετωπίζει σθεναρά τους εχθρούς της, σε περίπτωση που αυτοί περνούν από τα λόγια στα έργα, δηλαδή σε βίαιες εγκληματικές πράξεις.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι επιστρατεύει μέσα και πρακτικές που βρίσκονται έξω από το συνταγματικό και αξιακό της πλαίσιο, διότι τότε θα έτεινε να μοιάζει στο «θηρίο», για να παραφράσουμε τον αείμνηστο Μάνο Χατζηδάκη. Σημαίνει όμως, και σε αυτό θέλω να επιμείνω, ότι αξιοποιεί όλες τις παρεχόμενες συνταγματικές δυνατότητες, προκειμένου να αντιμετωπίσει κάθε οργανωμένη προσπάθεια για την έμπρακτη υπονόμευση ή/και την ανατροπή της. Αυτό ακριβώς έπραξε με την νομοθετική ρύθμιση περί «εγκληματικών οργανώσεων», που επίσης αντιμετωπίσθηκε αφοριστικά από εκπροσώπους του ως άνω νομικού φιλελευθερισμού, αλλά αποδείχθηκε πολύτιμο θεσμικό εργαλείο για την δικαστική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Και αυτό πρέπει να πράξει και τώρα, μέσω μιας δεύτερης νομοθετικής πρωτοβουλίας στο πεδίο του Εκλογικού Δικαίου, σύμφωνα με όσα εκτίθενται αμέσως παρακάτω.

Β. Η δεύτερη επιβαλλόμενη νομοθετική πρωτοβουλία, την οποία είχα προτείνει ήδη από το 2013 -με αποτέλεσμα να υποστώ χυδαίες επιθέσεις από την Χρυσή Αυγή και ακόμη χυδαιότερες από την εφημερίδα που ονομάζεται, κατ’ευφημισμόν, «Δημοκρατία»…- είναι η θέσπιση νέων όρων και προϋποθέσεων τόσο για την ίδρυση πολιτικού κόμματος όσο και για την ανακήρυξη των εκλογικών του συνδυασμών από το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα:

Όπως είναι γνωστό, το άρθρο 29 του Συντάγματος περιέχει, ως προς τα πολιτικά κόμματα, μια ρητή επιταγή, σύμφωνα με την οποία «η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος». Είναι αλήθεια ότι η επιταγή αυτή δεν συνοδεύεται, με συνειδητή επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη, από κάποια συγκεκριμένη πρόβλεψη, ως προς την δυνατότητα διάλυσης πολιτικών κομμάτων ή θέσης τους εκτός νόμου. Από αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν συνάγεται ότι το άρθρο 29 δεν επιτρέπει νομοθετική παρέμβαση, στο πεδίο του Εκλογικού Δικαίου, ως προς πολιτικά κόμματα που δεν πληρούν την ως άνω συνταγματική προϋπόθεση.

Η θέση αυτή, που προβάλλεται μετ’επιτάσεως κατά καιρούς, με το ειδικότερο επιχείρημα ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 29 είναι «κανονιστικά ατελής» και έχει απλώς «παιδαγωγικό χαρακτήρα», κατά την άποψή μου ουδόλως ευσταθεί. Και τούτο διότι μια τέτοια προσέγγιση υποβαθμίζει πλήρως την εν λόγω διάταξη, όχι μόνον υποτάσσοντάς την πλήρως στην προεκτεθείσα λογική του άσπρου μαύρου (: είτε απαγόρευση είτε καμία νομοθετική παρέμβαση) αλλά και διότι παραβλέπει, παραδόξως, το ότι έχουν ήδη υπάρξει αλλά και εξακολουθούν να υπάρχουν νομοθετικές ρυθμίσεις που την εξειδικεύουν.

Διότι τι άλλο ήταν η ρύθμιση της παρ. 2 του νδ 59/1974 σύμφωνα με την οποία «Τα πολιτικά κόμματα, υφιστάμενα ή εφεξής ιδρυόμενα, υποχρεούνται όπως προ της αναλήψεως οιασδήποτε δραστηριότητος καταθέσουν εις τον Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου δήλωσίν του Αρχηγού ἢ της Διοικούσης Επιτροπής αυτών περιλαμβάνουσαν ότι αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βίᾳ κατάληψιν τῆς εξουσίας ή την ανατροπὴν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος»;

Δεν είναι, στην πραγματικότητα, ρύθμιση εκτελεστικού νόμου, αφού το νδ 59/1974 θεσπίσθηκε μεν πριν από την ψήφιση του Συντάγματος αλλά όχι μόνον ίσχυσε έως το 2002 αλλά και αποτέλεσε την βάση για την απαγόρευση, από το αρμόδιο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, της καθόδου συγκεκριμένων κομμάτων στις εκλογές; Αλλά και η επακολουθήσασα νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 3023/2002, που επιτάσσει τα κόμματα να δηλώνουν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι η οργάνωση και η δράση τους εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν αποτελεί νομοθετική εξειδίκευση του άρθρου 29 του Συντάγματος, το οποίο πουθενά δεν αναφέρεται σε τέτοια δήλωση ούτε εξουσιοδοτεί ρητά τον νομοθέτη να την προβλέψει; Πολλώ δε μάλλον όταν και αυτή η διάταξη εφαρμόσθηκε στην πράξη -δηλαδή δεν παρέμεινε “lex imperfecta”- και οδήγησε επίσης στην απαγόρευση εντέλει της καθόδου στις εκλογές συγκεκριμένου «νεοφασιστικού» κόμματος…

Όταν λοιπόν θεωρούνται σύμφωνες με το άρθρο 29 του Συντάγματος νομοθετικές εξειδικεύσεις των επιταγών του -αλλά και οι συνακόλουθες μη ανακηρύξεις κομμάτων που απλώς απέφυγαν να κάνουν την σχετική δήλωση ή επέλεξαν όνομα που υπονοούσε μη εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύματός- δεν είναι φαρισαϊσμός να ισχυρίζεται κανείς ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να αναλάβει και άλλες ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες, μέσω του Εκλογικού Δικαίου;

Όταν αναφερόμαστε, βέβαια, σε νομοθετικές πρωτοβουλίες, αυτές προφανώς δεν θα αφορούν μια συνολική και ασφυκτική ρύθμιση της λειτουργίας των κομμάτων, δεδομένου του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους ως ιδιότυπου διφυούς διαμεσολαβητικού πολιτικού θεσμού, που συνδέεται τόσο με την κοινωνία των πολιτών όσο και με το συνταγματικό κράτος. Τίποτε όμως δεν εμποδίζει τον νομοθέτη αφενός μεν να θέσει ορισμένες γενικές αρχές, που θα δίνουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στην σχετική επιταγή του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, για οργάνωση και δράση των πολιτικών κομμάτων που θα εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος, αφ’ετέρου δε για να διασφαλίσει ότι στις εκλογές δεν θα ανακηρύσσονται από το αρμόδιο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου οι συνδυασμοί εκείνων των πολιτικών κομμάτων, τα οποία αποδεδειγμένα πλέον, με βάση δικαστική απόφαση, δεν πληρούν πράγματι τις ως άνω συνταγματικές προδιαγραφές.

Με άλλα λόγια, αυτό που προτείνω δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από το να εγκαταλειφθεί η θεσμική εθελοτυφλία που αποτυπώνεται στο εξής απλό ερώτημα: είναι δυνατόν να μπορεί να απαγορευθεί, όπως ισχύει σήμερα, η κάθοδος στις εκλογές ενός κόμματος, με βάση αυτά που λέει ή δεν λέει στο καταστατικό του ως προς την οργάνωση και την δράση του (ή ακόμη και με βάση το όνομά του, όπως συνέβη στην περίπτωση του «νεοφασιστικού κόμματος»), αλλά να διατυπώνονται διάφορες αδικαιολόγητες επιφυλάξεις κάθε φορά που προτείνεται να αλλάξει απλώς η σχετική ρύθμιση, ώστε να προβλεφθεί ένας ουσιαστικότερος και δραστικότερος έλεγχος -από δικαστικά όργανα και με μείζονες διαδικαστικές εγγυήσεις- τόσο ως προς τον έλεγχο της οργάνωσης και δράσης των κομμάτων (ώστε να αποτραπούν «τάγματα εφόδου») όσο και ως προς το τυχόν εγκληματικό -εις βάρος της Δημοκρατίας- παρελθόν των στελεχών και των υποψηφίων του; Και γιατί άραγε ο έλεγχος αυτός να περιορίζεται μόνο στην αρχική κάθοδο ενός κόμματος στις εκλογές και να μην μπορεί να επεκταθεί και στην κάθε φορά ανακήρυξη των συνδυασμών του, ώστε να ελέγχονται οι τυχόν βίαιες και εγκληματικές ενέργειες που έχουν διαπράξει, στο ενδιάμεσο διάστημα, είτε το ίδιο το κόμμα, ως μανδύας εγκληματικής οργάνωσης, είτε τα στελέχη του; Από που προκύπτει δηλαδή, εν τέλει, ότι με βάση το Εκλογικό Δίκαιο μπορούν μεν να ελεγχθούν οι δηλώσεις και οι καταστατικές αρχές ενός κόμματος -ως προς την οργάνωση και την δράση του- αλλά δεν μπορεί να ελεγχθεί, σε οποιοδήποτε επόμενο πρόσφορο εκλογικό στάδιο, η έμπρακτη και δικαστικά αποδεδειγμένη προσβολή της ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύματος;

Με βάση τα ανωτέρω, είναι νομίζω καιρός πρώτον να ξεφύγουμε από αυτές τις ερμηνευτικές αγκυλώσεις (τις οποίες αν προεκτείνει κανείς θα μπορούσε να ισχυρισθεί, ελαφρά τη καρδία, ότι ούτε καν η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, περί σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, δεν θα μπορούσε να εξειδικευθεί νομοθετικά, καθώς ούτε εκεί προβλέπεται επιφύλαξη του νόμου…) και δεύτερον να συνειδητοποιήσουμε ότι οι επιβαλλόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις, μέσω του Εκλογικού Δικαίου, δεν αναφέρονται επουδενί στην ιδεολογία ενός κόμματος, όσο αντιδημοκρατική και αν είναι, διότι τότε θα επρόκειτο για «κυνήγι μαγισσών». Αναφέρονται αντίθετα σε «οργάνωση και δράση», δηλαδή σε προετοιμασία και εκτέλεση βίαιων και εγκληματικών πράξεων κατά της Δημοκρατίας.

Ειδικότερα, και συνοψίζοντας πλέον, η προστασία της Δημοκρατίας επιτάσσει να αναληφθεί μια πρόσθετη νομοθετική πρωτοβουλία, που θα συμπληρώσει αυτήν για την στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων και θα ολοκληρώσει έτσι την θεσμική θωράκισή της μέσω του Εκλογικού Δικαίου. Με βάση δε αυτήν, το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, που θα είναι πλέον αρμόδιο για τον έλεγχο της συνδρομής των ως άνω συνταγματικών προϋποθέσεων του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, τόσο όταν ιδρύεται ένα κόμμα όσο και όταν ανακηρύσσονται οι συνδυασμοί του, δεν θα επιτρέπει την κάθοδο στις εκλογές και δεν θα προβαίνει σε ανακήρυξη, αντίστοιχα, εκείνων των κομμάτων που η οργάνωση και η δράση τους αποδεδειγμένα -βάσει δικαστικής απόφασης- δεν εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Και τέτοια κόμματα, προεχόντως, πρέπει κατά την άποψή μου να θεωρούνται αυτά των οποίων η ηγεσία και οι υποψήφιοι έχουν καταδικασθεί για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ή οργάνωσης που αποσκοπεί στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Αυτό δε ισχύει, βεβαίως, όχι μόνον όταν το κόμμα ταυτίζεται κατ’ουσίαν, με την εγκληματική οργάνωση αλλά και όταν πρόκειται για φαινομενικά νέο κόμμα, στην ηγεσία και στους συνδυασμούς του οποίου μετέχουν οι ως άνω καταδικασθέντες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, η προστασία της Δημοκρατίας επιβάλλει να αρκεσθούμε ακόμη και σε απλώς οριστική απόφαση, δεδομένου ότι το άρθρο 29 δεν περιέχει καμία πρόβλεψη περί αμετάκλητης καταδίκης, όπως το άρθρο 51 παρ. 3, που αφορά αποκλειστικά και μόνον τους υποψηφίους. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί βέβαια ότι έτσι εισάγεται στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι από το παράθυρο, μέσω της ρύθμισης της ανακήρυξης των κομμάτων. Ωστόσο αυτό ουδόλως ευσταθεί, διότι τίποτε δεν αποκλείει οι καταδικασθέντες να κατέρχονται στις εκλογές ως μεμονωμένοι υποψήφιοι, ακόμη και με βελτίωση, δυνητικά, των σχετικών προϋποθέσεων του εκλογικού συστήματος.

Εν κατακλείδι, η Δημοκρατία πρέπει να είναι ανεκτική αλλά δεν πρέπει να είναι αφελής και επιπόλαιη. Πολλώ δε μάλλον δεν πρέπει να υποκύπτει σε έναν «μη μου άπτου» νομικό φιλελευθερισμό, που βλέπει το δένδρο -τα δικαιώματα των καταδικασθέντων και των εγκληματικών τους οργανώσεων που παριστάνουν τα πολιτικά κόμματα- αλλά χάνει το δάσος, δηλαδή την απόπειρα ανατροπής των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών θεμελίων του πολιτεύματος με βίαιες εγκληματικές ενέργειες. Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής μπορεί όντως να βρίσκεται σε πολιτική αποδρομή. Τίποτε όμως δεν αποκλείει, εν όψει και των τεράστιων οικονομικών δυσκολιών που θα αντιμετωπίσουμε και στο μέλλον -αλλά και εν όψει της «ιδεολογίας του εσωτερικού εχθρού» που συνεχίζουν δυστυχώς να καλλιεργούν τα δύο μεγάλα κόμματα- να μας προκύψει ένα νέο νεοναζιστικό μόρφωμα, που θα οργανώσει νέα τάγματα εφόδου και νέα δολοφονικά πογκρόμ, προβάλλοντας σαν ήρωες τους εγκληματίες και σαν πολιτική δίωξη την καταδίκη τους.

Και είναι αλήθεια βέβαια ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι νομοθετικές παρεμβάσεις από μόνες τους δεν αρκούν. Τουλάχιστον όμως η Δημοκρατία μας δεν πρέπει να δώσει την χαρά σε ένα τέτοιο μόρφωμα να συμπεριλάβει στην ηγεσία του και στους συνδυασμούς του αυτούς που διηύθυναν χωρίς κανέναν ενδοιασμό μια τόσο αδίστακτη εγκληματική οργάνωση, όπως η Χρυσή Αυγή, και επομένως διαθέτουν κατά κόρον το “know how”, ώστε να το επαναλάβουν…

(Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR