Η κατάρα των non papers: ΜΜΕ χωρίς πληροφορίες δημοσιογράφοι χωρίς τσίπα, κυβέρνηση χωρίς έλεγχο

Του Γ. Λακόπουλου

«Το «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» θα μας πάρει και θα μας σηκώσει όλους στο τέλος και δεν έχουμε πού να κρυφτούμε», έγραψε  στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, από τους πιο παρεμβατικούς δημοσιογράφους της γενιάς του.

Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να πει, όταν κάποια ΜΜΕ εμφάνισαν ως πληροφορίες τους όσα ανέφερε ένα Δελτίο Τύπου της Αστυνομίας για την ένστολη βία στη Νέα Σμύρνη. Ήταν τόσο «αξιόπιστες» ώστε ούτε καν ο Μιχ. Χρυσοχοΐδης δεν τις επικαλέστηκε.

Λίγο αργότερα, από τα συμφραζόμενα του απρόσεκτου Κυρανάκη -που αναγκάσθηκε να επιβεβαιώσει η κυβερνητική εκπρόσωπος- προέκυψε ότι η αστυνομία διοχετεύει στοιχεία πολιτών- των φρονημάτων τους συμπεριλαμβανομένων – στη ΝΔ,  που με τη σειρά της τα διοχετεύει στους βουλευτές της για να επιχειρηματολογούν στην τηλεόραση.

Και στις δυο περιπτώσεις έχουν κατασκευασθεί «γεγονότα» σε κάποιο κέντρο προπαγάνδας και διοχετεύονται στη συνέχεια στην επικαιρότητα.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική οδό, δεν περίμενε κανείς τίποτε καλύτερο από ένα κόμμα που θεωρεί το κράτος ιδιοκτησία του.

Οι δημοσιογράφοι όμως μέχρι πότε θα εξαπατούν τους πολίτες και θα διασύρονται και οι ίδιοι με τα διαβόητα non papers -την κατάρα που εισήγαγε στην ενημέρωση το σύστημα Σημίτη και μετέτρεψε σε αποκλειστική πηγή πληροφόρησης -ο Θεός να τη κάνει- για τα οικεία ΜΜΕ το σύστημα Μητσοτάκη;

Ας πούμε ότι οι πολιτικοί έχουν ανάγκη να τους υποδείξει κάποιος τι θα λένε- στα καφενεία παλιότερα στην τηλεόραση σήμερα. Τουλάχιστον για να τα λένε ομοιόμορφα και στην ίδια γραμμή.

Οι δημοσιογράφοι όμως από ποιον υποχρεώνονται να εμφανίζουν ως προϊόν της δουλειά τους όσα τους έχουν στείλει κάποιοι άλλοι; Δεν ντρέπονται – ως επαγγελματίες- όταν ίδιο θέμα εμφανίζεται με πανομοιότυπες διατυπώσεις σε μια σειρά ΜΜΕ; Φως φανάρι ότι το έγραψε ο ίδιος άνθρωπος και υπηρετεί την ίδια προπαγάνδα.

Τι είδους αρχισυντάκτες και διευθυντές υπάρχουν σ’ αυτά τα ΜΜΕ όταν δεν παίρνουν είδηση -ή αποδέχονται αν δεν υποχρεώνουν κιόλας- ο συντάκτης τους να γράφει ακριβώς τα ίδια με όσα γράφονται στα υπόλοιπα ΜΜΕ;  Ήτοι όχι μόνο δεν έκανε ρεπορτάζ, αλλά ο μόνος κόπος που κατέβαλε ήταν για το  copy-paste.

Σε παλιότερες εποχές ήταν αδιανόητο πολιτικός συντάκτης να εμφανιστεί σε σύσκεψη, υπό τον διευθυντή του, με τα χαρτιά που του έστειλε η κυβέρνηση προς… δημοσίευση στα χέρια.

Θα έβλεπε αμέσως την έξοδο αν αντί για ρεπορτάζ, προσπαθούσε να πλασάρει την κυβερνητική άποψη. Ή είχε πληροφορίες ή δεν είχε.  Όσα έλεγε η κυβέρνηση δεν γινόταν δεκτά εκτός αν ήταν συγκεκριμένη είδηση. Αλλά και αυτή τελούσε πάντα υπό επεξεργασία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε απόγευμα έφταναν στις εφημερίδες σελίδες επί σελίδων με την απομαγνητοφώνηση όσων είπε στο «πρες ρουμ» ο  κυβερνητικός εκπρόσωπος και σε όλα τα μέσα κατελησαν στο καλάθι των αχρήστων. Εκτός αν επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν εναντίον του.

 Όσες εφημερίδες ήθελαν να στηρίξουν τη κυβέρνηση το έκαναν με τα δικά τους κείμενα, το δικό τους  ρεπορτάζ, τις δικές τους πληροφορίες.

Δεν αναμασούσαν τα κακογραμμένα κείμενα που τους έστελναν αποτυχημένοι δημοσιογράφοι που είχαν εγκατασταθεί στο υπόγειο του Μεγάρου Μαξίμου και παρήγαγαν την ύλη της επόμενης μέρας για όσους δημοσιογράφους και όσα ΜΜΕ δεν είχαν τσίπα.

Κάποτε τα non papers είχαν την έννοια της άτυπης ενημέρωσης, συνήθως off the record και πάντως όχι προς δημοσίευση. Κάποιοι προσπαθούσαν να πείσουν ή να επηρεάσουν τον δημοσιογράφο. Όχι να τους υποδείξουν τι ακριβώς θα γράψει. Θα τους έπαιρνε ο διάολος…

Ήταν η εποχή που οι πολιτικοί συντάκτες τουλάχιστον είχαν επιβάλει στους υπουργούς Τύπου να τους σέβονται.  Δεν θα τολμούσαν να στους στείλουν γραπτά τι θα προβάλουν και με ποιες διατυπώσεις.

 Όπως δεν θα τολμούσε πολιτικός να ζητήσει συνέντευξη με… γραπτές ερωτήσεις, τις οποίες ενίοτε διατυπώνει μόνος του και εν συνεχεία απαντάει, για να δημοσιευθούν με μια φωτογραφία, που σε ειδικές περιπτώσεις βγάζει με τον συνεντευξιαζόμενο.

 Όποιος δημοσιογράφος ζητούσε συνέντευξη από πολιτικό, ήξερε ότι θα έπρεπε να μπει και στον κόπο της απομαγνητοφώνησης.

Ύστερα ήλθε η κατάπτωση. Ορισμένοι δημοσιογράφοι στα ψηλά κλιμάκια των εφημερίδων και σε κάποια ρεπορτάζ μετέτρεψαν τη δουλειά τους σε μηχανισμό πλουτισμού τους. Αυτό προϋπόθετε συναλλαγή με την κυβέρνηση.

Έτσι η παλιά επαφή για ρεπορτάζ στην οποία ο καλός δημοσιογράφος αντάλλασσε την πληροφορία που πήρε με κάποια μεταγενέστερη προβολή  της πηγής του στην καλύτερη περίπτωση -και με προσοχή για να μην την αποκαλύψει- πήρε τη μορφής της τυφλής και άκριτης δημοσίευσης των σκουπιδιών αυτοπροβολής που πλασάρονται από την πηγή. Αυτή πλέον ανταποδίδει στον δημοσιογράφο με διευκολύνσεις που δεν έχουν σχέση με τη δημοσιογραφία.

Βρομάει ο τόπος από παραδείγματα τέτοιου είδους,  που δεν κρύβουν άλλωστε τα σύμβολα αυτού που ο αείμνηστος Διαμαντής Πεπελάσης έλεγε «αγροίκο πλούτο».

Οι επικεφαλής των εφημερίδων- όταν δεν το έκαναν και οι ίδιοι- το ανέχθηκαν. Όταν τα ΜΜΕ έγιναν παραρτήματα άλλων δραστηριοτήτων αυτές οι συναλλαγές  δημοσιογράφων πολιτικών έγιναν  τρόπος … εργασίας. Μπορούσε να πάρει και έπαινο ο δημοσιογράφος που έγραψε μόνο όσα ήθελε η κυβέρνηση να γραφούν ή τα υπαγόρευσε με δικά της κείμενα. Είτε γιατί «το θέλει το αφεντικό», είτε γιατί εξυπηρετούν τον δημοσιογράφο.

Σαν τώρα -όχι- καλή ώρα.