Η Κλάψα ως Μεταφυσική και η Αριστερά – “Τα δάκρυα μου είναι καυτά”

Και ο Τζακ ΣΥΡΙΖΑ!

Του Μάνου Στεφανίδη

ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΜΑΝΟΣ“Οι συμφορές ατέλειωτες

Δεν έχει ο κόσμος άκρη

Φεύγουν οι μέρες μου βαριές

 Σαν της βροχής το δάκρυ…”

Στην τελευταία, ιστορικής σημασίας, συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων οι βουλευτές του Σύριζα ψήφιζαν μαζικά κλαίγοντας, ψήφιζαν μέσα σε λυγμούς και δάκρυα, ψήφιζαν και με τα δύο χέρια, αλλά βουρκωμένοι, ψήφιζαν όλα αυτά που ταυτόχρονα κατήγγελλαν ως δωσιλογικά, προδοτικά και αβάσταχτα και για την κοινωνία και τους εργαζομένους. Πρόκειται για ένα γελοίο μεν κατανοητό όμως γεγονός που αποδεικνύει πόσο κοντά είναι η άσκηση της σύγχρονης πολιτικής με το θέατρο, τις τακτικές παραπλάνησης, αιφνιδιασμού και παραπληροφόρησης και γενικά όλα αυτά τα στρατηγήματα τα οποία μηχανεύεται η προπαγάνδα και το μάρκετινγκ της Εξουσίας για να μανιπουλάρει, για να εξαναγκάσει, για να εξανδραποδίσει και για να πειθαναγκάσει, εντέλει, το πόπολο. Σε προηγούμενο κείμενο αναλύσαμε την προέλευση του διαρκούς γέλιου των Συριζαίων ως απότοκου της βαθιάς ευτυχίας του να είσαι πλέον εξουσία. (Προσέξτε το διαρκές, αφ’ υψηλού μειδίαμα της κυρίας Τασίας της αντιπροέδρου της Βουλής).Τα άκαιρα γελάκια και τα επαναληπτικά χάχανα της κυβέρνησης έχουν αρχή και – όπως εικάζω – τέλος το χαμόγελο του παιδιού, το ακαταμάχητο μειδίαμα του πρωθυπουργού. Το μέγιστο πολιτικό του επιχείρημα. Το κλάμα όμως, ο πόνος, το μαράζι, η μίρλα, ώρες ώρες, η κλάψα, κάποιες άλλες, έρχονται από το βάθος του χρόνου και έχουν τεράστια παράδοση στην ιστορία της αριστεράς. Αποτελούν τρόπο την βαθύτερη μοίρα της, την καταγωγική κληρονομιά της, την μεταφυσική της. Και ναι μεν αντιλαμβάνομαι ότι η αριστερά εξ ορισμού είναι με το μέρος των αδικημένων και των κατατρεγμένων. Κοινό της, ipso facto, είναι οι άνθρωποι που έχουν υποφέρει και έχουν πονέσει πολύ στη προσπάθεια τους να επιβιώσουν. Είναι όμως αυτός λόγος για να αισθάνεται και η ίδια η αριστερά, ως άποψη, ιδεολογία και εξουσία, αδικημένη και κατατρεγμένη; Μπορεί το κλάμα να πνίγει τον ορθό λόγο και ο λυγμός την κοινή λογική; Μπορεί να είναι υποκριτικό άλλοθι στις λογής κωλοτούμπες; Επιτρέπεται, με άλλα λόγια, ένα” σύνδρομο Ξανθόπουλου” προερχόμενο από την φιλμογραφία του ’60 και του ’70, να ταλανίζει την πολιτική – και την αισθητική – του σήμερα; Η ελληνική αριστερά έχει και ένα ακόμα γνώρισμα: Είναι ηττημένη στο πεδίο της μάχης και ταπεινωμένη σε φυλακές και εξορίες όπου χιλιάδες ανθρώπινα δράματα χρωμάτισαν επί χρόνια συμπεριφορές και νοοτροπίες. Ο καλός αριστερός άρα οφείλει να είναι σύννους όπως ο σ. Κουτσούμπας. Αποφεύγει τα χαζοχαρούμενα γέλια και επενδύει στον πόνο. Ακούει τον Καζαντζίδη και όχι τον Γιάννη Βογιατζή ή τον Δάκη και ξέρει ότι “το μερτικό του απ´ τη χαρά το έχουν πάρει άλλοι …” Τέλεια και παύλα. Επειδή …στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή. Και από Δευτέρα πάλι, πίκρα και σκοτάδι … Αχ νάταν η ζωή μας Σαββατόβραδο! Κι ο Χάρος να έρχονταν μια Κυριακή το βράδυ! Αυτή η αισθητική και αυτή η άποψη έχουν γαλουχήσει γενιές και γενιές ” πονεμένων” δημιουργώντας αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί ψευδή ιδεολογία σε τρόπον ώστε στις αρχές του 2000 πρωτοκλασάτοι, σημιτικοί υπουργοί, ο Βενιζέλος και ο Παπαντωνίου, αγκαλιά με τον Λιάνη να τραγουδάνε βουρκωμένοι στις γιορτές των Πρεσπών : Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη … Ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ … Μας κυνήγησες (sic)! Γι’ αυτό σας λέω . Είναι οντολογικό το κακό! Επίσης ο λαϊκός βάρδος απηχώντας σαφώς άλλες εποχές και συνθήκες απαξιώνει τη χαρά της εργασίας θεωρώντας την a priori βάσανο και σκλαβιά. Εκμετάλλευση και τιμωρία. Άλλο όμως να δουλεύεις στη φάμπρικα μόλις χαράξει κι άλλο αργόμισθος σε ΔΕΚΟ με πλαστό πτυχίο και μισθό ακαδημαϊκού. Άλλο να είσαι στα ορυχεία του Βελγίου κι άλλο υπάλληλος στην Εφορία Παλαιού Φαλήρου. Και τώρα που κράτος και συνδικαλιστές έκλεισαν και φάμπρικες και επιχειρήσεις και εργοστάσια και μονάδες παραγωγής και ναυπηγεία , τί κάνουμε; Κλαίμε και αυτή τη φορά υπάρχει αποχρών λόγος! Επειδή αντιλαμβάνεται πια ο καθένας, σήμερα, με τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους και την αγωνία για επαγγελματική αποκατάσταση, το μέγεθος της παρανόησης. Η εργασία δεν είναι μόνο μόχθος και ιδρώτας αλλά είναι και χαρά και αυτοπραγμάτωση και έκφραση και προσφορά στο σύνολο και βαθύτερη ατομική δικαίωση. Εκτός κι αν η μόνη, υπαρκτή και συμπαθής, μορφή εργασίας είναι το δια βίου βόλεμα στο Δημόσιο και οι χιλιάδες κομματικοί διορισμοί κολλητών με άδηλες όσο και προκλητικές απολαβές. ´Η, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί του ΠΑΣΟΚ με τους αγρότες στα καφενεία και τους Πακιστανούς ή τους Αλβανούς στα χωράφια. Γιατί αυτό είναι το αποτέλεσμα της τραγικής νοοτροπίας που διαμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και σχετίζεται με την ήσσονα προσπάθεια, την έλλειψη παραγωγικών πρωτοβουλιών και την ανάδειξη του κράτους ως του απόλυτου εργοδότη τόσο για τους μισθωτούς όσο και για τους επιχειρηματίες! Το κράτος σταθερά να υπερδανείζεται – συχνά υποθηκεύοντας τα τιμαλφή του – ή να απορροφά κοινοτικά κονδύλια μόνο και μόνο για να διορίσει όλο και περισσότερους ” οπαδούς” χωρίς κανένα ορθολογισμό ή πρόγνωση των αληθινών αναγκών δημιουργώντας ένα υπερτροφικό, πολυδάπανο Δημόσιο. Και από την άλλη οι συνδικαλιστές να απαιτούν όλο και περισσότερα υπέρ των συντεχνιών που εκπροσωπούν χωρίς καμία φροντίδα για το γενικότερο συμφέρον, χωρίς στοιχειώδη συνείδηση αλληλεγγύης. Κοινωνικές ομάδες, τυφλωμένες από πόλωση τεχνητή, η μια εναντίον της άλλης και όλες εναντίον ενός κράτους θλιβερά χρεοκοπημένου. Ιδού τα αποτελέσματα του χρόνιου λαϊκισμού, της κολακείας του συλλογικού θυμικού – ο πάντα αθώος και πάντα αδικημένος λαός που οι ξένοι επιβουλεύονται – και του εθισμού σε βολικούς αλλά άκρως επικίνδυνους μύθους. “Και συ λαέ βασανισμένε” που τραγουδούσε στη Χούντα ο Μίκης αλλά τώρα τα βάσανα της δικτατορίας μεταμορφώθηκαν στην καψούρα του σκυλάδικου και στο “δράμα” όσων δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές των περιοδικών του Κωστόπουλου ως προς τη γκλαμουριά και τη μούρη. Η επικράτεια του φραπέ και η επιβολή της “διασκέδασης” με όρους σχεδόν καταναγκασμού. Όπως αντιμετώπιζε κάποτε η Αριστερά την εργασία! Ιδού η εθνική παράνοια αλλά και οι κυρίαρχοι μύθοι της Μεταπολίτευσης που μας έφεραν ως εδώ Μύθους που άλλωστε αναπαρήγαγαν και προπαγάνδιζαν επί δεκαετίες και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ιδιωτικά και δημόσια, με πρωταγωνιστές αυτής της εξαπάτησης τους δημοσιογράφους οι οποίοι σε ρόλο διανοούμενων στην θέση των εκλιπόντων διανοουμένων και ως οι μοναδικοί καθοδηγητές της κοινής γνώμης, έπαιξαν κυριολεκτικά το πλέον άσχημο παιχνίδι επισημοποιώντας τα ψεύδη της εξουσίας και αποσιωπώντας την πιο συγκλονιστική είδηση: Την χρεοκοπία δηλαδή και την βαθιά παρακμή της χώρας… Να γιατί μια χώρα που δεν παράγει ούτε κορδόνια και έχει άθλια παιδεία και αθλιότερη τηλεόραση, διαθέτει στρατούς ολόκληρους δημοσιογράφων! Για να στελεχώνει το ασήμαντο και να θεσμοποιεί το χυδαίο και το ψεύδος. Και έπειτα; Έπειτα οι δημοσιογράφοι έγιναν βουλευτές και υπουργοί στη θέση των δικηγόρων και των γιατρών. (Ο Τσίπρας έχει τουλάχιστον τρεις στη κυβέρνηση του). Και έπειτα; Έπειτα ήρθαν τα δάκρυα!

ΥΓ1. Ως δημόσιος υπάλληλος έχω και εγώ εμπειρία αργομισθίας. Επί δέκα ολόκληρα χρόνια η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης με είχε στο ψυγείο χωρίς να μου αναθέτει εργασία επειδή …ασκούσα κριτική. Στην τακτική αυτή συναινούσε και ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευ. Βενιζέλος. Βλέπετε, η διοίκηση αλλοτριώνει τους υπαλλήλους κι όχι αντίστροφα. Εξ ου και το προσωπικό μου μένος.

ΥΓ2. Και το αποκορύφωμα του δράματος, ο κολοφώνας που κλάματος, το ύστατο επιχείρημα και γι’ αυτό το πιο χυδαίο: Άμα πέσουμε “εμείς” θα έρθουν οι” άλλοι”. Λες και εμείς ονειρευόμασταν και αγωνιζόμασταν επί 40 χρόνια για να γίνουν απλώς οι Κατρούγκαλοι και οι Σπίρτζηδες υπουργοί και για να ψηφίζουν νέα, χειρότερα μνημόνια οι δηθεναριστεροί. Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν αν θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αλλά εάν δεν θα εξαθλιωθούν περαιτέρω τα λαϊκά στρώματα, δεν θα εξοντωθούν οι παραγωγικές τάξεις και δεν θα βουλιάξει εντελώς η χώρα. Γιατί τότε τα δάκρυα όλων μας θα είναι αληθινά.