Η μαφία των Τιράνων, τα Λονδρέζικα real estate και η εξαφάνιση της μεσαίας τάξης στην Ευρώπη

Του Διογένη Λόππα

Αν και τους τελευταίους μήνες, έπειτα από αφόρητες πιέσεις κυρίως της Γαλλίας (προκειμένου η Αλβανία να λάβει επιτέλους την ιδιότητα του υποψήφιου προς ένταξη μέλους) η κατάσταση φαίνεται να ατονεί κάπως, είναι ευρύτερα γνωστό ότι εδώ και τουλάχιστον πέντε έτη η βασική πύλη εισόδου της παγκόσμιας παραγωγής ναρκωτικών για την Ευρώπη είναι η Αλβανία.

Αυτή η αποστολή αποδείχθηκε σχετικά εύκολη υπόθεση, καθώς τα εγχώρια καρτέλ, ελεγχόμενα πλήρως από το βαθύ τουρκικό παρακράτος, ήλεγχαν ολοκληρωτικά, όχι μόνο την αστυνομία και τις λιμενικές ή ελεγκτικές αρχές, αλλά ακόμα και την ίδια την κυβέρνηση. Οι απευθείας επαφές υπουργών της Αλβανικής κυβέρνησης με τη μαφία των ναρκωτικών έχουν επανειλημμένα εμφανιστεί σε δικογραφίες ανά τον κόσμο και το ερώτημα που πλανάται σαν μαύρο σύννεφο πάνω από τα Τίρανα δεν είναι αν κάποιοι ήταν περισσότερο διεφθαρμένοι από όσο αντέχει το σύστημα, αλλά αν τελικά ο ίδιος ο Αλβανός πρωθυπουργός είναι ή όχι η κεφαλή του οργανωμένου εγκλήματος.

Αν η είσοδος της πρώτης ύλης, η επεξεργασία σε τοπικά εργαστήρια και η εξαγωγή στην Ευρώπη αποδείχθηκε piece of cake, το δύσκολο μέρος της εξίσωσης ήταν το καθάρισμα των χρημάτων. Πρόκειται για μερικά δις ευρώ, αν και όπως αναφέρουν οι ελάχιστοι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι που δεν έχουν ακόμα εξαγοραστεί, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αυτών πληρώνει τις τουρκικές περιπέτειες της Συρίας και την Λιβύης και ταΐζει τις οικογένειες των φανατικών τζιχαντιστών σε πλήθος χωρών της μέσης ανατολής, της Αφρικής και των Βαλκανίων μέσω των τζαμιών που πετάγονται σαν μανιτάρια στις περιοχές αυτές.  

Το υπόλοιπο μέρος, αυτό που αφορά δηλαδή την προμήθεια των εγχώριων εργαστηρίων, καθαρίζεται στο δήμο Τιράνων και κατευθύνεται σε αγορές ακινήτων στο εξωτερικό. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί διάφορες απίθανες εταιρίες οι οποίες αναλαμβάνουν φαραωνικά έργα καλλωπισμού της Αλβανικής πρωτεύουσας με βασικούς μετόχους κάποιους άσημους αχυρανθρώπους. Για παράδειγμα μια τέτοια εταιρία αναλαμβάνει να φυτέψει μερικές χιλιάδες δέντρα ή να διαμορφώσει μερικά δημόσια πάρκα. Το ποσό που πληρώνει ο δήμος ακούγεται πάντα εξωφρενικό ακόμα και για τα δυτικά δεδομένα, πλην όμως υπάρχει πάντοτε κάποια δωρεά των χρημάτων αυτών είτε από το Κατάρ (αόριστα και χωρίς περισσότερα στοιχεία), είτε τις περισσότερες φορές από την περιβόητη TIKA (κρατική υπηρεσία για θρησκευτικές υποθέσεις του εξωτερικού του καθεστώτος Erdogan).

Με τον απλό αυτό τρόπο ο δήμος Τιράνων καλύπτει την αναμενόμενη λογιστική τρύπα στα οικονομικά του, χωρίς βέβαια ποτέ στην πραγματικότητα να έχουν έρθει ή να έχουν ξοδευτεί αυτά τα χρήματα. Για την λογιστική αυτή εξυπηρέτηση, ο δήμος Τιράνων πλημμυρίζει το κέντρο της πόλης με τουρκικές σημαίες και με πλακέτες που ευχαριστούν την TIKA για την ”προσφορά” της. Στη συνέχεια ο δήμος εκδίδει ένα παχυλό τιμολόγιο προς την απίθανη εταιρία. Η εταιρία προσκομίζει το τιμολόγιο σε γνωστή (τελευταίας κοπής) εγχώρια τράπεζα πιστή στο καθεστώς Rama (οι κακές γλώσσες αναφέρουν ότι πρόκειται για τράπεζα ”συμφερόντων οικογένειας Rama”) μαζί με τις σακούλες των μετρητών από το επικερδές λαθρεμπόριο. Το πρώτο ξέπλυμα γίνεται από την κεντρική τράπεζα της Αλβανίας η οποία βεβαίως δεν είναι ανεξάρτητη όπως ορίζει το σύνταγμα και απαιτούν οι διεθνείς κανόνες, αλλά υπηρετεί τυφλά το καθεστώς. Η κεντρική τράπεζα λοιπόν νομιμοποιεί τις ύποπτες συναλλαγές έπειτα από τους καθιερωμένους ”ελέγχους”. Στη συνέχεια τα χρήματα μεταφέρονται μέσω εμβασμάτων σε φορολογικούς παραδείσους (Cayman, Delaware, κλπ)και από εκεί, μετά το δεύτερο ξέπλυμα, κατευθύνονται προς τις αγορές ακινήτων των μεγάλων Ευρωπαϊκών πρωτευουσών και ιδιαίτερα του Λονδίνου. Αν κατά λάθος κάποια ελεγκτική αρχή του εξωτερικού πέσει πάνω στη συναλλαγή, πιθανόν θα πειστεί για τη νομιμότητά της πιστώνοντάς την ως έσοδο από ανάληψη δημοσίου έργου που έχει ήδη ελεγχθεί από την κεντρική τράπεζα της χώρας προέλευσης.

Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι να καταγγείλει τις πρακτικές αυτές ή να σπιλώσει την αλβανική κυβέρνηση, πρόκειται απλά για αναπαραγωγή των διατυπώσεων της αντιπολίτευσης. Όποιος ενδιαφέρεται να ρίξει μια ματιά στα αποδεικτικά στοιχεία, αρκεί να επικοινωνήσει είτε με το Δημοκρατικό κόμμα της γειτονικής χώρας (αξιωματική αντιπολίτευση), είτε με την προεδρία της δημοκρατίας στα Τίρανα. Και οι δύο θεσμοί έχουν επανειλημμένα καταγγείλει όλα τα παραπάνω και έχουν στοιχειοθετήσει τις κατηγορίες τόσο με τηλεφωνικές υποκλοπές, όσο και με μαρτυρίες πρώην δημόσιων λειτουργών, στελεχών της αστυνομίας και δημοσιογράφων. Ο λόγος για τον οποίο οι κατηγορίες αυτές δεν έχουν (ακόμα) ερευνηθεί από την Αλβανική δικαιοσύνη είναι ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητη Αλβανική δικαιοσύνη, αλλά ένα φοβικό πρακτορείο που περιμένει εντολές από το καθεστώς για να λειτουργήσει. Επίσης λέγεται ότι στη δυσώδη υπόθεση είναι αναμεμιγμένα στελέχη της Ε.Ε. αλλά και αμερικανικές υπηρεσίες, συνεπώς Ευρωπαίοι και Αμερικανοί έχουν κάθε λόγο να κρατούν την ένταση χαμηλά. Επίσης Ευρωπαίοι και Αμερικανοί επιθυμούν διακαώς να εξασφαλίσουν γεωπολιτικά το Αλβανικό οικόπεδο και είναι πρόθυμοι να συγχωρήσουν τυχόν ατασθαλίες, όπως έπραξαν και παλαιότερα προκειμένου να δημιουργήσουν, εξοπλίσουν και εκπαιδεύσουν τον εθνικιστικό UCK στο Κόσοβο.

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να διερευνήσει την πηγή των συμφορών μας, ως Ευρωπαίων πολιτών της εργατικής/υπαλληλικής τάξης, δηλαδή της πλειοψηφίας και αυτού που ονομάζουμε ”κανονικοί άνθρωποι”και παλαιότερα ”μεσαία τάξη”.  Αν δηλαδή όλοι μας αναρωτιόμαστε τι στο διάβολο στράβωσε, τι δεν πήγε καλά σε αυτό το φιλόδοξο όραμα της Ένωσης και γιατί πίσω στο χρόνο είχαμε καλύτερα εισοδήματα, ασφαλέστερη ζωή και αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες, η απάντηση ίσως δεν είναι (μόνο) ο άπληστος θατσερισμός, οι επί της γης Όρμπαν ή το αιώνιο, άνοστο πια, δίλημμα ”αριστερά – δεξιά”. Μεγάλο ποσοστό της απάντησης βρίσκεται στην παραπάνω εξιστόρηση.

Αντιλαμβάνεστε ότι η γειτονική μας χώρα δεν είναι η μόνη διεφθαρμένη χώρα του πλανήτη. Ουσιαστικά πίσω από κάθε αυταρχικό καθεστώς κρύβεται πολλή διαφθορά, πολύ μαύρο χρήμα και πολλοί πρόθυμοι αχυράνθρωποι. Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Τουρκία, Σαουδάραβες και δεκάδες άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες χώρες με υποτυπώδεις ή καθόλου κανόνες στη λειτουργία της διοίκησής τους, υποθάλπουν συνειδητά ή ακούσια δεκάδες μικρές ή μεγαλύτερες συμμορίες που στην προσπάθειά τους να ξεπλύνουν τα παράνομα κέρδη τους καταφεύγουν στο παράδειγμα της Αλβανίας.

Το αποτέλεσμα είναι τα χρήματα αυτά να καταλήγουν στις δικές μας γειτονιές και να μετατρέπονται σταδιακά σε αυτό που κάποτε ήταν το κέντρο των πόλεών μας, των δραστηριοτήτων μας και των ονείρων μας. Έτσι είμαστε σήμερα κυριολεκτικά διωγμένοι από τις γειτονιές που μεγαλώσαμε, ερωτευθήκαμε και σταδιοδρομήσαμε. Το χειρότερο όλων είναι ότι το φαινόμενο αντί να υποχωρεί μεγαλώνει και αρχίζει σταδιακά να επεκτείνεται και πέραν του κέντρου, αυξάνοντας αλόγιστα τις τιμές των ακινήτων στις πόλεις της Ευρώπης. Τα διάσημα πανεπιστήμια αρχίζουν να μετατρέπονται σε φυτώρια μιας νέας μαφίας (κάνετε μόνο τον κόπο να δείτε τις χώρες καταγωγής της πλειοψηφίας των σπουδαστών και θα καταλάβετε). Οι ξεπλυμένοι από τις αμαρτίες των γονιών νεανίες στη συνέχεια αναλαμβάνουν ακριβοπληρωμένες θέσεις σε τράπεζες, ναυτιλιακές, funds, εταιρίες real estate ενώ οι πιο φιλόδοξοι αγοράζουν πίσω στις χώρες τους πολιτικές καριέρες ως βουλευτές, υπουργοί, ακόμα και πρωθυπουργοί.

Όλοι εμείς οι υπόλοιποι ερχόμαστε αντιμέτωποι με εξωπραγματικές τιμές στέγασης, με καταστήματα στα οποία δεν μπορούμε να μπούμε ούτε στο χωλ και γενικά γευόμαστε μια αίσθηση αποξένωσης, αμφισβήτησης, απέχθειας και τελικά εξορίας. Όσο μάλιστα οι κανονικές επιχειρήσεις λιγοστεύουν και τη θέση τους καταλαμβάνουν κολοσσοί που στη μετοχική τους σύνθεση περιλαμβάνουν τα ίδια funds τα οποία χρηματοδοτεί η ίδια μαφία με τα παράνομα ή προσεχώς νόμιμα κέρδη της, οι συνθήκες της δικής μας εργασίας γίνονται εφιαλτικές με κανόνες και σκεπτικό που θα έκαναν τον Dr, Mengele να κοκκινίσει από ντροπή. Φτάσαμε στο σημείο που ενώ βέβαια δεν έχουμε καμία αξίωση να εργαστούμε στο πεδίο της επιστήμης μας (αυτό το έχουμε από καιρό μοιρολατρικά αποδεχθεί) να πρέπει να παρακαλέσουμε καμιά δεκαριά γνωστούς και συγγενείς για να μας βολέψει κάποιος πονηρός πολιτευτής σε κανένα υπερομοντέρνο μπακάλικο με τετράωρη σύμβαση και μισθό 400 ευρώ. Άλλοι απλώς γυρνάμε τα λεφτά για ψυχολογικούς λόγους παριστάνοντας τους αυτοαπασχολούμενους (μπλοκάκια) συνεχίζοντας να κανιβαλίζουμε τη σύνταξη της μάνας μας και άλλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με νέες μεθόδους καταναγκασμού όπως συμβόλαια μηδενικών ωρών, μαύρη εργασία ή εθελοντισμό. Και όλοι μαζί πρέπει να μετακινούμαστε όλο και περισσότερο (στην Ευρώπη πλέον δύο συν δύο ώρες μετακίνησης για εργασία θεωρείται cool) και να συνωστιζόμαστε σε ολοένα και μικρότερα διαμερίσματα σε κάποια άθλια γειτονιά που πάντοτε μισούσαμε.

Δεν ισχυρίζομαι ότι παλαιότερα η αγορά εργασίας ήταν παράδεισος επί της γης, θυμάμαι πολύ καλά όμως ότι ακόμα και μια θέση ανάγκης (π.χ., σερβιτόρος, οικοδόμος, ντελιβεράς κλπ) μας έδινε τη δυνατότητα να ζήσουμε αξιοπρεπέστατα για όσο καιρό χρειαστεί, απλά και μόνο γιατί η στέγαση βρισκόταν σε απολύτως λογικά επίπεδα. Ενώ σήμερα που πρέπει τελικά να ανταγωνισθούμε στο επίπεδο αυτό τα ανηψάκια του κάθε τριτοκοσμικού γκάγκστερ, δεν έχουμε καμία απολύτως τύχη. Αυτό δε που είναι εξόχως εξοργιστικό είναι ότι οι κυβερνήσεις που εμείς εκλέγουμε κλείνουν τα μάτια στο φαινόμενο, αρνούνται τους ελέγχους, ονομάζουν την εισβολή ”επενδύσεις” και εκδίδουν μαζικά golden visas. Και οι πιο συντηρητικές από αυτές προσπαθούν να μας πείσουν ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι οι φουκαράδες από το Αφγανιστάν και τη Συρία που ”μας κλέβουν τις δουλειές”, ”αλλοιώνουν το έθνος” και ”εισβάλουν στις (καθαρές) πόλεις μας”.

Αν κάτι μας δίδαξε η πρόσφατη πολύπλευρη κρίση που ακόμα βιώνουμε είναι το ότι είναι αδιανόητο για ένα κράτος που τηρεί τους κανονισμούς του δυτικού πολιτισμού, να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις κράτη στα οποία επικρατεί κανονιστικό χάος. Συνεπώς πολιτικές ανοιχτών συνόρων και ελεύθερου εμπορίου οφείλουν να βασίζονται σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Αυτή τη φορά οι προϋποθέσεις μπορεί να ήταν υγειονομικές, πριν από αυτό είχαμε την εισβολή του μαύρου χρήματος και την βίαιη εξαγορά των πόλεών μας, αύριο μπορεί να είναι κάτι χειρότερο. Είναι παρόλα αυτά προφανές ότι δεν έχουμε τίποτα να ελπίζουμε από το υπάρχον πολιτικό προσωπικό που όχι μόνο δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται την κατάσταση, αλλά μάλλον να την επιδοτεί και από πάνω. Για αυτό και πρώτο μέλημα των ριζοσπαστικών κινημάτων στην Ευρώπη, υπαρκτών ή υπό ανάπτυξη, δεν πρέπει να είναι πια η καλύτερη λογιστική διαχείριση αυτής της σκατοκαταιγίδας, αλλά μια προσπάθεια συνολικής ανατροπής, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πικρές ιδεολογικές υπερβάσεις όπως έλεγχος συνόρων, χειραγώγηση εμπορικών συναλλαγών και πλαφόν ατομικού πλουτισμού.