Η μοδάτη «αριστερά»

Toυ Σήφη Φανουράκη

                    

Η Σάρα  Βάγκενκνεχτ μαζί με άλλα πρώην ηγετικά στελέχη του γερμανικού De Linke, μετά από μια μακρά εσωκομματική σύγκρουση, εγκατέλειψαν το κόμμα και τους κοινωνικούς αγώνες της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, επιλέγοντας μια φιλελεύθερη και κοσμοπολίτικη «στροφή». Μάλιστα αυτή η «στροφή» έγινε σε μια περίοδο που, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ανατρέψει τις γεωπολιτικές ισορροπίες και ξανασχεδιάζει τον χάρτη των διεθνών συγκρούσεων. 

Από τη μια, η Ρωσική στρατιωτική επιχείρηση, με πρόσχημα την υπεράσπιση των Ρωσόφωνων πληθυσμών του Ντονμπάς, ενώ από την άλλη, η ιμπεριαλιστική εμπλοκή του ΝΑΤΟ, καθορίζουν ταυτόχρονα και τις ενεργειακές σχέσεις Ρωσίας και Ευρώπης. Από την άλλη, ο επεκτατισμός του Ισραήλ προωθεί την τελική εξόντωση των Παλαιστινίων και επαληθεύει τα  σενάρια διεύρυνσης των επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα γενικά χαρακτηριστικά της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, ιδιαίτερα στη Γερμανία, επεκτείνονται σε όλη την  Δυτική Ευρώπη και επιβεβαιώνουν την συνεχιζόμενη παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού κόσμου. Επηρεάζoυν ολόκληρη την Ευρωπαϊκή αριστερά, όχι μόνο τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Γερμανούς Πράσινους, αλλά και το Ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα  και τους κρατούν «δέσμιους» στις φιλοπόλεμες επιλογές του Ατλαντισμού.

Οι θεμελιώδεις «πεπαλαιωμένες» και αντιφατικές θέσεις της «μοντέρνας» αριστεράς και οι πολιτικές συμπεριφορές των  μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων που κατοικούν στα προάστια  των μητροπολιτικών πόλεων, οδηγούν σε μία  πλήρη μετάλλαξη ενός μεγάλου μέρους της «ιστορικής αριστεράς».

Η σημερινή «μοντέρνα» αριστερά εγκαταλείπει σταδιακά την κοινωνική της βάση, τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους και την εργατική τάξη που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν υποστεί όλες τις αντιμεταρρυθμίσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού. Απομακρύνεται εντελώς από το πεδίο των αγώνων για την υπεράσπιση, της δημόσιας και ιδιωτικής απασχόλησης, της υγείας και της περίθαλψης και γενικές για τις κοινωνικές συνθήκες των κατώτερων τάξεων.

Τα νέα κοινωνικά υποκείμενα αυτής της «φιλελεύθερης», «κοσμοπολίτικης», «μοντέρνας» αριστεράς, είναι οι κοινωνικές ομάδες που έχουν ανέβει οικονομικά. Εγκαταλείπεται σταδιακά το τμήμα εκείνο των εργαζομένων που υποφέρει από τη φιλελεύθερη «νεωτερικότητα», το τμήμα με την εργασιακή επισφάλεια, πρεκαριάτο. 

Σαράντα χρόνια οικονομικού νέο-φιλελευθερισμού, παγκοσμιοποίησης και διάλυσης του κράτους πρόνοιας έχουν διχάσει τις δυτικές κοινωνίες σε τέτοιο βαθμό που η πραγματική ζωή πολλών πλέον κινείται μόνο μέσα στη «φούσκα» στην οποία βρίσκεται η τάξη τους. 

Συμπερασματικά, το κατακερματισμένο πρεκαριάτο και η κοινωνική και ατομική διαίρεση του ιστού των κατώτερων τάξεων  είναι το μεγάλο ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει σήμερα η αριστερά.

Όμως, η κοινωνική αριστερά κυριαρχείται από μια φαντασίωση της «μοντέρνας αριστεράς». Δεν τοποθετεί πλέον τα κοινωνικά και πολιτικοοικονομικά προβλήματα στο επίκεντρο της αριστερής πολιτικής, αλλά ασχολείται μόνο με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τις καταναλωτικές συνήθειες των κοινωνικών στρωμάτων και τους  αγώνες για σεξουαλικές ελευθερίες.           

Τέτοιες αντιλήψεις άλλωστε ενυπάρχουν και στα πράσινα κόμματα, στα σοσιαλδημοκρατικά, σοσιαλιστικά και μάλιστα σε  σχεδόν όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Να μην ξεχνάμε όμως ότι, αυτά τα κόμματα έχουν αδρανήσει, στην σταδιακή επιβολή των χειρότερων κοινωνικών αντιμεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια.

Αυτή η αριστερά και συγκεκριμένα η ευρωπαϊκή αριστερά, «ενστερνίζεται» τον οικονομικό φιλελευθερισμό, την σημερινή πολιτική αρχιτεκτονική της ΕΕ και το αφήγημα της υποτιθέμενης δημοκρατικής και πολιτισμικής ανωτερότητας του ευρωπαϊσμού !

Αυτή η «αριστερά» αυτοπροσδιορίζεται πλέον από ένα ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό, που ανησυχεί για το κλίμα και δεσμεύεται, για τη χειραφέτηση, τη μετανάστευση και τις σεξουαλικές μειονότητες. Πιστεύει ότι, ο δρόμος για μια δίκαιη κοινωνία  δεν περνάει πλέον από τα παλιά θέματα της οικονομίας, δηλαδή τους μισθούς, τις συντάξεις, τους φόρους και τα επιδόματα ανεργίας.

Μάλιστα, με την ενεργητική και παθητική «συναίνεσή» της, συμβαδίζει με τις απόψεις των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων ανωτέρου  μορφωτικού επιπέδου, που εργάζονται στη δημόσια διοίκηση, στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στον κοινωνικό τομέα, στις εταιρείες της πράσινης μετάβασης. 

Σε αυτό το περιβάλλον αναπτύσσεται μια μεταμοντέρνα αφήγηση, ενός «αόριστου ειρηνισμού» που αποστρέφεται οποιαδήποτε ανάκτηση ενός στείρου λαϊκισμού και εθνικισμού και που πάντα χαρακτηρίζεται ως αντιδραστικό και δεξιό κατάλοιπο.

Με λίγα λόγια, αυτή η αριστερά έχει αλλάξει μορφή και περιεχόμενο σε σχέση με την προέλευσή της. Έχει επιλέξει να εκπροσωπεί τα συμφέροντα, τις προσδοκίες και τα συναισθήματα εκείνων των τάξεων που έχουν αναδειχθεί νικητές στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς των τελευταίων δεκαετιών και αδιαφορεί για τη δύναμη του πολιτικού αγώνα και της συλλογικότητας, ενώ φαντασιώνεται μια κοινωνική χειραφέτηση των κατώτερων τάξεων και έναν αόριστο και γενικό διεθνισμό των λαών.

Σύμφωνα με την Βάγκενκνεχτ, η σκληρή κριτική στον οικονομικό και φιλελεύθερο καπιταλισμό θα πρέπει να περιλαμβάνει τις «επιθυμίες» της μεταρρυθμιστικής ιδεολογίας της σοσιαλδημοκρατίας, που δεν υπάρχει πια και στην οποία είναι αδύνατη η όποια επιστροφή, ενώ η τεχνολογική πρόοδο μπορεί να αυξήσει τις δυνατότητες της ανταγωνιστικής οικονομίας, αλλά με σαφείς κανόνες. 

Η όποια ανάλυση αυτής της αριστεράς διολισθαίνει σε μια νοσταλγική αφήγηση ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο» που άλλωστε υπήρξε και ο ιστορικός «στόχος» των ρευμάτων της δυτικής κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής αριστεράς.