Η πρόκληση του εθνικισμού

Του Ανδρέα Πανταζόπουλου

ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣΟρισμένοι αναλυτές, όχι αναγκαστικά προερχόμενοι από τη Δεξιά, άρχισαν να το πιστεύουν. Αν η απρόβλεπτη πολιτική τάση που αναδείχθηκε την προηγούμενη Κυριακή στον πρώτο γύρο των προκριματικών εκλογών της γαλλικής Κεντροδεξιάς για το χρίσμα του προεδρικού υποψηφίου, με τη νίκη του Φρανσουά Φιγιόν, επιβεβαιωθεί και στον σημερινό δεύτερο γύρο, βρέθηκε ίσως η «μαγική φόρμουλα» μιας επιτυχημένης αντιπαράθεσης με την εθνικολαϊκιστική Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν για τις προεδρικές εκλογές του 2017. Ο αριστερός κοινωνιολόγος Μισέλ Βιεβιορκά, που δεν φημίζεται για τις συμπάθειές του προς τον συντηρητισμό, είναι επ’ αυτού κατηγορηματικός: η νίκη του Φιγιόν «αποδεικνύει ότι ο κλασικός συντηρητισμός μπορεί να αντισταθεί στον λαϊκισμό».

Ο ισχυρισμός μπορεί να είναι πρόωρος, αλλά αξίζει να γίνει αντικείμενο συζήτησης. Αυτή η σύνθεση «θατσερικού φιλελευθερισμού με ηθικό και πολιτισμικό συντηρητισμό», που εκπροσωπεί ο Φρ. Φιγιόν, φαίνεται να πετυχαίνει, σύμφωνα με τον αριστερό πολιτικό επιστήμονα Στεφάν Ροζές, γιατί η ευρύτητα του σχεδίου του απαντά ικανοποιητικά στην ακροδεξιά δημαγωγία, κλέβοντάς της, θα έλεγε κανείς, κεντρικές θεματικές της. Αν θέλεις να αντιμετωπίσεις τη Λεπέν, πρέπει να βρίσκεσαι σε διαρκή «κίνηση», όπως και αυτή. Να απαντάς στις «θέσεις» της με έναν δικό σου «πόλεμο θέσεων».

 Σε τι συνίσταται η «σύνθεση Φιγιόν»; Κατ’ αρχάς, αναφέρεται πρωτίστως στη «Δεξιά», τη δημοκρατική Δεξιά, τις αξίες της οποίας θέλει να ενσαρκώσει, χωρίς να κλείνει το μάτι στην Ακροδεξιά (περίπτωση Σαρκοζί), αλλά ούτε και στην Κεντροαριστερά (περίπτωση Ζιπέ). Δεύτερον, όπως επισημαίνουν άλλοι αναλυτές, η σαφής αντίθεση στην «αμερικανική ηγεμονία» δεν τον οδηγεί στην υιοθέτηση μιας ρητορικής κατά της παγκοσμιοποίησης, ούτε η εθνικο-κυριαρχική του προτίμηση εκβάλλει σε αντιευρωπαϊσμό ή αντιγερμανισμό.

 Ο δεξιός Φιγιόν, που έχει διατελέσει για πέντε χρόνια πρωθυπουργός, και που είχε καταψηφίσει τη συμφωνία του Μάαστριχτ, σήμερα ενσαρκώνει το παράδειγμα ενός ηθικά «ακέραιου» πολιτικού, δεν καταριέται τις πολιτικές ελίτ. Το ακροατήριό του, γεωγραφικά ομοιόμορφα κατανεμημένο, έχει ιδιαίτερες αναφορές στην «επαρχιακή συντηρητική μπουρζουαζία», όπως ειρωνικά και περιφρονητικά ορισμένοι το απεικονίζουν. Ενσαρκώνοντας την «ήρεμη δύναμη της κλασικής Δεξιάς», σύμφωνα με τα λόγια ενός ευρωβουλευτή του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο καθολικός στο θρήσκευμα Φιγιόν, απευθύνεται στη «βαθιά Γαλλία», αν και πεπεισμένος ρεπουμπλικανός, οπαδός της «κοσμικότητας».

 Ταυτόχρονα όμως ο φιλο-πουτινισμός του και οι σχετικές θέσεις του για τη Συρία φαίνονται να ρίχνουν μια πρώτη σκιά στο προφίλ ενός αουτσάιντερ που διεκδικεί την υποψηφιότητα του ύψιστου αξιώματος της χώρας του. Αλλά και ο «νεοφιλελευθερισμός» του (το προγραμματικό μέτρο για απόλυση 500.000 δημοσίων υπαλλήλων), σε μια χώρα με βαθιά παράδοση κρατικής προστασίας.

Ισως αυτή η πρώτη επιτυχία του Φρ. Φιγιόν είναι που θα μπορούσε να ωθήσει τον Σοσιαλιστή πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς να ξανασκεφθεί μια ενδεχόμενη κάθοδό του στις προεδρικές εκλογές. Σε άρθρο του, που φέρει χαρακτηριστικά «διακήρυξης», δημοσιευμένο τρεις ημέρες μετά τη νίκη του Φιγιόν, ο Μ. Βαλς θα υιοθετήσει μια κριτική θέση έναντι της παγκοσμιοποίησης: «Η παγκοσμιοποίηση δεν έκανε μόνο καλό! Προξένησε και ζημιές. Πιέζει τους εργαζόμενους και παίζει με τα σύνορα που είναι αναγκαία αναφορά για τα έθνη μας μέσα σε μια ανοιχτή οικονομία».

 Η παγκοσμιοποίηση δεν κράτησε την υπόσχεσή της για ευημερία και αύξηση της απασχόλησης, και έτσι για μια μεγάλη μερίδα των μεσαίων και λαϊκών τάξεων έγινε συνώνυμη της ανασφάλειας. Τροφοδότησε την εργασιακή, οικονομική και πολιτισμική ανασφάλεια στους εργαζόμενους και τους λαούς, δημιουργώντας ένα γενικότερο αίσθημα ταυτοτικής απώλειας. Το Brexit και η νίκη του Ντ. Τραμπ οφείλονται, σύμφωνα με τον Βαλς, σε αυτές τις ζημιές της παγκοσμιοποίησης, τις οποίες οι δημοκρατικές δυνάμεις ουσιαστικά αγνόησαν, με αποτέλεσμα η κοινωνική δυσφορία να εκφρασθεί από τους λαϊκιστές. Μια ορισμένου τύπου θετική επαναξιολόγηση της αναγκαιότητας των εθνικών οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών επιβάλλεται, σε μια μορφή επιτελικού κράτους, μαζί με μια «ρύθμιση» της παγκοσμιοποίησης, και όχι φυσικά έξοδος από αυτήν, από κοινού με την ενίσχυση της Ευρώπης: «ισχυρά έθνη και δυνατή Ευρώπη».

Χωρίς αυτή τη στιγμή η γαλλική περίπτωση να μπορεί να συγκριθεί με αυτές του Brexit και της εκλογής του Τραμπ, παρ’ όλα αυτά, όλες φαίνονται ότι αποτελούν διαφοροποιημένες εκφράσεις ενός κοινού κοινωνικού και ιδεολογικού ρεύματος. Κάτω από τέτοιου είδους λαϊκιστικές επιτυχίες (Brexit και Τραμπ) κρύβεται, σύμφωνα με τον Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, η ανάδυση του εθνικισμού σε διάφορες μορφές του, εθνοτική, πολιτισμική, οικονομική, πολιτική, που έρχεται να αμφισβητήσει την υπόσχεση της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης».

 Αν για τον Ταγκιέφ, ο εθνικισμός είναι η αλήθεια του «λαϊκισμού», για τον πολιτικό φιλόσοφο Μαρσέλ Γκοσέ παριστάμεθα σήμερα μάρτυρες μιας «αναγέννησης του συντηρητισμού». Στόχος του είναι να επαναφέρει την κυριαρχία της ισχύος του δημόσιου στοιχείου και να επαναεπιβεβαιώσει το εθνικό πλαίσιο επαναπροσδιορίζοντάς το. Μια διαστροφική επιστροφή της πολιτικής, θα μπορούσαμε να πούμε, που ενσαρκώνεται από τον εθνικισμό.

 

Ο  Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.