Θέλω να κάνω ένα κίνημα, αλλά να μην κουραστώ πολύ…

Του Νίκου Λακόπουλου

Το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου κάλεσε τον κόσμο με την αυτοοργάνωση να φτιάξει ένα κίνημα- το ΠΑΣΟΚ. Το κίνημα που έγινε κόμμα του βγήκε πολύ αριστερό και στη συνέχεια άρχισε με αλλεπάλληλες διαγραφές να το στρέφει εκεί που έμεινε από το 1981 ως την εποχή που ο Κώστας Σημίτης έκανε αυτό που μάλλον απεχθανόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου: ένα κόμμα περίπου σοσιαλδημοκρατικό.

Αυτό που παρέλαβε ο διάδοχός του, ο πρίγκηπας από καιρό της δημοκρατικής παράταξης, ήταν κάτι τι λιγότερο από κείνο που παρέδωσε ο ιδρυτής του. Λείπαν βασικά μέλη του, ήταν πια ένα εθνικό κρατικό κόμμα εξουσίας που ο Γιώργος Παπανδρέου έστρεψε πιο δεξιά- με την προσχώρηση των νεοφιλεύθερων Μάνου και Αδριανόπουλου που …έδιωξε ο Καραμανλής από τη Νέα Δημοκρατία.

Ο κόσμος που ψήφισε τον Γιώργο Παπανδρέου- με το σύνθημα «άλλαξέ τα όλα», μάλλον ήθελε να διαγράψει την διαφθορά -που ξεχείλιζε από ένα κόμμα εξουσίας- που είχε ξεχάσει από καιρό τις αρχές του και το λόγο που δημιουργήθηκε. Το κίνημα των μη προνομιούχων έγινε ένα κόμμα των νοικοκυραίων όπου η λέξη σοσιαλιστικό- υπήρχε μόνο στον τίτλο του. Οι φωνές άλλοτε διαμαρτυρίας έγινα οι φωνές του καθεστώτος που ο λαός εντέλεται να ψηφίσει- ως ωφελημένος από αυτό.

Τα συνθήματα «πάμε», «πάμε μαζί»- ουδέτερα- έγιναν με την βοήθεια λογογράφων πια άψυχα σλόγκαν ενός κόμματος που το μόνο που ήθελε- και ήξερε- ήταν να κυβερνά. Η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία- με δύο υπουργούς- που προέρχονταν από το ΛΑΟΣ ήταν ένα σοκ για ένα κόσμο που μεγάλωσε με μίσος για την επάρατη Δεξιά. Το ΠΑΣΟΚ- ένα κόμμα-φούρνος που ξέχασε πως κάποτε είχε στα γραφεία του αφίσες εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, του Άρη Βελουχιώτη και του …Μαρξ- είναι ήδη ένα κόμμα προορισμένο να καταστραφεί πολύ πριν ο ΓΑΠ οδηγήσει την Ελλάδα στο μνημόνιο και το ΔΝΤ που ο ίδιος έλεγε πως πάει τάχα να βοηθήσει χώρες και τις καταστρέφει. Απλώς η δύναμη που θα το τελείωνε δεν είχε συγκροτηθεί ακόμα, ώσπου ένας νεαρός -μη πολιτικός- θα αποκάλυπτε πως ο διάδοχος του Αντρέα- τηρουμένων των αναλογιών- βρέθηκε, αλλά ανήκε σε άλλο κόμμα.

Η πτώση από το 48% ή το 44% στο 13% και στο 4% δεν οφείλεται στο μνημόνιο- που δεν έβλαψε το ίδιο και τη Νέα Δημοκρατία. Μάλλον οφείλεται στο ότι λεφτά δεν υπήρχαν και ο μόνος συνδετικός κρίκος ήταν η νομή της εξουσίας-στο όνομα γενικά της δημοκρατίας και μιας αντιδεξιάς ρητορικής για μια δεξιά που πλέον δεν υπήρχε. Οι Αγανακτισμένοι πετώντας καμιά φορά ακόμα και …παπούτσια στον ΓΑΠ, αν και λίγο πριν ήταν ο πιο δημοφιλής πολιτικός- με 87% αποδοχή-ούτε έγιναν ξαφνικά αριστεροί ή ναζιστές -όσοι ψήφισαν Χρυσή Αυγή- ούτε τους ενδιέφερε το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν έγιναν κομμουνιστές. Ήταν δανειολήπτες, αδιόριστοι, συμβασιούχοι, άνθρωποι που βρέθηκαν στην ανεργία.

Το εκπληκτικό φαινόμενο ένα κόμμα του 4% να γεννά δύο- με τη ΔΗΜΑΡ του 6%- που φτάνουν να παίρνουν πάνω από 40%- και την Αριστερά να εμφανίζει 50% στις εκλογές παίρνει την μορφή τιμωρίας όλου του πολιτικού συστήματος του δικομματισμού ώσπου το ένα σοκ με το Δημοψήφισμα να διαδεχθεί το άλλο. Η διάψευση της ελπίδας- οδήγησε σταδιακά δύο εκατομμύρια ψηφοφόρους μέσα σε δέκα χρόνια μακριά από τις κάλπες και τα κόμματα που όλα μαζί (!) απολαμβάνουν το 11% της εμπιστοσύνης  του κόσμου- δείγμα μιας πρωτοφανούς πολιτικής παρακμής.

Η άνοδος όχι μόνο της Χρυσής Αυγής, αλλά και προσώπων όπως ο Λεβέντης, η μετατροπή σε «ηγέτες» προσώπων όπως η Φώφη, ο Σταύρος, η Ζωή είναι η απόδειξη της παρακμής- όπου δεν χρειάζεται πλέον ο ηγέτης παρά μόνο λίγη φωτογένεια με την επίδειξη της ασημαντότητας τους σε μια πολιτική σκηνή όπου σήμερα  κυριαρχούν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης- αμφότεροι όχι τόσο δημοφιλείς όσο ο Κανένας.

Τώρα πια τα μπαλκόνια δεν σείονται από μεγάλες συγκεντρώσεις, ούτε από μεγάλους ηγέτες. Οι πρωθυπουργοί στηρίζονται από το 15-20% των πολιτικών που χάρη στην αποχή φτάνουν ποσοστά της τάξης του 35% και σε κυβερνήσεις μειοψηφίας. Οι πολιτικοί του χαμηλού προφίλ- με πρώτο τον Κώστα Σημίτη συμβαδίζει με την απουσία κομματικών οργανισμών, αφού πλέον δεν μιλάμε για κόμματα, αλλά για εκλογικές μάζες- που σηκώνονται από τον καναπέ για να πάνε ή να μην πάνε να ψηφίσουν.

Προφανώς για μια άλλοτε υπερπολιτικοποιημένη και υπεραπαγοητευμένη κοινωνία η παρουσία πολιτικών που θέλουν να σώσουν την χώρα σαν τον κ. Πόντα η εξέλιξη αυτή όπου η πολιτική σημασία δίνεται στο αν φοράς γραβάτα ή αν έχει σακίδιο είναι μια τραγωδία. Το τέλος της πολιτικής που οδηγεί σε γέρικα κόμματα, τηλεκόμματα, την απουσία ιδεολογίας και την εμφάνιση «ηγετών» που πρώτα αποφασίζουν να κάνουν πολιτική καριέρα κι ύστερα ψάχνουν να βρουν τις απόψεις του, τι δηλαδή θα πιστεύουν- κοιτάζοντας τις δημοσκοπήσεις.

Η πιο χυδαία περίπτωση είναι αυτή του νέου φορέα που η απουσία ιδεολογίας μεταφέρεται σε «κεντρώες» καιροσκοπικές ταυτότητες, όπως αυτή του Ποταμιού που με την πολιτική εμπορία του «νέου» εναντίον του παλιού έχτισε μερικές καριέρες με ένα απολίτικο όνομα που ταιριάζει πιο πολύ σε …ουζερί, παρά σε κόμμα. Η λέξη κίνημα φυσικά κακοποιείται όταν πρόκειται για χρήση της από σωτήρες της «παράταξης» ή της πατρίδας, όπου το «έθνος» από φυλετική ταυτότητα μετατρέπεται σε κομματικό εργαλείο ή το κόμμα αποτελεί το κάδρο για να προβάλλει ο «ηγέτης» το μόνο που έχει: τον εαυτό του- που είναι απλώς ο καλύτερος από άλλους- χειρότερους.

Η λέξη αλλαγή χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του αιώνα εναντίον του παλιού συστήματος και ως πολιτική πλατφόρμα του ηττημένου ΚΚΕ μετά τον Εμφύλιο από τον Νίκο Ζαχαριάδη. Η χρήση του από τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η προσπάθεια να αποσημαδοτήσει το «μαρξιστικό» ΠΑΣΟΚ από το αριστερό παρελθόν του. Οι λέξεις Νίκη, Ελπίδα, Πατρίδα, Λαός που την συνόδευαν είναι ουδέτερες, αποδεκτές από όλους και εμφανίστηκαν μαζί με την προσπάθεια του Ανδρέα- σε ένα νέο πολιτικό μάρκετινγκ- να απαλλαγεί από το ίδιο του το ενοχλητικό κόμμα.

Έκτοτε η λέξη κόμμα παραπέμπει σε μια οργάνωση οπαδών χωρίς σαφή πολιτική ιδεολογία αφού το ίδιο κόμμα έχει συνθήματα κατά της ΕΟΚ, αλλά υποστηρίζει τελικά την ένταξη, εμφανίζεται ως αντιιμπεριαλιστικό, αλλά είναι όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το καλύτερο παιδί του ΝΑΤΟ. Η ίδια η προσπάθεια για την δημιουργία ενός κόμματος απαιτεί πολλά χρόνια. Θα πρέπει να μιλάμε για πληθυσμούς που μετατοπίζονται εύκολα αν πράγματι το 70% των ψηφοφόρων ψήφισαν κάποτε ένα …άλλο ΠΑΣΟΚ.

Πιθανόν η αντοχή της Νέας Δημοκρατίας, όσο και του ΚΚΕ να οφείλεται στο ότι έχουν πιο καθαρές απόψεις κι αρχές από ότι αυτό το κεντρώο συνονθύλευμα που πότε είναι αριστερό και πότε δεξιό, πότε αντιευρωπαϊκό και πότε φιλοευρωπαϊκό με μόνο ιδεολογικό δεσμό την ίδια την εξουσία. Η πολιτική ευτέλεια παίρνει τον χαρακτήρα πολιτικού κιτς και οι «ηγετικές» παραστάσεις την μορφή του γελοίου. Το νέο αποχτά διαστάσεις που δεν έχει με όρους μόδας, μάρκετιγκ κι ενός πολιτικού αμοραλισμού που κρύβεται στην απαξίωση για το παλιό.

Το κόμμα γίνεται κίνημα εύκολα και το κίνημα είναι φορέας. Που δεν μεταφέρει τελικά τίποτε πέρα από τον ναρκισσισμό των «ηγετών», την κενότητα του λόγου τους και την ασάφεια των θέσεων τους- που αποκαλύπτει και τον καιροσκοπισμό τους. Το κίνημα έγινε έτσι εύκολα σε ένα γραφείο, το κόμμα γίνεται φορέας, μπορεί και …αμφορέας. Η πολιτική όμως είναι αλλού και η ιδεολογία χάνεται στην προσπάθεια των εραστών του νέου- ή του νέον- για την επανεκλογή τους κι οι σημαίες -πλαστικές από καιρό- είναι πανιά μιας αποιδεολογικοποιημένης πολιτικής ματαιοδοξίας.