Θ. Πάγκαλος: Ο πολιτικός που χτίζει το χειρότερο τέλος του με τα καλύτερα υλικά του

 Του Γ. Λακόπουλου

Το έλεγε ο παλιός Καραμανλής: < Στην πολιτική το θέμα δεν είναι πως μπαίνεις, αλλά πώς βγαίνεις». Ίσως το είχε ξεπατικώσει από τον Γερο-Παπανδρέου. Τα συνήθιζαν αυτά και ας μισούσαν ο ένας τον άλλο -πραγματικό μίσος. Εν πάση περιπτώσει το θέμα εν προκειμένω είναι ο Θόδωρος Πάγκαλος: μπήκε με τον καλύτερο τρόπο στην πολιτική και φεύγει με τον χειρότερο.

Ο Πάγκαλος δεν είναι τυχαίος. Από παλιά οικογένεια με πολλές όψεις, όχι πάντα φωτεινές, με ζωή  μπον-βιβέρ και αγωνιστή ταυτόχρονα, αριστερός, αλλά και διαπλεκόμενος στη συνέχεια, με δυο γάμους από τη καλή κοινωνία και έναν από τα «αρβανίτικα», με πέντε παιδιά και κάμποσα αξιώματα, αλλά και με φαιά σημεία  στο κυβερνητικό βιογραφικό του.

Ευφυής, καλλιεργημένος, ετοιμόλογος, φλεγματικός, έκανε πάντα αυτό που ήθελε, έλεγε πάντα αυτό που ήθελε και ήθελε κυρίως να περνάει καλά. Στο ΠΑΣΟΚ τους έριχνε πολλά κεφάλια σε πολιτικό μπόι και είχε πάρει μέρος στη κούρσα της πρώτης διαδοχής με το δακτυλίδι της υποψηφιότητας για το Δήμο της Αθήνας που του έδωσε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Το στραπατσάρισμα από τον άβγαλτο τότε Δημήτρη Αβραμόπουλο του στοίχισε. Έτσι άρχισε η κατηφόρα που τον έφερε στο χάλι που βρίσκεται σήμερα: υπερήφανος ψηφοφόρος  της Δεξιάς και του Μητσοτάκη, με χολερικό λόγο, ασυνάρτητος και  εγκαταλειμμένος στην τύχη του. Κακά γεράματα, πολιτικώς τουλάχιστον.

Ο Πάγκαλος υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς πολιτικούς, της Μεταπολίτευσης και ο πληρέστερος υπουργός Εξωτερικών. Αλλά κουβαλάει πολλά στην καμπούρα του. Εξευτέλισε μια φορά τη χώρα με το ανόητο φραστικό παιχνίδι του με τους Γερμανούς  που του κόστισε μια ρινορραγία στις Βρυξέλλες και τη γνωριμία με την τρίτη σύζυγο του που τον περιέθαλψε και αργότερα τον παντρεύτηκε, αλλά όχι για πάντα.

Τη δεύτερη φορά, επί των ημερών του, η Ελλάδα χρεώθηκε ένα ουμανιστικό ολίσθημα καθώς διωκόμενος παραδόθηκε στους διώκτες τους και σημερα βρίζει τον Οτσαλάν για να ξεφορτωθεί τις τύψεις του, αν έχουν τύψεις άνθρωποι σαν τον Πάγκαλο.

Επιτέθηκε με ελεεινό τρόπο σε επώνυμο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και αυτόν τον έφερε στο Πειθαρχικό του κόμματος. Και, το χειρότερο, στράφηκε κατά του Ανδρέα Παπανδρέου αποκαλώντας τον «δωρολήπτη». Εκείνη την περίοδο κατάλαβαν όλοι ότι έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν.

Ο Πάγκαλος έχει βρίσει σκαιά τους πάντες στο ΠΑΣΟΚ. Ιδίως τον Σημίτη και τον Γ. Παπανδρέου τους οποίους έγλυφε κάποια στιγμή. Η διαφορά είναι τον Σημίτη πρώτα τον έγλυφε -όταν  συνωμοτούσαν με τη Βάσω και τον ευεργετηθέντα Παρασκευά Αυγερινό για να ανατρέψουν τον Παπανδρέου -και τον έβριζε μετά. «Είναι παλιάνθρωπος» είπε σε έναν από τους γραμματείς του ΠΑΣΟΚ.

Τον Γ. Παπανδρέου πρώτα τον έκανε σκουπίδι, ακόμη και σε συσκέψεις μεταξύ τους παρουσία τρίτων, αλλά όταν τσίμπησε  -από τον <διαστροφικό>  κληρονόμο  που πήρε το αίμα του πίσω- την αντιπροεδρία τον έβρισκε σπουδαίο. Και δέχθηκε το ρόλο του που έδωσε: να κάνει  χρονοδιαγράμματα για την πρόοδο του Μνημονίου. Πού ήσουν νιότη, που μου έλεγες πως θα γινόμουν άλλος…

Ο πρώην υπουργός είναι ένας από τους καλύτερους χορηγούς του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Με το αχαλίνωτο υβρεολόγιο καταγωγίων εκ μέρους του πήραν πόντους και συνεχίζουν καθόσον δεν λέει να το κόψει.

Βρίσκει τον Πρωθυπουργό  «τσογλάνι» «κομμουνιστή» και άλλα ευώδη, που κάνουν ακόμη και τον Άδωνι να κοκκινίζει. Όταν  βρίσκει μικρόφωνο βγάζει ότι αποκρουστικό έχει μέσα του. Αν κρίνουμε από την τελευταία συνέντευξη του στο «Θέμα» έχει ακόμη πολλά: τώρα θελει κρεμάλες.

Ένας άνθρωπος που κάποτε είχε το θαυμασμό και την εκτίμηση πολλών στο κόμμα του, κατρακυλάει από μέρα σε μέρα σε ένα βερμπαλιστικό βόθρο και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ως πολιτικός έχει το τέλος που του άξιζε: τον νίκησε η Έφη Χριστοφιλοπούλου και δεν τόλμησε να ξαναπολιτευτεί απέναντί της.

Σήμερα στα 80 του, έρημος, βαρύς και μόνος, απαξιωμένος, δέχεται να τον χρησιμοποιούν κάποιοι αδίστακτοι  ραδιοφωνατζήδες, όπως οι αρκουδιάρηδες τα ψωριασμένα ζώα  στα πανηγύρια.

Είναι λυπηρό ότι ένας κάποτε τόσο σπουδαίος πολιτικός χρησιμοποιεί την ευφράδεια και την οξυδέρκεια για να τσαλακώσει  την αγωγή του και να χτίσει μια ζοφερή και σχεδόν αηδιαστική εικόνα για τον εαυτό του.

Μπαίνει στη χειρότερη φυλακή αποστρατείας που φιλοτεχνεί με τα καλύτερα υλικά του. Κι’ αυτό κάνει πολλούς να θυμούνται κάτι που λένε στα χωριά για κάποιον που έχει ξεφύγει «Μα δεν έχει κανέναν να τον μαζέψει;»