Καιρός να μπουν κανόνες στα ξένα Funds

Toυ Νίκου Χριστοδουλάκη

Μεταξύ άλλων πρέπει να καταργηθεί αμέσως το ταπεινωτικό καθεστώς της «χρυσής βίζας» που αμέσως κάνει Έλληνες της ημετέρας παιδείας μετέχοντες όσους έχουν φουσκωτό πορτοφόλι…

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και στην Ελλάδα μια μαζική έλευση ξένων ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων (PrivateEquityFunds, PEF), τα οποία τοποθετούνται είτε στην αγορά ακινήτων είτε σε τράπεζες και ελληνικές επιχειρήσεις. Συνήθως η προέλευση τους και η ιδιοκτησιακή ταυτότητα είναι άγνωστη, όπως επίσης και η πραγματική εταιρική δομή – αν έχουν φυσικά και δεν είναι απλώς βιτρίνα. Στόχος τους είναι η απόκτηση εγχώριας περιουσίας σε κατοικίες ή τουριστικά ακίνητα, η οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζεται με την αυτόματη απόκτηση ελληνικού διαβατηρίου (η λεγόμενη «Χρυσή Βίζα»). Σε άλλες περιπτώσεις στοχεύουν στην αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και την γρήγορη δημιουργία υπεραξίας, την οποία μετά σπεύδουν να ρευστοποιήσουν και να απέλθουν από την ελληνική οικονομική σφαίρα.

Παρόμοιες ανησυχητικές πρακτικές είχαν αναπτυχθεί χωρίς κανόνες και περιορισμούς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρόσφατα όμως άρχισε να διαμορφώνεται μια αντίδραση για τις ανεξέλεγκτες πρακτικές τους, την τάση τους να αποχωρούν αιφνιδιαστικά από τις αγορές στην πρώτη εκδήλωση μιας αναταραχής, καθώς και για την προσπάθεια διείσδυσης τους σε εθνικά ευαίσθητους τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, η αμυντική βιομηχανία, υγεία, επισιτισμός, μέσα ενημέρωσης, κλπ.

Για παράδειγμα, το 2020 στην Ισπανία ανεστάλη το καθεστώς απελευθέρωσης σε στρατηγικούς τομείς, όπως η δημόσια ασφάλεια και υγεία. Στην Ιταλία ο νόμος απαγόρευσε την διείσδυση κινεζικών συμφερόντων στις τηλεπικοινωνίες και τους τομείς Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας. Στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, θεσπίστηκαν αυστηρότεροι κανόνες για τις ξένες επενδύσεις και εξαγορές, ενώ Λιθουανία και Ουγγαρία επέβαλαν κανόνες και απαγορεύσεις σε επενδύσεις που έχουν να κάνουν με ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο. Σταδιακά έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένα καθεστώς ελέγχου και για τις αγορές ακινήτων σε χώρες της ΕΕ από τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια.

Στην Ελλάδα, η άφιξη των Fundsαντιμετωπίστηκε ως ένα υποκατάστατο εισροής επενδυτικών κεφαλαίων κατά την περίοδο των Μνημονίων όταν η οικονομία υπέφερε από μεγάλη έλλειψη ρευστότητας. Πλην όμως, η αποδοχή τους έγινε άκριτα, χωρίς καμία αξιολόγηση των επιπτώσεων που είχαν στις ελληνικές επιχειρήσεις και την ακίνητη περιουσία. Έτσι σήμερα η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ένα διπλό κίνδυνο:

Πρώτος κίνδυνος που διαρκώς πολλαπλασιάζεται είναι η απόκτηση μεγάλης ακίνητης περιουσίας από άγνωστους ξένους επενδυτές, με άδηλες προθέσεις αξιοποίησης της και μελλοντικής μεταβίβασης σε άλλους ιδιοκτήτες. Σε πολλές περιπτώσεις, η υπερ-συγκέντρωση ιδιοκτησίας μπορεί να επηρεάσει τον χαρακτήρα εξέλιξης μιας τουριστικής περιοχής ή να αλλοιώσει την σύνθεση του πληθυσμού σε περιοχές εθνικής ευαισθησίας (όπως για παράδειγμα στην Θράκη).

Δεύτερος κίνδυνος είναι ότι σε περιπτώσεις εξαγοράς επιχειρήσεων, ενδέχεται να επηρεαστεί η βιωσιμότητα των επενδύσεων από την «βιασύνη» κλειδώματος υπεραξίας. Η υψηλή πιθανότητα αιφνίδιας εξόδου από μία αγορά, κάνει την πορεία των ελληνικών επιχειρήσεων πιο ευάλωτη στον κίνδυνο εξωτερικών διαταραχών. Ήδη, με αφορμή την ενεργειακή κρίση, πολλά Funds άρχισαν να αποχωρούν από την ελληνική αγορά.

Για να αντιμετωπιστούν παρόμοιοι κίνδυνοι χρειάζεται άμεση ενίσχυση των κανόνων φορολογικής και ιδιοκτησιακής διαφάνειας ιδιαίτερα για επενδυτικά Funds προερχόμενα από τις αναδυόμενες αγορές της Ανατολής και άλλες χώρες εκτός ΕΕ. Επίσης πρέπει να υπάρξει νομοθετική πρόβλεψη προστασίας της εγχώριας ακίνητης περιουσίας από τους κινδύνους της υπερσυγκέντρωσης, καθώς και αποφυγής της ανεξέλεγκτης απόκτησης επιχειρήσεων με κίνδυνο την μαζική αφελληνοποίηση της ελληνικής παραγωγής. Μεταξύ άλλων πρέπει να καταργηθεί αμέσως το ταπεινωτικό καθεστώς της «χρυσής βίζας» που αμέσως κάνει Έλληνες της ημετέρας παιδείας μετέχοντες όσους έχουν φουσκωτό πορτοφόλι …

(Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο-Το Άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τα «Νέα»)