Κακιά σκουριά στα μάρμαρα

Του Διογένη Λόππα

Μπορεί στην Ελλάδα το θέμα της μετόπης του Παρθενώνα να είναι ένα απροσπέλαστο ταμπού, όμως στον υπόλοιπο κόσμο τα πράγματα είναι λιγότερο περίπλοκα.  Γενικά στην Ελλάδα η κοινή γνώμη έχει την τάση να εστιάζει υπέρ του δέοντος στον ηθικό ή τον ανθρωπιστικό παράγοντα και να αγνοεί επιδεικτικά το νομικό μέρος.  Ωστόσο, στις διεθνείς σχέσεις οι νομικές βάσεις είναι αυτές που καθορίζουν τα αποτελέσματα και αν αυτές δεν υπάρχουν, οι ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να τις δημιουργήσουν (π.χ. η ανεξαρτησία του Κοσόβου ή τα δημοψηφίσματα στο Ντονμπάς).

Αν λοιπόν το ζήτημα των μαρμάρων ήταν τόσο απλό όσο νομίζουμε, ότι δηλαδή ένας αποικιοκράτης απατεώνας τα άρπαξε και τα μετέφερε λαθραία στη Βρετανία και αυτά ως προϊόν αρχαιοκαπηλίας οφείλουν να επαναπατριστούν, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις θα είχαν απλά προσφύγει στο ευρωπαϊκό δικαστήριο και θα είχαν κερδίσει την κυριότητά τους με συνοπτικές διαδικασίες.

Δυστυχώς για εμάς, αν κάποτε έπειτα από νομικές προσπάθειας τα μάρμαρα γύριζαν κάπου, δε θα γύριζαν στην Αθήνα, αλλά μάλλον στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης.  Και αυτό γιατί όταν φυγαδεύθηκαν, είτε ως κλοπιμαία, είτε ως εμπόρευμα, ανάλογα με την οπτική, η ακρόπολη της Αθήνας ήταν οθωμανική επικράτεια.  Συνεπώς, νομικά μιλώντας, η Τουρκία ως διάδοχο κράτος (successor state) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το θύμα της κλοπής.

Αντίθετα, η Ελλάδα μετά την ήττα της στη Μικρά Ασία απέτυχε να είναι εκείνη το διάδοχο κράτος, ενώ, νομικά πάντα, δεν αποτελεί ούτε διάδοχο κράτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.  Δεδομένου ότι η αρπαγή των αρχαιοτήτων διεξήχθη περί το 1801 και το Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκε επίσημα το 1832, χωρίς να διαδέχεται κάποια άλλη οντότητα, είναι σαφές ότι το ζήτημα της παραβατικότητας του λόρδου Έλγιν και συνεπακόλουθα η κυριότητα των κλοπιμαίων,  αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο και την Τουρκία.

Αυτό μπορεί να ακούγεται υπερβολικό και ούτε βέβαια η ίδια η Τουρκία έθεσε ποτέ τέτοιο θέμα, όμως καταδεικνύει τη νομική περιπλοκότητα του ζητήματος και το συνδέει με ένα άλλο σοβαρότατο θέμα που έχει να κάνει με το λεγόμενο ”νομικό προηγούμενο”, δηλαδή μετά από κάποιον επιτυχή επαναπατρισμό να απαιτήσουν όλες οι ενδιαφερόμενες χώρες το ίδιο και να προκληθεί αφαίμαξη των διάσημων ευρωπαϊκών μουσείων.  Χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Συρία έχουν πέσει θύματα εκτεταμένης αρχαιοκαπηλίας, ωστόσο όταν διεξήχθη αυτή, δεν ήταν κρατικές οντότητες και αυτό δημιουργεί ασάφεια.  

Αφού λοιπόν η νομική επίλυση του ζητήματος δεν είναι προς το συμφέρον μας, απομένει η ηθική διευθέτησή του.  Πόσο ηθικά άρτιοι είμαστε όμως, ώστε να απαιτούμε την επιστροφή των περίτεχνων γλυπτών και πόσο εξοικειωμένοι με το δικό μας σκοτεινό παρελθόν;  Γιατί όσο καταστροφικός για το μνημείο υπήρξε ο Μοροζίνι ή ο βανδαλισμός των Οθωμανών κατακτητών, άλλο τόσο καταστροφικός υπήρξε και ο δικός μας βυζαντινισμός.  

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ τη φύση του Παρθενώνα.  Όπως ακριβώς σωστά επισημαίνουμε ότι ο ναός της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ανεγέρθη ως χριστιανική εκκλησία, έτσι οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι ο Παρθενώνας ανεγέρθη ως ναός της Θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης των Αθηναίων.  Ήταν δηλαδή ένας ”ειδωλολατρικός” ναός, στον οποίο τελούνταν θυσίες και ανομολόγητες τελετές.  Η θρησκευτική φύση του μνημείου δεν είναι καθόλου άσχετη με την περιπέτεια των ελγινείων.   

Κατά την περίοδο του Βυζαντίου, η οποία αποτελεί και τον συνεκτικό κρίκο που συνδέει την αρχαία Ελλάδα με το σύγχρονο ελληνικό κράτος, κυρίως μέσω της γλώσσας, υπήρξε μια κεντρικά οργανωμένη προσπάθεια να ξεριζωθεί η υπερχιλιετής πίστη των Ελλήνων σε Θεούς που απεικόνιζαν τις δυνάμεις της φύσης, να εξοντωθεί το πανίσχυρο ιερατείο που την υπηρετούσε και να εξαφανισθούν τα φυσικά της ίχνη, δηλαδή εκατοντάδες αρχιτεκτονικά δημιουργήματα επιπέδου Παρθενώνα, τα οποία είτε πυρπολήθηκαν, είτε γκρεμίστηκαν ώστε στη θέση τους να κτιστούν χριστιανικοί ναοί με τα υλικά τους.  Όσα γλίτωσαν, μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες, ακριβώς όπως και ο Παρθενώνας (Παναγία Αθηνιώτισσα).

Η ειρωνεία τώρα είναι ότι μπορεί πράγματι η κεντρική εξουσία να πέτυχε τον σκοπό της και να εξαφάνισε την αρχαία θρησκεία, όμως από τα ερείπια κατάφερε να επιβιώσει ο πολυθρύλητος πολυθεϊσμός των Ελλήνων, παράγωγο της παροιμιώδους δεισιδαιμονίας του έθνους μας, ενός έθνους στο οποίο η μοίρα και η τύχη έχουν την ίδια βαρύτητα με τον ορθολογισμό και την επιστήμη.  Κάπως έτσι η σύγχρονη θρησκεία των Ελλήνων είναι γεμάτη μικρούς και μεγάλους Αγίους, οι οποίοι λατρεύονται ως κανονικοί Θεοί, όπως ακριβώς γινόταν 2500 χρόνια πριν, ενώ η διαδικασία συνεχίζεται με την ανακήρυξη νέων.  Μάλιστα για τους θιασώτες των τολμηρών θεωριών περί ασυνέχειας των Ελλήνων, αυτή είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη διάψευσης. 

Γνώρισα τον μοναχό και μετά θάνατον Άγιο, Παήσιο, και είχα την τύχη να συνομιλήσω ιδιαιτέρως μαζί του στο λιτό κελί του στο Άγιο Όρος.  Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος που είχε κυριολεκτικά ενσωματωθεί στο μεγαλείο της φύσης γύρω του, ενώ τα μετρημένα λόγια του έβριθαν ανθρωποκεντρικής φιλοσοφίας.  Ο Πλάτωνας θα τον είχε σίγουρα κατατάξει στην πρώτη βαθμίδα, δηλαδή στους εραστές του ωραίου και της σοφίας.   Εραστής του ωραίου και της σοφίας είναι και ο Ψαραντώνης, ο οποίος μάλλον δεν θα ανακηρυχθεί Άγιος.

Έκανα αυτή την παρένθεση για να καταδείξω πως μας αντιμετωπίζουν στην υπόλοιπη Ευρώπη με βάση τις δοξασίες μας και τις πρακτικές μας.  Είμαι απόλυτα βέβαιος πως για πάρα πολλά χρόνια, ακόμα και αν κάποια φωτεινά βρετανικά μυαλά με ουμανιστικές καταβολές ήθελαν να πράξουν το αυτονόητο, δηλαδή τον επαναστολισμό του Παρθενώνα με το αριστούργημα του Φειδία, θα ήταν εξαιρετικά καχύποπτοι για το αν κάτι τέτοιο θα γινόταν σεβαστό από τον ορθόδοξο όχλο, που αν του δινόταν η ευκαιρία θα μετέτρεπε ξανά τον αρχαίο ναό σε εκκλησία.

Αυτό άλλαξε την εποχή της Μελίνας και αργότερα στην πορεία του χρόνου έγινε απολύτως κατανοητό στην Ευρώπη ότι η Ελλάδα έχει κάνει τα βήματα που απαιτούνται ώστε να είναι σε θέση και να προστατέψει και να σεβαστεί τη φύση της ιστορικής κληρονομιάς της.  Ωστόσο, όταν οι συνθήκες ωρίμασαν αρκετά, επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο το φάντασμα του εθνικισμού και της περιχαράκωσης.

Σήμερα έχει πιάσει στα μάρμαρα μια κακιά σκουριά, αδιανόητη για όλους τους εραστές και θεράποντες των τεχνών.  Διαβάζουμε από έγκυρες πηγές ότι ένας πονηρός Εγγλέζος εκατομμυριούχος προσπαθεί να νομιμοποιήσει την αρχαιοκαπηλία δια της πλαγίας, διεξάγοντας μυστικές διαπραγματεύσεις με έναν πρόθυμο τριτοκοσμικό πρωθυπουργό, ο οποίος φαντασιώνεται πηχυαίους τίτλους περί επιστροφής και συνεπακόλουθα ακροδεξιά ψηφαλάκια, άσχετα αν με τον τρόπο αυτό εκχωρεί ανεκτίμητη ιστορική κληρονομιά.

Από την πλευρά του ο αρχηγός της αντιπολίτευσης πέφτει στον πειρασμό να στηλιτεύσει το προφανές, δηλαδή τον κίνδυνο εσαεί απώλειας διεκδίκησης της κυριότητας, αλλά για λόγους πολιτικής αντιπαράθεσης αρνείται και αυτός να μπει στην ουσία και αρκείται στην επικοινωνιακή διαχείριση, καταγγέλλοντας απλά την κυβέρνηση και όχι, ακόμα τουλάχιστον, αναζητώντας μια καθαρή και βιώσιμη λύση.

Γιατί το ζήτημα δεν είναι αν τα μάρμαρα θα ταξιδέψουν στο μουσείο της Ακρόπολης, δανεικά ή ανταλλάξιμα ή όπως αλλιώς συμφωνήσουν μυστικά δύο μωροφιλόδοξοι.  Αν κάποιος επιθυμεί να τα δει από κοντά, είτε πάει στο Λονδίνο, είτε στην Αθήνα, το ίδιο είναι, μάλιστα για τους Έλληνες η πτήση για το Λονδίνο είναι συχνά οικονομικότερη.   Ούτε το ζήτημα της κυριότητας είναι ουσιώδες, αφού αυτό μπορεί να ιντριγκάρει το βρετανικό μουσείο ή κυβερνήσεις χωρών – θυμάτων της αποικιοκρατίας, αλλά τον απλό πολίτη – επισκέπτη, ελάχιστα ενδιαφέρει.

Αυτό που όλοι θα θέλαμε κάποτε να θαυμάσουμε, είναι η παλιννόστηση των γλυπτών εκεί που πραγματικά ανήκουν, δηλαδή πάνω στο ίδιο το μνημείο.  Και καθώς όλοι (στην Ευρώπη) κατανοούν τα νομικά προβλήματα, θα περίμεναν από κάποιον ουδέτερο (π.χ. την UNESCO) να μεσολαβήσει ως μεσεγγυητής και να αναλάβει αυτή σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις αυτό που η απλή λογική επιτάσσει ως χρέος των σύγχρονων ανθρώπων σε αυτούς που έβαλαν τα θεμέλια για να φτάσουμε ως εδώ.

Η γενιά του Περικλή είναι ο θεμελιωτής της δημοκρατίας, των πανανθρώπινων ιδεωδών και αυτού που σήμερα ονομάζουμε δυτικός κόσμος.  Ανάμεσα στα πολλά άλλα που μας κληροδότησαν, μας άφησαν και αυτό τον υπέροχο ναό, που συμβολίζει όλα τα κατορθώματά τους.  Σήμερα έχουμε καθήκον να κάνουμε ο καθένας ότι περνάει από το χέρι του για να αποκαταστήσουμε το ναό αυτόν, ως ένα διηνεκές σύμβολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Όλα τα υπόλοιπα, είναι κακιά σκουριά.  Και ως γνωστόν, σε τούτα εδώ τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δεν πιάνει.  Ή μήπως πιάνει;