Κράτος συμβασιούχων

Του Μελέτη Ρεντούμη

Είναι γεγονός ότι ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα της δημόσιας διοίκησης που χρήζει ριζικής αντιμετώπισης εδώ και δεκαετίες είναι αυτό των συμβασιούχων τόσο στον στενό δημόσιο τομέα όσο και στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στον τομέα της καθαριότητας που ούτως ή άλλως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στους μεγαλύτερους δήμους της χώρας, αλλά σε όλο το φάσμα του δημοσίου, με συμβασιούχους εγκλωβισμένους μέσα από φρούδες υποσχέσεις από δημάρχους, πολιτευτές και υπουργούς που η μόνη διακομματική συναίνεση που υπήρχε ήταν επί της ουσίας η εξασφάλιση της επανεκλογής τους μέσω των προσωρινών διορισμών τους οποίους τους παρουσίαζαν ως μόνιμους.

Η έλλειψη επαρκούς καταγραφής των θέσεων στον δημόσιο τομέα, η απουσία αξιολόγησης, η μη κινητικότητα, συνδυαζόμενη με την πολιτική παροχολογία, κατέληξαν στην σημερινή τραγελαφική κατάσταση, το κράτος να διαθέτει 62.000 συμβασιούχους εκ των οποίων τουλάχιστον οι μισοί να εργάζονται με ανανεούμενες συμβάσεις και να πληρώνονται είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό είτε από τους Δήμους.

Είναι ξεκάθαρο από το Σύνταγμα ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν μπορούν να μετατραπούν σε αορίστου κάτι που επιβεβαιώνεται και από το νόμο 2190/1994 που αναφέρει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών.

Παρά την ξεκάθαρη λογική του νομικού πλαισίου στην Ελλάδα υπάρχουν εργαζόμενοι επί δεκαετίες ως συμβασιούχοι που σε κάποιες περιπτώσεις καλύπτουν όντως πάγιες και διαρκείς ανάγκες και δεν έχει προβλεφθεί τίποτα γι’ αυτούς τους ανθρώπους ενώ συνεχίζουν να βρίσκονται στο ίδιο καθεστώς με εργαζόμενους που προσφέρουν καθαρά εποχικές εργασίες και παρ’όλα αυτά σήμερα μέσω των ΟΤΑ διεκδικούν μονιμοποίηση.

Η έλλειψη επαρκούς καταγραφής των θέσεων στον δημόσιο τομέα, η απουσία αξιολόγησης, η μη κινητικότητα, συνδυαζόμενη με την πολιτική παροχολογία, κατέληξαν στην σημερινή τραγελαφική κατάσταση, το κράτος να διαθέτει 62.000 συμβασιούχους εκ των οποίων τουλάχιστον οι μισοί να εργάζονται με ανανεούμενες συμβάσεις και να πληρώνονται είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό είτε από τους Δήμους.

Η κατάσταση αυτή για την οποία είναι υπόλογες όλες οι κυβερνήσεις από την μεταπολίτευση και μετά, πρέπει επιτέλους να επιλυθεί με τρόπο σύννομο μεν αλλά και συμβατό με τις κοινωνικές ανάγκες δε.

Ο μόνος τρόπος να υπάρξει αποτελεσματικός δημόσιος τομέας και να λυθεί το θέμα των συμβασιούχων είναι ν’ακολουθήσει η κυβέρνηση τα παρακάτω βήματα

-Πλήρης καταγραφή των θέσεων και διαχωρισμός σε κρίσιμες και αμιγώς εποχικές.

-Διαχωρισμός μεταξύ στενού δημόσιου τομέα και ΟΤΑ.

-Άμεσος διαγωνισμός του ΑΣΕΠ με συγκεκριμένα κριτήρια ώστε ένα μέρος των συμβασιούχων που πρέπει να συνεχίσουν ν’απασχολούνται λόγω κρισιμότητας των υπηρεσιών που προσφέρουν, να προσληφθούν με σχέση αορίστου χρόνου.

-Διαγωνισμός για ανάληψη εύρους υπηρεσιών του Δημοσίου από ιδιωτικές εταιρίες μέσα από συγκεκριμένη πρόσκληση ενδιαφέροντος και με αντίστοιχη τεχνική και οικονομική αξιολόγηση όλων των προσφορών.

-Συμφωνία με τους ιδιώτες αναλόγως τους ύψους των υπηρεσιών που αναλαμβάνουν, να προσλάβουν συγκεκριμένο αριθμό ειδικευμένων ή ανειδίκευτων συμβασιούχων, έτσι ώστε να φύγει αυτό το βάρος από τον κρατικό προϋπολογισμό και να σταματήσει η κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, ενώ θα υπάρξουν ποιοτικότερες υπηρεσίες και συνεχής αξιολόγηση του έργου των ιδιωτών.

Με βάση τις παραπάνω παραμέτρους, γίνεται αντιληπτό ότι μπορούν να δημιουργηθούν οι συνθήκες, ώστε ο Δημόσιος Τομέας να γίνει πιο παραγωγικός αλλά και ανταποδοτικός, ώστε να σέβεται τον πολίτη και τους φόρους που πληρώνει.

Όσον αφορά συγκεκριμένα για τους ΟΤΑ, θα μπορούσε η μεταφορά των εσόδων ενός φόρου περιουσίας ακινήτων προς τους Δήμους να βοηθήσει στην οικονομική ανεξαρτησία τους και στην πρόσληψη ανθρώπων που πραγματικά καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες χωρίς την επιβάρυνση του προϋπολογισμού.

Έτσι οι Δήμοι που θα έχουν έσοδα από τα έργα υποδομής τους, θα δύνανται και να προσλάβουν μονίμους υπαλλήλους, ενώ όσοι Δήμοι θα έχουν χαμηλή ανταπόδοση στο έργο τους, θα λειτουργούν με συμβασιούχους οι οποίοι υποχρεωτικά θ’αποχωρούν με το πέρας του έργου που τους ανατίθεται.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι μόνο με κανόνες και στενή παρακολούθηση των έργων τόσο σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης όσο και αυτοδιοίκησης μπορεί το δημόσιο ν’αποκτήσει το status που του αξίζει για ν’απαλλαγεί επιτέλους από το καθεστώς ομηρίας χιλιάδων συμβασιούχων που είναι καταδικασμένοι στην ανεργία.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.