Κυρ. Μητσοτάκης: Πού το πάει με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας -και το πολίτευμα;

Του Γ. Λακόπουλου

Το 2015 το Σύνταγμα απαιτούσε 180 ψήφους  για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και εκλογές αν δεν υπάρχουν. Ακολούθως ο πρόεδρος μπορούσε να εκλεγεί τελικά και με σχετική πλειοψηφία.

 Ο Αλέξης Τσίπρας άσκησε το δικαίωμα, που του έδινε το Σύνταγμα, με τη συνδρομή και του Σαμαρά που –κατά τον σχεδιασμό της παρένθεσης- πρότεινε ως υποψήφιο Πρόεδρο τον  αντιπρόεδρο του κόμματός του, ώστε να μην μπορεί να τον ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά, ως νικητής των εκλογών, ο Τσίπρας δεν εξάντλησε το περιθώριο που του έδινε το Σύνταγμα,  να εκλέξει όποιον ήθελε.  Επέλεξε ένα πρόσωπο από την αντίπαλη παράταξη. Και κατά γενική ομολογία ο Προκόπης Παυλόπουλος είναι εξαίρετος πρόεδρος, έχοντας και την ισχύ της ανάδειξής του με μεγάλη πλειοψηφία, που κάλυπτε απολύτως το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη.

Σήμερα την πρωτοβουλία για την εκλογή προέδρου έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως Πρωθυπουργός.  Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι κάνει λάθος  μη επιλέγοντας εκ νέου τον Παυλόπουλο που είναι επιτυχημένος στο ρόλο και εξασφαλίζει εκλογή με επίσης πολύ μεγάλη πλειοψηφία.

 Αλλά είναι δικαίωμά του και θα κριθεί πολιτικά  για τις επιλογές του και από το κόμμα του και από το εκλογικό σώμα.

Εκεί που τα πράγματα οδηγούν σε υπόνοιες, που δεν θέλουμε καν να έχουμε, είναι η επιμονή του Πρωθυπουργού να εκλέγεται πρόεδρος ακόμη και με 120 ψήφους.

 Πέραν του ότι ο αρχηγός του κράτους «δεν είναι διοικητής ΔΕΚΟ»  όπως είπε ο Τσίπρας, υπάρχει ένα θέμα που αφορά της ουσία του πολιτεύματος: ποιος είναι ο ρόλος του Προέδρου και πώς μπορεί να τον επιτελέσει;

Αν φτάσουμε στο σημείο να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακόμη και με κάτω από 150 ψήφους- όπως αφήνει ανοιχτό η ΝΔ-  το πρώτο συμπέρασμα θα είναι ότι θα πρόκειται για πρόεδρο που δεν εγκρίνει η  πλειοψηφία της Βουλής- στην οποία επαφίεται εξ ολοκλήρου η εκλογή.

Ουσιαστικά θα είναι κομματικός πρόεδρος, ακόμη και αν το πρόσωπο δεν προέρχεται από τον κυβερνητικό χώρο. Και αφού το κάνει αυτή η κυβέρνηση θα το κάνει φυσικά και η επόμενη -αφού το Σύνταγμα  θα ισχύει πέραν της τετραετίας.

Ποιο κύρος θα έχει ένας τέτοιος Πρόεδρος; Με ποια νομιμοποίηση θα ασκήσει το ρόλο του ως ρυθμιστής του πολιτεύματος;

Δεν πρόκειται για  απλή υποβάθμιση, αλλά για επικίνδυνο παιχνίδι με το πολίτευμα, που είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.  Ποια δημοκρατία,  όταν αντί της πλειοψηφίας που είναι το θεμέλιό της θα εκλέγεται ο ανώτατος άρχοντας με μειοψηφία;

Η κυβέρνηση παραβιάζει εν γνώσει της μια διάταξη του Συντάγματος που δεν μπορεί καν να τεθεί σε αναθεώρηση: τον χαρακτήρα του πολιτεύματος.  Η αυξημένη νομιμοποίηση προβλέπεται ακριβώς για να έχει νόημα, αξία  και λειτουργικότητα  προεδρευόμενη μορφή του.

Αλλιώς θα είναι σαν να τον διορίζει κατ’ ευθείαν ο αρχηγός της πλειοψηφίας, δίκην υπουργού.

Από εδώ και κάτω ο λόγος ανήκει στον Πρωθυπουργό, ως φορέα της λαϊκής εντολής. Αυτό που προτείνει το κόμμα του δεν απέχει από την εκτροπή.

Αν δεν δέχεται  τον χαρακτηρισμό δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται δια κομματικοποίηση του προέδρου και εξουδετέρωση του συνταγματικού ρόλου του, ως ανώτατου άρχοντα.

Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτή τη μεθόδευση; Το πάει κάπου η κυβέρνηση;  Υποκρύπτονται ανομολόγητες επιθυμίες συγκαλυμμένου  απολυταρχισμού, από τον εκάστοτε Πρωθυπουργό;

Υπάρχουν σκέψεις για καθεστώς ανωμαλίας στην πολιτειακή λειτουργία της χώρας ή άγνοια ότι αυτό θα είναι πιθανό ανά πάσα στιγμή;

Χρειάζεται απάντηση. Το Πολίτευμα δεν είναι τσιφλίκι του κόμματος που έχει συγκυριακά την πλειοψηφία. Και το  Σύνταγμα δεν προσφέρεται για αντιδημοκρατικές ασκήσεις προσωπικής ή κομματικής κυριαρχίας.

Αυτή η ρύθμιση είναι βόμβα στα θεμέλια της ομαλότητας στη χώρα. Αν δεν αποσυρθεί, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης επωμίζεται βαριές ευθύνες έναντι του πολιτεύματος, της  Δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού και της Ιστορίας.