Λευκή Βίβλος Γιούνκερ: Χαμένοι στη μετάφραση οι Έλληνες πολιτικοί, στο σκοτάδι η κοινή γνώμη!

Του Γ. Λακόπουλου

Αν εξαιρεθεί ο Αλέξης Τσίπρας -προσωπικά, όχι το κόμμα του-που κάτι έδειξε να καταλαβαίνει, προφανώς λόγω της θέσης του και βρήκε ενδιαφέρουσα τη συζήτηση που αρχίζει με τη Λευκή Βίβλο του Γιούνγκερ για το μέλλον της Ευρώπης, το υπόλοιπο ελληνικό πολιτικό σύστημα κινείται με διαφορά φάσης σ’ αυτή τη υπόθεση, ενώ η κοινή γνώμη δεν έχει επαρκή ενημέρωση.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά ως εκπρόσωποι των κατ’ εξοχήν  φιλοευρωπαϊκών κομμάτων στην Ελλάδα δείχνουν μέχρι στιγμής να μην αντιλαμβάνονται καν ποιο είναι το πραγματικό αντικείμενο αυτή της συζήτησης και ποια θα είναι η εξέλιξή της- και ως τούτου δεν έχουν προτάσεις για το τι πρέπει να επιδιώξει η Ελλάδα.

Και οι δυο επανέλαβαν παλιές ατάκες του τύπου “δεν δέχομαι  την Ευρώπη των δυο ταχυτήτων” και ότι “η Ελλάδα πρέπει να μείνει στην πρωί ταχύτητα”.  Αντιφατικό, παλαιομοδίτικο και πολιτικαντισμός για εσωτερική κατανάλωση. Οτι ο  Αλέξης Τσίπρας τους ακολούθησε  δείχνει πως λειουργεί το πολιτικό συστημα.Άλλωστε κανένα από τα  τρια  κόμματα δεν διαθέτει ευρωπαϊκό θινκ-τανκ.

Η έλλειψη προετοιμασίας για συμμετοχή σ’ αυτή τη συζήτηση, από την πλευρά της αντιπολίτευσης, υπερβαίνει και την κυβερνητική αφασία που δεν επέτρεψε στην Ελλάδα να  δηλώσει την παρουσία της στα προκαταρκτικά στάδια της Λευκής Βίβλου. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι έχει στρατηγική συμμετοχής στις διεργασίες που θα κορυφωθούν μετά την πανηγυρική συνοδό της 25ης Μαρτίου στη Ρώμη.

Είναι προφανές ότι ελληνική εμπλοκή σ’ αυτή τη συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει με αοριστίες υπέρ ταχυτήτων. Δεν είναι αυτή η  βάση των διεργασιών που εκκινούν με τη Λευκή Βίβλο.Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ήταν σαφής: θέτει στο τραπέζι όλα τα δυνατά σενάρια για την επόμενη μέρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επαφίεται στις κυβερνήσεις των κρατών μελών να  πάρουν τις τελικές αποφάσεις και προφανώς να κριθούν από τους λαούς των χωρών μελών γι’ αυτό.

Πού οδηγεί η Λευκή Βίβλος

Αυτές οι αποφάσεις δεν πρόκειται να δημιουργήσουν καμία Ευρώπη “ταχυτήτων”- αν τελικά προκριθεί αυτή η επιλογή, ήτοι το τρίτο σενάριο: “όσοι μπορούν κάνουν περισσότερα”, όπως διαφάνηκε από την προκαταρκτική συνάντηση των τεσσάρων μεγαλύτερων μελών της Ένωσης. Οσοι χρησιμοιούν αυτη την ορολογια  στέλνουν λάθος μήνυμα   και ο ορος < ταχύτητα> πρέπει να εξαφανιστεί απο το κοινοτικό λεξιλόγιο.

Θα δημιουργήσουν μια  Ευρώπη “πολλών επιπέδων. Χωρίς κάθετους διαχωρισμούς και χωρίς εσωτερικά στεγανά σε ό,τι αφορά τη μετακύλιση των χωρών από ένα επίπεδο στο άλλο κατά  θέμα. Πρόκειται για συστηματική  και λειτουργική επαναφορά της  πρακτικής  των “ενισχυμένων συνεργασιών”,  από την οποία προέκυψε η Ευρωζώνη και η συνθήκη Σένγκεν, κάποιες υβριδικές συμπράξεις μικρότερου βεληνεκούς.

Με άλλα λόγια,  χωρίς να θιγεί η κοινοτική φυσιογνωμία θα δημιουργηθούν μέσα την Ευρωπαϊκή Ένωση λοκομοτίβες κατά θέμα, εφόσον συγκλίνει σ’ αυτό ένας αριθμών χωρών- εννέα κατά τον προηγούμενο υπολογισμό. Κατά τα λοιπά η Ένωση θα λειτουργεί κανονικά έχοντας με τις επιμέρους συνεργασίες  χωρών την ίδια σχέση που έχει σήμερα με τη Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με αυτό το σενάριο -που δείχνει εκτός από το επικρατέστερο και το καλύτερο για το μέλλον της Ένωσης συνολικά- αυτά τα “θεματικά επίπεδα”  που θα συγκεντρώνουν ομάδες  κρατών σε μια κοινή λειτουργία σε ένα τομέα- όπως είναι σήμερα το νόμισμα- και θα είναι ανοιχτά, ώστε οι  χώρες που μετέχουν θα μπορούν να αυξομειώνονται.

Για να μετέχει μια χώρα σε κάποιο “επίπεδο” πρέπει αν έχει τις ανάλογες προϋποθέσεις.  Όταν τις αποκτήσει θα μπαίνει και όταν τις χάνει θα βγαίνει. Με τη διαφορά ότι θα  τεθούν εκ των προτέρων ασφαλιστικές δικλίδες για να μη υπάρχουν κραδασμοί στο συνολικό κοινοτικό εποικοδόμημα, όπως συμβαίνει με το νόμισμα που απειλείται από την έξοδο μιας χώρας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογίζεται ότι οι επιμέρους ενισχυμένες συνεργασίες που θα διαμορφώνουν τα διαφορετικά επίπεδα θα λειτουργούν σαν υποδείγματα  και θα κινούν συνολικά τη Ευρώπη μπροστά, καθώς θα παρακινούν και τις  υπόλοιπες χώρες. Όπως π.χ. συμβαίνει με την Ευρωζώνη στη οποία κάθε χωρά προκρίνει αν θα μετέχει με εμφανή την προσπάθεια ασθενέστερων να αποκτήσουν τις προϋποθέσεις συμμετοχής.

Ως παραδείγματα για τα θέματα και τα επίπεδα, πέραν του κοινού νομίσματος και της ελεύθερης διακίνησης που ισχύουν ήδη, αναφέρονται: η ψηφιακή  σύγκλιση, η κοινή πολιτική στην ενέργεια, η κοινή φορολογική  και εργασιακή πολιτική, αλλά και οι συνέργειες στην Άμυνα και την Εξωτερική Πολιτική  και ό,τι άλλο προκύψει στα πλαίσια της προσπάθειας της Ευρώπης να ομοσπονδοποιηθεί και να ενισχύσει τη διεθνή παρουσία της.

Η θέση της Ελλάδας

Είναι προφανές ότι  αυτή η, ας τη πούμε, “τμηματική ομοσπονδοποίηση” συμφέρει την Ελλάδα και πρέπει να συνταχθεί εξ αρχής με αυτό το σενάριο. Αλλά όχι με γενικόλογους αφορισμούς για ό,τι δεν θέλει  και ευχολόγια για ό,τι νομίζει ότι θέλει. Αυτά  δηλώνουν άγνοια και αδιαφορία και πάντως οδηγούν σε καταστάσεις  να “κατεβαίνουν τα ακουστικά” όταν τοποθετούνται οι Έλληνες εκπρόσωποι στις ευρωπαϊκές συζητήσεις.

Οι  πολιτικές δυνάμεις της χώρας βρίσκονται μπροστά την ευθύνη να διαμορφώσουν κοινή πολιτική σ’ αυτό το θέμα ώστε η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να μετέχει στις διεργασίες με την ευρύτερη δυνατή κοινωνική νομιμοποίηση. Ασφαλώς θα ήταν ολέθριο να εκδηλωθούν κομματικές συγκρούσεις για εσωτερική κατανάλωση.

Πέρα από αυτό για να είναι αποτελεσματική η ελληνική παρουσία και να συμβάλλει σε αποφάσεις που συμφέρουν τη χώρα, πέραν την εσωτερικής πολιτική συναίνεσης, απαιτείται επαρκής γνώση του θέματος και εξοπλισμός όσων εκπροσωπούν τη χώρα με πειστική  επιχειρηματολογία.

Εκ παράλληλου πρέπει να ενημερωθεί σε βάθος η ελληνική κοινή γνώμη για να μετέχει και να στηρίξει αυτές τις διεργασίες. Να περιοριστεί η απήχηση των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων που θα επιχειρήσουν να κινδυνολογήσουν  -εξ ου και οι γενικολογίες για “πυρήνες” και “ταχύτητες” τους διευκολύνουν.

Το πιο κρίσιμο για την Ελλάδα σ’ αυτή τη συζήτηση – πέραν από τις γενικές τοποθετήσεις της, ακόμη και αν κινηθούν στη σωστή κατεύθυνση- είναι η εσωτερική προετοιμασία της για την πραγματική συμμετοχή της χώρας στις ομάδες  χωρών κατά θέμα, που θα κινηθούν πιο συστηματικά από τις υπόλοιπες.

Η Ελλάδα έχει συμφέρον, αλλά και δυνατότητες, να δημιουργήσει για τον εαυτό της τις προϋποθέσεις που θα την συμπεριλαμβάνουν στις περισσότερες ενισχυμένες συνεργασίες, σαν αυτές που προαναφέρθηκαν, κατά το προηγούμενο της ΟΝΕ που την συμπεριέλαβε.

Η διαφορά είναι ότι πρέπει να είναι καλύτερα προετοιμασμένη και να μην εμπλέκει τις στρατηγικές επιδιώξεις της στην Ευρώπη  με την εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση.

Συνεπώς πρέπει να  μιλήσουν με ειλικρίνεια οι πολιτικοί σχηματισμοί για αυτό το θέμα, δεδομένου η χώρα διανύει δύσκολη περίοδο, η κοινωνία της είναι δύσπιστη και ο διεθνής οικονομικός έλεγχος επιβάλλει περιορισμούς .

Ως τώρα δεν το βλέπουμε και δείχνουν χαμένοι στη μετάφραση ενώ στην κοινωνία το θέμα δεν ετέθη από κανένα.  Η σύσταση μιας Εθνικής Επιτροπής για τη Λευκή Βίβλο θα ήταν χρήσιμη. Σε κάθε περίπτωση για τη συμμετοχή σ’ αυτή τη συζήτηση, όπως είπε παλαιότερα Κ. Σημίτης, απαιτείται ενεργητική παρουσία με κατάθεση  “κοινοτικών” προτάσεων και όχι διαρκής παράθεση “εθνικών” αιτημάτων.