Μίκης-Διόνυσος

 Του Σάκη Τόδουλου

«Γεια και χαρά σας άσπιλοί μου δικαστές

Είμαι μπροστά σας, βγάλτε νύχια και φωτιές»[1]

 

Για εμάς, που η μοίρα το έφερε να είμαστε στενά δεμένοι με το Μίκη Θεοδωράκη, είναι απόλυτα βέβαιο, ότι ο Μίκης είναι η σύγχρονη μορφή του Διονύσου. Είναι το πρόσωπο, με το οποίο ο Διόνυσος θέλησε να σωθεί από την καταδίωξη της Ήρας, της Ήρας της ελλαδικής κακοδαιμονίας. Μέσα στο πανύψηλο σώμα, στο ευρύ πνεύμα και στην μεγάλη ψυχή του Μίκη βρήκε ο Διόνυσος ιδανικό κρησφύγετο για να συνεχίσει το αέναο ταξίδι της Ελληνικότητας και της Δικαιοσύνης, θνήσκων και αναγεννώμενος.

Εμείς, που η μοίρα το έφερε να είμαστε στενά δεμένοι με το Μίκη Θεοδωράκη, παρακολουθήσαμε από κοντά το ταξίδι αυτό.

Στην αρχή τον είδαμε, σε ηλικία 15 ετών, να μπαίνει σε ένα τραίνο για να πολεμήσει στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και να τον σταματά ο πατέρας του μετά από μέρες στη Λάρισα με την ορμήνεια: «Μην ντροπιάσεις τη γενιά σου» που τον ακολουθεί πάντα.

Μετά, τον είδαμε ν’ αγωνίζεται το Δεκέμβρη του 1944 έχοντας «τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα», και να συμμετέχει στην πομπή μαζί με «δεκάδες άλλα αγόρια και κορίτσια που είχαν προσφέρει κι αυτά τα νιάτα τους στην Άνοιξη».

Τον είδαμε να υπομένει αγόγγυστα την εξορία της Ικαρίας και το μαρτύριο της Μακρονήσου και να μην υπογράφει, γιατί είναι «Κρητικός».

Τον είδαμε να στολίζει τον «Επιτάφιο» με τον τρόπο του, να θρηνεί μια «Μέρα Μαγιού», να λυτρώνεται και να δέχεται τα πρώτα βέλη, γιατί συνέδεσε την υψηλή ποίηση με το «λαϊκό» όργανο.

Τον ακολουθούσαμε στις συναυλίες του σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας και είδαμε να τον πετροβολούν στη Νάουσα το 61.

Τον βλέπαμε, κάθε βράδυ, αφού τρώγαμε μπόλικο ξύλο, να σμιλεύει μέσα στη λογοκρισία  το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», να μιλά για την ενότητα και την πατρίδα και να προσπαθεί να ενώσει τα αδέλφια που κίνησαν ο «ένας για την Ανατολή και ο άλλος για τη Δύση».

Τον είδαμε μπροστάρη στην Θεσσαλονίκη στην δολοφονία «Λαμπράκη», τότε που το παρακράτος καραδοκούσε σε κάθε γωνιά και κάποιοι τον ήθελαν νεκρό.

Τον ακολουθήσαμε στην «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη», με το «Ζ» χαραγμένο στην καρδιά μας, αναζητώντας τη «Ρωμιοσύνη» και γλυτώνοντας από τον «Χορό των Τραμπούκων». Ξεδιπλώναμε μαζί του τα «πολύχρωμα οράματα» για δημοκρατία, ισότητα, ειρήνη, ελευθερία, παιδεία και δικαιοσύνη. Ήταν και τότε, που η «πανταχού παρούσα καπηλεία» χαρακτήριζε τη βούληση του λαού «οχλοκρατία» και «αναρχία» την φωνή του.

Τον είδαμε στην πρώτη Μαραθώνια πορεία Ειρήνης, ξανά μπροστά, ψηλό, αγέρωχο, χαμογελαστό, ειρηνικό και αποφασισμένο.

Τον είδαμε στα «Ιουλιανά» του 65 να βγαίνει μπροστά καθησυχάζοντας τα πλήθη στην Πλατεία Συντάγματος (ναι, στην Πλατεία, ξανά) για να προφυλάξει, αν και διαφωνούσε μαζί τους, την σωματική ακεραιότητα όσων βουλευτών ερωτοτροπούσαν την εποχή εκείνη ή ψήφιζαν υπέρ της ανατροπής της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου.

Τον χάσαμε, όταν το «χάλκεον χέρι» της Ήρας τον εξόρισε στα «Πανάρχαια Βουνά της Αρκαδίας», στα υπόγεια της «Μπουμπουλίνας» και στα κελιά του Ωρωπού και απαγόρευσε με Διάταγμα τη μουσική του.

Τον είδαμε πρώτο Αντιστασιακό στην Επταετία των Συνταγματαρχών.

Τον ξαναβρήκαμε μέσα στο «χρόνο που παραμορφώθηκε» να μας εμψυχώνει για να «γυρίσει ο τροχός».

Τον είδαμε να οργώνει όλη την Ευρώπη και όπου γης με τις συναυλίες του να ξεσηκώνει τον κόσμο και να κρατά ψηλά το φρόνημα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».

Τον είδαμε να κάνει κτήμα όλων των Ελλήνων τα έργα των σπουδαίων ποιητών του Λαού μας.

Τον είδαμε να συναντιέται με το Μανόλη Αναγνωστάκη, τον λεγόμενο «ποιητή της ήττας» και από τη συνάντησή τους να γεννώνται «χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας».

Τον είδαμε να γεμίζει τα στάδια, από το «Καραϊσκάκη» μέχρι τη Χιλή με χιλιάδες διψασμένους ανθρώπους και να μεταφέρει σε κάθε άκρη της γης τον Ελληνικό Πολιτισμό.

Τον ακούγαμε σαστισμένοι να θρηνεί νουθετώντας: «Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις, να το συνηθίσεις να το λες», προειδοποιώντας για την πολιτισμική και αξιακή πτώχευση.

Τον είδαμε, πρώτο, ν’ απλώνει χέρι φιλίας στον «εχθρικό γείτονα» και να λοιδορείται ως μειοδότης.

Τον είδαμε ν’ απλώνει χέρι συγχώρεσης και συμφιλίωσης στον Βασανιστή, λέγοντάς του: «Δεν έφταιγες εσύ».

Τον ακούσαμε να μας διηγείται, σε ανύποπτο χρόνο, όσα είχε πει στον παντοδύναμο Τίτο της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας για τη Μακεδονία, αποδεικνύοντας από τότε την εθνική του ευαισθησία, όταν όλες οι Κυβερνήσεις από το 44 κι εντεύθεν σιωπούσαν για το θέμα αυτό.

Τον είδαμε, πρώτο, να μετουσιώνει την εθνική συμφιλίωση, δεχόμενος πυρά και ύβρεις από αντίπαλους και συντρόφους.

Τον ακούγαμε να προειδοποιεί για την φαλκίδευση της Δημοκρατίας από τα φαινόμενα διαπλοκής και χειραγώγησης.

Τον είδαμε να αναπτερώνει το γονατισμένο ηθικό των Ελλήνων στην σκοτεινή υπόθεση Οτσαλάν.

Τον είδαμε να μάχεται για την Ειρήνη και να ορθώνει τα στήθη του στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας.

Τον είδαμε να θρηνεί για το Ολοκαύτωμα και  να προειδοποιεί για τα νέα Ολοκαυτώματα.

Τον ακούσαμε, αυτόν που πολέμησε το Δεκέμβρη του ’44, να τολμά να σκαλίζει τις πληγές του και να καταδεικνύει τα λάθη του «Δεκέμβρη» κάνοντας γενναία αυτοκριτική.

Τον ακούσαμε, έναν άλλον Δεκέμβρη, τότε που φλεγόταν η Αθήνα μετά από τη δολοφονία ενός νεαρού μαθητή, να ζητά να βγουν οι κάθε λογής κουκούλες.

Τον βλέπαμε να αντιστέκεται στην αναγκαστική διαχείριση της χώρας και την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.

Τον βλέπαμε να «πολιορκεί το κοίταζε τη δουλειά σου».

Τον βλέπαμε να ξαναδίνει περηφάνια στο λαό μας και να μας θυμίζει χαμένες αρετές.

Και τον είδαμε και χθες να στέκει «ορθός μπροστά στην Πύλη», αυτός «ο τελευταίος Έλληνας».

Για εμάς, που η μοίρα μάς έδεσε με τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, είναι απόλυτα βέβαιο, ότι το σώμα, το πνεύμα και η ψυχή του Μίκη δεν τεμαχίζονται.

Αποτελούν ένα ενιαίο και συμπαγές σύνολο που σφύζει από Ελληνικότητα και Δικαιοσύνη, οράματα και πραγματικότητες, ουτοπίες και ρεαλισμό.

Ένα ενιαίο συμπαγές σύνολο που σφύζει από Αγώνα, που ταυτίζεται με τον Αγώνα.

Μέσα στο χωροχρόνο των αντιθέσεων, είδαμε τους μεν να κατηγορούν το Μίκη ως προδότη, τους δε, ως αποστάτη. Άλλοτε ως επικίνδυνο, άλλοτε πάλι ως άστατο. Κατά πως ταιριάζει στον καθένα. Άλλοτε χρήσιμο εργαλείο, άλλοτε επικίνδυνο μίασμα.

Εχθές ακούσαμε ότι ο Μίκης είναι με την οπισθοδρόμηση, είναι ενάντια στη μόνη λογική λύση. Ότι είναι μισαλλόδοξος και ακραίος.

Γιατί; Επειδή ζήτησε να μιλήσει ο Λαός!

Τώρα πια ούτε και αυτό το δικαίωμα της γνώμης δεν του αναγνωρίζουν. Τον λιθοβολούν, όπως και άλλοτε, γιατί έχει γνώμη και τολμά να την εκφράσει. Κι επειδή την γνώμη του δεν μπορούν να την χτυπήσουν, χτυπούν το σώμα του. Και ξεχνούν το περιεχόμενο της εμπνευσμένης ομιλίας του που είναι το κλειδί για την κατανόηση και τη λύση του προβλήματος και καταφεύγουν στην ισοπέδωση.

Εμείς, που είμαστε δεμένοι με την ιστορία του Μίκη, το έχουμε δει αυτό σε πολλές παραλλαγές στο πέρασμα των Χρόνων και τον βλέπουμε να το υπομένει και να συγχωρεί.

Εμείς, που η μοίρα μάς έδεσε με το Μίκη, γνωρίζουμε ότι σε κάθε απόφασή του, σε κάθε πράξη του, σε κάθε λέξη του, είτε την χαρακτηρίσει η Ιστορία ορθή είτε λαθεμένη, μια μονάχα ήταν η έγνοια του: Η πατρίδα.

Τίποτε Άλλο.

 

[1] Μίκης Θεοδωράκης, «Διόνυσος», 1985.