Μετά την κρίση τι;

Του Γιάννη Σταυρακάκη

Και μετά την κρίση τι; Τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους; Είναι γεγονός ότι η πολυεπίπεδη κρίση που κυριάρχησε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια λειτούργησε ως μοχλός αναδιάρθρωσης του οικονομικού τοπίου αλλά και ως έναυσμα σημαντικών ανακατανομών και αναδομήσεων της πολιτικής αντιπροσώπευσης και του κομματικού συστήματος. Συγχρόνως, βάθυνε τάσεις που χαρακτήριζαν την ελληνική πολιτική κουλτούρα και παλαιότερα.

Μια από αυτές είναι η κρίση εμπιστοσύνης στο θεσμικό οικοδόμημα και στον Αλλο εν γένει, καθώς και η συνακόλουθη διάβρωση της ελάχιστης κοινής συμβολικής βάσης που σε κάθε πολιτική κοινότητα αποτελεί προϋπόθεση της κοινωνικής συνοχής και των ίδιων των όρων της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αδυνάτισαν ή και κόπηκαν έτσι οι «γέφυρες» που συνδέουν τους πολίτες και τις συλλογικές ταυτότητές τους γύρω από έναν αγωνιστικό πυρήνα παράδοξης «συναινετικής διαφωνίας». Γιατί σε συνθήκες σχετικής ομαλότητας συμφωνούμε ότι διαφωνούμε γύρω από συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά διακυβεύματα, τα οποία ερμηνεύουμε διαφορετικά ή και αντιθετικά, αλλά συμφωνούμε καταρχήν στη σημασία και την αξία τους για μια δημοκρατική πολιτεία.

Οι κρίσεις πλήττουν αυτό τον παράδοξο αλλά απαραίτητο πυρήνα κάθε πολιτείας και είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε συνθήκες κακοήθους συγκρουσιακής πόλωσης, όπου εκλείπει κάθε κοινός παρονομαστής. Πολιτικοί δεσμοί διαλύονται, κοινωνικές σχέσεις μπαίνουν στο ψυγείο, προσωπικές φιλίες αποδομούνται. Γιατί οι κρίσεις δεν παραπέμπουν μόνο σε «αντικειμενικές» αποτυχίες ενός συστήματος που μπορούν να διορθωθούν τεχνοκρατικά, αλλά προκαλούν τη συνάρθρωση αντιθετικών αφηγημάτων που εντοπίζουν διαφορετικές αιτίες, κατηγορούν ως υπεύθυνους διαφορετικούς παράγοντες και προτάσσουν ετερογενείς λύσεις.

Αυτό είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτο, ιδίως σε κοινωνίες όπου η ανισότητα και ο αυτόματος πιλότος συχνά ανάλγητων νεοφιλελεύθερων επιλογών χωρίς επαρκή νομιμοποίηση δημιούργησαν προοδευτικά κοινωνικούς διχασμούς, που παρέμειναν για καιρό σε λανθάνουσα κατάσταση και ήταν αναμενόμενο να αναζητήσουν διόδους εκτόνωσης. Δεν πρόκειται, φυσικά, για αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Πρώτη προϋπόθεση αντιμετώπισής του είναι η συνειδητοποίηση της παγκόσμιας εμβέλειας αυτής της ρήξης. Δεν υπάρχει εδώ ελληνικός εξαιρετισμός.

Οπως αποκάλυψε το δημοψήφισμα του Brexit, η εκλογή Τραμπ αλλά και παλαιότερα το ελληνικό δημοψήφισμα, υπάρχουν και οι «χαμένοι» του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» και δεν πρόκειται να μείνουν σιωπηλοί ή απαθείς, όπως αναμένει ένα απονομιμοποιημένο «ακραίο Κέντρο». Η αγανάκτησή τους μπορεί, μάλιστα, να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές: αριστερές και δεξιές, εξισωτικές και ιεραρχικές, δημοκρατικές και αντιδημοκρατικές.

Οσο οι κυρίαρχες δυνάμεις και οι κρατούσες πολιτικές αποφεύγουν να λάβουν σοβαρά υπόψη αυτό το δυναμικό της διαμαρτυρίας τόσο αυτό αναμένεται να ενθυλακώνει όλο και περισσότερες επικράτειες -με τελευταία την Ιταλία- και να λαμβάνει δυνητικά επικίνδυνες μορφές. Δεύτερη γενική προϋπόθεση κάποιας πλανητικής διεξόδου είναι η απομάκρυνσή μας από το στερεότυπο που αποδίδει την αιτία για τις εξελίξεις αυτές σε ένα έλλειμμα ενημέρωσης, στα «fake news» που παρασύρουν τις μάζες. Γιατί «fake news» αναπαράγουν και οι ελίτ. Σχηματίζονται έτσι δύο μπλοκ που παγιδεύονται στις δικές τους αυτιστικές φαντασιώσεις και αδυνατούν να συμβιβαστούν τόσο με την πραγματικότητα όσο και μεταξύ τους. Μετά τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές, ο Μπρούνο Λατούρ εξέφρασε με τον ακόλουθο τρόπο το επίδικο διακύβευμα:

«Βρισκόμαστε με τις χώρες μας χωρισμένες στα δύο, με το κάθε μισό να παρουσιάζεται ακόμα λιγότερο ικανό να κατανοήσει τη δική του πραγματικότητα, πόσω μάλλον την άλλη πλευρά. Το πρώτο μισό -ας το αποκαλέσουμε παγκοσμιοποιημένο- πιστεύει ότι ο ορίζοντας της χειραφέτησης και της νεωτερικότητας (συχνά συγχέεται με τη βασιλεία των οικονομικών) μπορεί ακόμα να επεκταθεί για να αγκαλιάσει ολόκληρο τον πλανήτη. Εν τω μεταξύ, το δεύτερο μισό αποφάσισε να αποσυρθεί στον Αβεντίνο λόφο, ονειρευόμενο μια επιστροφή σε έναν παρελθόντα κόσμο.

Ετσι, κυριαρχούν δύο ουτοπίες: μία ουτοπία του μέλλοντος απέναντι σε μία ουτοπία του παρελθόντος. Η πάλη μεταξύ Κλίντον και Τραμπ το έδειξε αυτό αρκετά καλά: και οι δύο εγκλωβίστηκαν στις διαφορετικές τους εξωπραγματικές φούσκες. Προς το παρόν, η ουτοπία του παρελθόντος έχει κερδίσει. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη και πιο βιώσιμη αν είχε επικρατήσει η ουτοπία του μέλλοντος».

Αν κάτι θα έπρεπε να μας διδάξει η κρίση θα ήταν η ανάγκη κάποιας γεφύρωσης αυτού του χάσματος και σύναψης ενός σύγχρονου «New Deal». Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη ανάπτυξης μιας πρακτικής «πολιτικής δαημοσύνης» ικανής να μας απομακρύνει από «ακραίες», αυτιστικές φαντασιώσεις και φούσκες, της μιας ή της άλλης πλευράς, της μιας ή της άλλης μορφής, χωρίς να απωθεί κατ’ ανάγκην τα διαφορετικά συμφέροντα ή τις διαφορετικές συλλογικές ταυτότητες με τις οποίες ταυτιζόμαστε.

Ο Γιάννης Σταυρακάκης είναι Καθηγητής Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου στο ΑΠΘ

ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ