Νέο Μνημόνιο με εκλογές;

Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης ένα δίχτυ ασφαλείας σε περίπτωση νέας κρίσης ρευστότητας. Ένας καλός τρόπος για την παροχή του θα ήταν μια λεγόμενη προληπτική πιστωτική γραμμή από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Tου Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣΗ Ελλάδα τον τελευταίο καιρό και ιδίως μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό του πρωθυπουργού, έχει μπει σ’ έναν αγώνα δρόμου για να κλείσει η 2η αξιολόγηση με τους δανειστές, έτσι ώστε να δρομολογηθούν, τόσο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους όσο και η ένταξη της χώρας στον μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το λεγόμενο QE.

Το ερώτημα που τίθεται όμως δεν είναι απλά αν θα κλείσει η αξιολόγηση, αλλά αφενός με τι όρους θα κλείσει και αφετέρου αν έχει τον απαιτούμενο πολιτικό χρόνο η κυβέρνηση για ν’αναστρέψει το αρνητικό κλίμα στην οικονομία.

Η αίσθηση που υπάρχει δυστυχώς παντού στην αγορά είναι ότι είναι ήδη πολύ αργά για να επιτευχθεί μια σημαντική βελτίωση στην ελληνική οικονομία, καθώς ακόμα και σε καθεστώς ελάφρυνσης χρέους, λόγω της υστέρησης εμφάνισης των όποιων μέτρων στην πραγματικά οικονομία, το αποτέλεσμα είναι πιθανόν να εμφανιστεί μετά από 2 χρόνια λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας αλλά και των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Εκτός αυτού, όπως ήδη διαφαίνεται, αν τελικά κλείσει η αξιολόγηση καθώς τα περισσότερα μέτρα είναι ήδη συμφωνημένα, αυτό θα προϋποθέτει την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, το οποίο με την σειρά του βάσει καταστατικού έχει ήδη θέσει τους δικούς του όρους.

Το κομβικό θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων, που ανέμενε εδώ και καιρό να επιτύχει η κυβέρνηση ως χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, είναι αδύνατον να επιτευχθεί καθώς οι δανειστές εμφανίζονται με μία κοινή γραμμή στην διατήρηση πλεονασμάτων της τάξης του 3.5% του ΑΕΠ για τα έτη 2019-2020 μετά την λήξη του τρέχοντος προγράμματος το 2018.

Επί της ουσίας, για να κλείσει η αξιολόγηση και να δώσουν οι δανειστές τουλάχιστον τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης, επιζητούν πρόσθετες εγγυήσεις τόσο για να κριθεί ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία, αλλά και για να συμμετάσχει και το ΔΝΤ τόσο με τεχνική όσο και με οικονομική βοήθεια.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Ελλάδα και συγκεκριμένα το οικονομικό επιτελείο, απαιτείται να προσδιορίσει και να περιγράψει από τώρα τ’ απαιτούμενα μέτρα για την περίοδο 2019-2020 στα πλαίσια του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος, ώστε να επιτευχθούν τα υψηλά πλεονάσματα.

Δεδομένης μάλιστα της δυστοκίας της οικονομίας, της έλλειψης ρευστότητας αλλά και της υπέρογκης φορολογίας, η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι οποιαδήποτε νέα κίνηση αύξησης φορολογίας ταυτόχρονα με οριζόντιες περικοπές συντάξεων θα δώσουν την χαριστική βολή στην μεσαία τάξη που έχει σταματήσει εδώ και καιρό να παράγει και να δημιουργεί πλούτο λόγω αδυναμίας και έλλειψης κινήτρων στην αγορά.

Η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να περιγράψει ένα νέο Μνημόνιο ως συνέχεια του 3ου Μνημονίου, ώστε να επιτύχει ελάφρυνση χρέους, την οποία όμως θα μπορούσαν να είχαν φέρει ήδη οι μεταρρυθμίσεις αν είχαν εφαρμοστεί στην ώρα τους και είχαν τάχιστα απελευθερωθεί οι αγορές από την εποχή του 2ου Μνημονίου, που ποτέ δεν εφάρμοσε η κυβέρνηση Σύριζα.

Το αφήγημα της κυβέρνησης αλλά και το ηθικό πλεονέκτημα αρχίζουν πλέον και ξεθωριάζουν μέρα με την μέρα γεγονός που αποτυπώνεται και παγιώνεται στις δημοσκοπήσεις βάσει των οποίων η διαφορά διαρκώς διευρύνεται υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είναι προφανές ότι ο πολιτικός χρόνος της κυβέρνησης τελειώνει αν δεν γίνει κάτι εντυπωσιακό από τον διεθνή παράγοντα.

Ποια θα είναι λοιπόν η στρατηγική που θα επιλέξει ο πρωθυπουργός; Θα πάει σε εκλογές αρνούμενος τα νέα μέτρα που βάζουν τη χώρα σε νέο Μνημόνιο; Θα διαφημίσει μήπως τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους, τα οποία δεν θα έχουν κανένα προσωρινό αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών, ενώ ταυτόχρονα θα μειώνει συντάξεις;

Εύλογα ερωτήματα με απαντήσεις που θα κριθούν άμεσα. Το σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση αυτοπαγιδεύτηκε καθώς αν είχε ήδη εφαρμόσει τα προαπαιτούμενα πιθανότατα τώρα να μην συζητούσαμε καν για νέα μέτρα.

Αναμένουμε λοιπόν μ’ενδιαφέρον τις εξελίξεις που θα καθορίσουν και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.