Πώς μεγάλωσε το χρέος- πού πετύχαμε και πού αποτύχαμε με τα Μνημόνια

 Του Γιώργου Προβόπουλου

Το βιβλίο  «Μύθοι και Αλήθειες για το Δημόσιο Χρέος. 2012-2017» του Βαγγέλη Βενιζέλου, περιγράφει πολύ αναλυτικά όλες τις φάσεις από τις οποίες διήλθε η μεγαλύτερη παγκοσμίως περίπτωση περικοπής χρέους των τελευταίων δεκαετιών, γνωστή σαν PSI. Κι όμως, όπως ξέρουμε, αυτή η ιστορικά πρωτόγνωρη ελάφρυνση κρατικού χρέους, λοιδορήθηκε κατά κόρον, ιδιαίτερα μάλιστα από κάποιους οι οποίοι ήταν υπέρ του σοβαρού κουρέματος του χρέους. Καλλιεργήθηκαν επίσης διάφοροι μύθοι τους οποίους καταρρίπτει έναν προς έναν το βιβλίο, ιδιαίτερα εκείνον που συνδέει την κατάρρευση των Ασφαλιστικών Ταμείων με το θέμα του PSI.

Τέλος, αποσιωπήθηκε από τους ίδιους κύκλους το γεγονός ότι η ιστορικά πρωτοφανής αυτή ελάφρυνση του χρέους δεν έγινε στο πλαίσιο μιας ασύντακτης χρεοκοπίας, ένα γεγονός το οποίο εάν συνέβαινε βεβαίως θα έβγαζε τη χώρα έξω από τις ράγες και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και θα γύριζε το ρολόι της Ιστορίας αρκετές δεκαετίες πίσω.

Το βιβλίο έχει γραφτεί από τον πρωταγωνιστή βεβαίως των γεγονότων εκείνης της περιόδου, το Βαγγέλη Βενιζέλο, ο οποίος περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες τα συγκλονιστικά πολιτικά γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο PSI, τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν, όλα τα «πώς» και τα «γιατί» και γι’ αυτό είναι κι ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο για τον ιστορικό του μέλλοντος.

Ο Βενιζέλος πήρε επάνω του το σκάφος της Ελλάδας

 Επιτρέψτε μου εδώ, δε μπορώ να μην το κάνω, να πω δυο κουβέντες για το πρόσωπο του Βαγγέλη Βενιζέλου, με τον οποίο συνεργάστηκα πολύ αποδοτικά επί σειρά ετών. Οφείλω να πω ότι πήρε πάνω του πολλές φορές το σκάφος ολόκληρο της Ελλάδος.

Χάσαμε μ’ άλλα λόγια την ιστορική ευκαιρία μπαίνοντας στην Ευρωζώνη να επωφεληθούμε από αυτή την ευνοϊκή συγκυρία και να οδηγηθούμε σ’ ένα χαμηλότερο χρέος.

Μπορώ ν’ αναφέρω δυο τρία πολύ επιλεκτικά παραδείγματα. Όταν κάποιες φορές αντιμέτωπος με τον Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας είπε το μεγάλο «όχι» στην προτροπή ν’ αφήσει η χώρα την Ευρωζώνη, στο αεροπλάνο γυρίζοντας από τη Νίκαια που έγραψε την περίφημη δήλωση που διάβασε μόλις έφτασε το αεροπλάνο στην Ελευσίνα αν δεν κάνω λάθος, νωρίς το πρωί όπου καταργήθηκε το δημοψήφισμα και άλλα πολλά γεγονότα τα οποία δε θα ήθελα να σταθώ.

Είναι γνωστά αλλά νομίζω αυτά τα δυο τρία επιλεκτικά γεγονότα που είπα, δείχνουν ότι ο συγκεκριμένο άνθρωπος τις κρίσιμες στιγμές σήκωσε όλο το βάρος και την ευθύνη πάνω του.

Θα ήθελα κατ’ αρχάς να επισημάνω ευθύς εξαρχής ότι το δημόσιο χρέος μοιάζει μ’ ένα μεγάλο παγόβουνο που στην κορφή του αυτό το κομμάτι που είναι πάνω από τη θάλασσα, την υπερδομή, τη βλέπουμε, είναι ορατή, είναι και μετρήσιμη, ωστόσο το μεγάλο κομμάτι που είναι από κάτω κρύβει μη οικονομικές πλευρές, κρύβει πολιτιστικές, πολιτικές, κοινωνικές, διότι αυτές οι πτυχές είναι οι οποίες οδηγούν τελικά στην υπερχρέωση μιας χώρας και θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα σ’ αυτές.

Θα ήθελα επίσης να φωτίσω το θέμα «υπερχρέωση», τί εννοούμε με τον όρο και βεβαίως η έννοια της υπερχρέωσης, αποτυπώνεται στην εξέλιξη και στο μέγεθος του κλάσματος που έχει αριθμητή το χρέος και παρανομαστή το ΑΕΠ. Όταν ξεπεράσει κάποια αρχικά όρια, θα μπορούσα να πω το 100%, αν και η Συνθήκη του Μάαστριχτ βάζει πολύ χαμηλότερο όριο, το 60%, αλλά εν πάση περιπτώσει το 100%, όταν φτάσει μια χώρα, τότε μπορούμε να πούμε ότι μπαίνει σε διακεκαυμένη ζώνη.

Χάσαμε  ιστορική ευκαιρία

 Το όριο αυτό το είχε φτάσει ήδη από το 1999-2000, δηλαδή πριν από πάρα πολλά χρόνια χωρίς να ν’ ανησυχήσουμε σαν κοινωνία, σαν πολιτικό σύστημα ιδιαίτερα από το απειλητικό αυτό μέγεθος.

Και μάλιστα σπεύδω εδώ να πω ότι σ’ εκείνες τις «καλές» εποχές όπου τα επιτόκια ήταν πάρα πολύ χαμηλά της Ελλάδος, διότι σχεδόν απολάμβανε γερμανικών επιτοκίων, η δε «ανάπτυξη» έβαινε ταχέως, δεν επωφελήθηκε η χώρα από αυτά ακριβώς τα στοιχεία ούτως ώστε να περιορίσει το χρέος, αντιθέτως με βάση τα χαμηλά επιτόκια ενθαρρύνθηκε να δανειστεί ακόμα περισσότερο και να φουσκώσει ακόμα περισσότερο το χρέος.

Χάσαμε μ’ άλλα λόγια την ιστορική ευκαιρία μπαίνοντας στην Ευρωζώνη να επωφεληθούμε από αυτή την ευνοϊκή συγκυρία και να οδηγηθούμε σ’ ένα χαμηλότερο χρέος. Αντιθέτως το χρέος αυτό μεγάλωνε σταθερά. Ας δούμε όμως αυτό το κλάσμα που είπα προηγουμένως και γιατί επηρεάζεται από άλλα πράγματα, όχι μόνον οικονομικά, όπως ανέφερα και προηγουμένως.

Κατ’ αρχάς το χρέος εκφράζεται τα σωρευτικά ελλείμματα. Έλλειμμα την επόμενη χρονιά κι η Ελλάδα, δόξα τω θεώ, συνεχώς είχε ελλειμματικές δημοσιονομικές χρήσεις. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν μεγάλες ευθύνες στο πολιτικό σύστημα βεβαίως και στην κοινωνία.

 

Όσο καθυστερεί η ανάπτυξη, και ήδη έχει καθυστερήσει η ανάπτυξη, διότι πιστεύω ότι όπως και οι άλλες χώρες, παρά τα προβλήματα που είχαμε, η χώρα αν είχε σοβαρά λειτουργήσει αυτά τα χρόνια, θα είχε περάσει μια μεγάλη κρίση τριετίας, αλλά τώρα θα είχε βγει και θα είχε μια αναπτυξιακή πορεία τέτοια, που θα της επέτρεπε μια απώλεια ας πούμε της τάξης του 15% αρχική, ν’ αρχίσει λίγο-λίγο να την παίρνει πίσω.

Στο πολιτικό σύστημα διότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να διορίζονται περισσότεροι άχρηστοι άνθρωποι, στο να γίνονται δαπάνες σε περιοχές με πολύ χαμηλή αν όχι μηδενική κοινωνική αποδοτικότητα κτλ. Σ’ ένα είδος, ας μου επιτραπεί η λέξη «ψηφοθηρίας», που οδήγησε σε περισσότερες δαπάνες οι οποίες δυστυχώς δε μπορούσαν να παρακολουθηθούν από τα φορολογικά έσοδα. Πάντα τα φορολογικά έσοδα ήταν πίσω από τις δαπάνες και γι’ αυτό είχαμε και συνεχώς διλήμματα.

Καταλήξαμε να έχουμε ένα πολύ μεγάλο και παρεμβατικό κράτος και μάλιστα χειρότερο κράτος, όχι καλύτερο και περισσότερο. Μπορεί να ήταν περισσότερο αλλά μάλλον χειρότερο. Το κράτος αυτό άπλωνε τα πλοκάμια του παντού και καθόριζε τις οικονομικές δραστηριότητες, έδινε το γενικό τόνο στις μισθολογικές αυξήσεις κάθε χρόνο.

Σπεύδω να πω ότι η μέση ετήσια αύξηση των αποδοχών ήταν 6%, άμα το πείτε σε Γερμανούς, Γάλλους κτλ., θα τρελαθούν άμα ακούσουν τέτοιες αυξήσεις και φυσικά αυτές τις αυξήσεις τις ακολουθούσε μετά και ο ιδιωτικός τομέας, ανεξαρτήτως παραγωγικότητος, όπως επίσης και το ασφαλιστικό σύστημα το οποίο χορηγούσε συντάξεις, αυξήσεις συντάξεων, στα επίπεδα αυτά. Κι έχουμε οδηγηθεί βέβαια εκεί όπου οδηγηθήκαμε.

Θα πω επίσης ότι οι αριθμοί δεν αποτύπωνα πάντα σε real time την πραγματική δραστηριότητα του κράτους διότι είχαμε για παράδειγμα δραστηριότητες δημοσίων φορέων που δεν αποτυπώνονταν, π.χ. του ΟΣΕ οι δραστηριότητες δεν αποτυπώνονταν στη γενική κυβέρνηση και αποτυπώθηκαν το 2009 με καθυστέρηση.

Το ίδιο και οι συγκοινωνιακοί φορείς, διότι δε χρησιμοποιούσαμε σωστά τους ορισμούς που έλεγαν ότι όταν μια δημόσια εταιρεία έχει έσοδα που ξεπερνούν το 50%, όχι από την τιμολόγηση των προϊόντων και των υπηρεσιών, αλλά από κρατικές επιδοτήσεις, τότε πάει στο κράτος και δεν είναι δημόσια διαχείριση, δεν είναι δηλαδή εκτός της γενικής κυβέρνησης.

 

Η διεθνής κρίση

 

Τώρα σε ό,τι αφορά τον παρανομαστή του κλάσματος που είναι το ΑΕΠ, και αυτός μεγάλωνε την περίοδο την καλή, όσο δηλαδή η χώρα απολάμβανε χαμηλών επιτοκίων, φθηνού δανεισμού και αυξανόμενου δανεισμού, ο οποίος λειτούργησε ως ένα είδος τρόμπας, δηλαδή βοήθησε την κατανάλωση και την ιδιωτική και τη δημόσια και αυτό δημιούργησε μια ανάπτυξη.

Και βεβαίως εις βάρος της πραγματικής, της γνήσιας ανταγωνιστικότητας η οποία συνεχώς υποχωρούσε και αυτό αποτυπώθηκε στο εξωτερικό έλλειμμα το οποίο το 2008-2009 ήταν της τάξης του 15% του ΑΕΠ, ένα νούμερο δηλαδή εξωφρενικά υψηλό, έδειχνε ότι η χώρα ήταν εκτός.

Πετύχαμε στο να μικρύνουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα, πετύχαμε να μειώσουμε το εξωτερικό έλλειμμα και να το μηδενίσουμε στην πραγματικότητα χάρις στην εσωτερική υποτίμηση. Βεβαίως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα δε βελτιώθηκε και κάποια στιγμή αν η οικονομία αρχίσει και ανακάμπτει θα δούμε πάλι το έλλειμμα να επανέρχεται δριμύτερο.

Η διεθνής κρίση που ξεκίνησε όπως ξέρουμε από το φθινόπωρο του 2008 με τη Lehman Brothers, έπληξε ιδιαίτερα την αδύναμη Ελλάδα και χωρίς εξωτερική βοήθεια και χωρίς συντεταγμένο μάλιστα τρόπο, η χώρα θα είχε χρεοκοπήσει με πολύ δραματικές συνέπειες και επιπτώσεις θα μας γύριζε, όπως είπα προηγουμένως, πάρα πολλές δεκαετίες πίσω.

Αυτό αποφεύχθηκε χάρις στα μνημόνια και την εξωτερική βοήθεια που αφειδώς προσφέρθηκε στην Ελλάδα. Τα νούμερα που δόθηκαν στην Ελλάδα δεν έχουν ξαναδοθεί ποτέ στη διεθνή Ιστορία σε καμία άλλη χώρα.

Τώρα θα γυρίσω πίσω στα χρόνια τα οποία σημάδεψαν ή οδήγησαν στην έναρξη της κρίσης. Πράγματι είχαμε ένα δημόσιο έλλειμμα το 2009 το οποίο σκαρφάλωσε κοντά στο 16%, είχαμε ένα χρέος το οποίο μετρήθηκε και ξαναμετρήθηκε, μετρήθηκε με πιο σωστό τρόπο και το πήγε στο 127%. Μίλησε για το εξωτερικό έλλειμμα.

Θα υπενθυμίσω επίσης ότι σε μια έκθεση που είχε κάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα πλαίσια του λεγόμενου άρθρου 4 το έτος 2008 είχε βρει ότι οι υποχρεώσεις της κοινωνικής ασφάλισης θα μας οδηγούσαν σωρευτικά σ’ ένα χρέος που ξεπερνούσε το οποίο 500%, 600% του ΑΕΠ. Αυτό και μόνο έδειχνε ότι η κεντρική ασφάλιση είχε πρακτικά καταρρεύσει, γι’ αυτό είπα προηγουμένως, δεν έχει καμία σχέση με το PSI. Και θα επανέλθω σ’ αυτό.

Τα Μνημόνια ως ευκαιρία

 Κυρίως όμως αυτό το οποίο υπήρχε πέρα από αυτούς τους αριθμούς, ήταν ένα αίσθημα εφησυχασμού και αμεριμνησίας, διάχυτα, ότι η ένταξη στην ΟΝΕ διασφαλίζει την αέναη, εκ του ασφαλούς και άνευ κόπου ευημερίας, καλλιεργούμενο αυτό το αίσθημα κι από ένα πολιτικό σύστημα που έταζε παπάδες στους πάντες και μια κοινωνία που κατά κάποιον τρόπο αποχαυνωμένη νέμονταν το «μάννα εξ ουρανού» ανέκοπα και ανέξοδα.

Τί έκανε λοιπόν το 1ο μνημόνιο: Παρεμβάσεις στα δημοσιονομικά, παρεμβάσεις στην κοινωνική ασφάλιση, αποκατάσταση μέσω εσωτερικής υποτίμησης της εξωτερικής ισορροπίας, του εξωτερικού ελλείμματος που είπα προηγουμένως και μια σειρά από διαρθρωτικές παρεμβάσεις.

Το 2ο μνημόνιο κινήθηκε και αυτό στις ίδιες περίπου ράγες, προέβλεψε ωστόσο και το κούρεμα του δημόσιου χρέους, το PSI για το οποίο συζητούμε τώρα. Τί πέτυχε και τί δεν πέτυχε: Γιατί απ’ τη στιγμή που η χώρα είναι η μόνη ακόμη μνημονιακή χώρα, όταν όλες οι άλλες μετά από δύο, τρία χρόνια εγκατέλειψαν τα μνημόνια, αυτό δείχνει ότι στην Ελλάδα είχαμε αποτυχίες ή μερικές επιτυχίες, όπως θέλετε πάρτε το.

Πού πετύχαμε και πού αποτύχαμε: Πετύχαμε στο να μικρύνουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα, πετύχαμε να μειώσουμε το εξωτερικό έλλειμμα και να το μηδενίσουμε στην πραγματικότητα χάρις στην εσωτερική υποτίμηση. Βεβαίως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα δε βελτιώθηκε και κάποια στιγμή αν η οικονομία αρχίσει και ανακάμπτει θα δούμε πάλι το έλλειμμα να επανέρχεται δριμύτερο.

Παρεμπιπτόντως οι εισαγωγές μειώθηκαν ενώ το σύνολο των εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών, είναι περίπου στα ίδια επίπεδα, λίγο καλύτερα από κει που ήταν προ κρίσης. Άρα δεν έχουμε ουσιαστική βελτίωση. Από την πλευρά της ζήτησης εμφανίζεται η μείωση των εισαγωγών, οι οποίες εισαγωγές ήταν τρεις φορές για εξαγωγές.

Επίσης είδαμε ότι βαθιά ύφεση επηρέασε και το λόγο, το κλάσμα δηλαδή δημοσίου χρέος προς ΑΕΠ, γιατί μεταξύ 2009 και 2016, όπου το χρέος σκαρφάλωσε από το 127% στο 180%. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι κατά τα 3/5 στη μεγάλη δηλαδή πλειοψηφία, η αλλαγή αυτή οφείλεται στην πτώση του ΑΕΠ, του παρανομαστή του κλάσματος, χρέος προς ΑΕΠ, κατά 26% περίπου.

Ο αριθμητής του κλάσματος μ’ εξαίρεση το 2012 που έπεσε λόγω του PSI, όλα τα υπόλοιπα χρόνια έδειχνε μια αύξηση διότι βεβαίως είχαμε ελλείμματα. Το βασικό κατά τη γνώμη μου ερώτημα είναι γιατί έπεσε τόσο τραγικά το ΑΕΠ ή γιατί είχαμε αστοχίες ή αποτυχίες στο θέμα των μνημονίων.

Ιδού μερικές πολύ σύντομες σκέψεις γιατί τα πράγματα δεν πήγαν κατ’ ευχήν: Κατ’ αρχάς υπήρξε μια κάθετη διαίρεση στην κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα, σχεδόν πλήρης απουσία συναίνεσης. Ακόμα και σήμερα το πολιτικό σύστημα έχει στοιχεία πόλωσης. Μικρότερα από το παρελθόν, αλλά όλα αυτά τα χρόνια η πόλωση ήταν πάρα πολύ έντονη.

Το πολιτικό σύστημα, αρνήθηκε την κυριότητα των μνημονίων

Και μπαίνω στον πειρασμό εδώ να θυμηθώ κάτι που είχα διαβάσει πριν λίγα χρόνια από έναν σημαντικό άνθρωπο του θεάτρου, το Βασίλη Παπαβασιλείου, ο οποίος είχε γράψει ότι η χώρα, η Ελλάδα είναι εμφυλιογενής όπως την αποκάλεσε και χρεογενής. Για το «χρεογενής», είναι το θέμα της ημέρας. Για το «εμφυλιογενής», το αναφέρω γιατί έχει να κάνει με το χαρακτηριστικό που είπα προηγουμένως, την πλήρη απουσία συναίνεσης, η οποία σαφώς εμπόδισε στο να προχωρήσουν τα πράγματα με ομαλό τρόπο.

Άλλα χαρακτηριστικά που επίσης λειτούργησαν αρνητικά: Ότι η ίδια η χώρα, ως κοινωνία και πάλι ως πολιτικό σύστημα, αρνήθηκε να πάρει στις πλάτες της την κυριότητα των μνημονίων. Πολλές φορές πέταξε τη μπάλα έξω από το γήπεδο, έκανε καθυστερήσεις, δεν εφάρμοσε σωστά αυτά τα οποία ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αβεβαιότητες και η ύφεση τελικά να είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που αναμενόταν.

Επίσης όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαμε ένα γνήσιο, ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για το τί πήγε στραβά, για να συμφωνήσουμε στοιχειωδώς τουλάχιστον στο ποια ήταν τα θέματα τα οποία μας οδήγησαν εκεί που μας οδήγησαν. Είχαμε άπειρες φορές συζητήσεις στη Βουλή προ ημερησίας διατάξεως για πάρα πολλά θέματα, ποτέ όμως απ’ ό,τι ξέρω και διορθώστε με αν κάνω λάθος, δεν αφιερώθηκε χρόνος στο μείζον θέμα που ταλαιπωρεί τη χώρα και θα την ταλαιπωρεί για πάρα πολλά χρόνια.

Όταν λοιπόν δεν υπάρχει δημόσιος διάλογος, δε γίνεται καμία συζήτηση, δεν υπάρχει ουσιώδης, ελάχιστη συναίνεση, τότε τα πράγματα πορεύονται προς καταστάσεις οι οποίες δεν είναι οι επιθυμητές.

Επίσης άλλο μείον είναι ότι το δημοσιονομικό μίγμα το οποίο ακολουθήθηκε ήταν κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον απρόσφορο διότι σε πολλές φάσεις αυτό το οποίο έγινε είναι να επιβάλλουμε φόρους και πάλι φόρους και πάλι φόρους και να μην κόβουμε δαπάνες, να περιορίζουμε δηλαδή την παρεμβατικότητα του κράτους η οποία σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι άχρηστη.

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν δεκάδες Οργανισμοί οι οποίοι δεν έχουν κλείσει. Και υποτίθεται ότι λειτουργούν χωρίς να ξέρει κανείς γιατί λειτουργούν….

Το αποκορύφωμα ήταν ότι το 2015 και ύστερα από μια, θα μπορούσα επιεικώς να τη χαρακτηρίσω αλλοπρόσαλλη διαπραγμάτευση του κ. Βαρουφάκη, κατέφθασε το 3ο μνημόνιο, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα ν’ αυξήσει και πάλι το χρέος πολύ σημαντικά, να γυρίσει η χώρα σε ύφεση ενώ έχει μια δυναμική αναπτυξιακή προς τα τέλη του ’14, να επιβληθούν τα capital controls, τα οποία έχουν πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στη χρηματοδότηση της οικονομίας και επίσης να οδηγήσουν στην 3η κατά τη γνώμη μου αχρείαστη ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μηδενίζοντας πλήρως την αξία των συμμετοχών στις μεγάλες τραπεζικές επιχειρήσεις που είχε το κράτος μέσω του ΤΧΣ από τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση.

Έτσι σήμερα μετά από 7 χρόνια μνημονίων και 8 χρόνια κρίσης, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα, αγνωστικισμός, απαισιοδοξία και τα σχετικά.

 

Το χρέος και το ΔΝΤ

 Θα ήθελα τώρα να πω δυο κουβέντες για τις μελέτες διατηρησιμότητας, βιωσιμότητας του χρέους και σπεύδω εκ των προτέρων να πω ότι θεωρώ πιο έγκυρη αυτή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η οποία βολεύει με κάποια έννοια, θα εξηγήσω παρακάτω, την Ελλάδα, διότι οι αντίστοιχες αναλύσεις οι οποίες έγιναν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είχαν ένα είδος πολιτικής στόχευσης, να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι ανάγκες για την Ελλάδα είναι πολύ μικρές.

Το IΜF χρησιμοποιεί κατά τη γνώμη μου πιο ρεαλιστικές παραδοχές, όπως για παράδειγμα ότι το ΑΕΠ της χώρας το ονομαστικό θα κινείται με 2,8% ετησίως στα επόμενα πολλά χρόνια, κάτι το οποίο είναι συμβατό με την άποψή του που δεν έχει άδικο ότι ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της χώρας, ο μακρόχρονος είναι γύρω στο 1%, άρα μ’ έναν πληθωρισμό κοντά στο 2% που είναι ο στόχος της Ευρωζώνης πλησιάζουμε το 2,85, το 3%, άρα είναι ρεαλιστικός ο στόχος, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δε μπορεί να είναι 3,5% αλλά θα πρέπει να είναι στο 1,5%.

Επίσης κάνει την παραδοχή ότι το νέο χρέος το οποίο θα γίνεται στα πλαίσια της αναχρηματοδότησης του παλιού, δηλαδή θα εξοφλείται το παλιό το οποίο σήμερα έχει πολύ χαμηλό επιτόκιο. Το καινούργιο θα γίνεται με επιτόκιο το οποίο θα είναι γύρω στο 6%, κάτι το οποίο είναι αρκετά ρεαλιστικό.

Με αυτές λοιπόν τις παραδοχές, βρίσκει ότι το δημόσιο χρέος από 180% που είναι σήμερα θα φτάσει το 275% το 2060. Βεβαίως κριτήριο της βιωσιμότητος δεν είναι αυτή η καθαυτή εξέλιξη του ποσοστού, όσο το ποσοστό των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών το οποίο δε θα πρέπει να ξεπερνάει για μια σειρά ετών το 15% του ΑΕΠ και προς το τέλος, στη δεύτερη φάση, το 20% του ΑΕΠ.

Για να επιτευχθεί βέβαια αυτός ο στόχος προβλέπεται σειρά παρεμβάσεων, δεν πρόκειται να σας κουράσω να σας πω τί προβλέπει, απλά είναι οι γνωστές παρεμβάσεις με μείωση των επιτοκίων, και των τριών προγραμμάτων, επιμήκυνση έως 30 χρόνια της περιόδου αποπληρωμής τόκων και χρεολυσίων, μια περίοδος χάριτος, επιστροφή των ANFAs και των SNPs, είναι τα ελληνικά ομόλογα που είναι στα χαρτοφυλάκια του ευρωσυστήματος και αυτά έχουν ανασταλεί ως πληρωμές τα τελευταία χρόνια.

Αυτά περίπου προβλέπει και αυτό νομίζω ότι αποτέλεσε και τη βάση της συζήτησης της χθεσινής, έστω και αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ευρωπαϊκή πλευρά ήθελε να χρησιμοποιήσει λίγο πιο ελαστικές παραδοχές, προκειμένου να μειωθούν οι απαιτούμενες παρεμβάσεις για το θέμα του χρέους.

 

Το χρέος θα μπορούσε να έχει ήδη τιθασευθεί

 

Συμπερασματικά και με κάποιες πινελιές γιατί δε θέλω να μονοπωλήσω το χρόνο, έχουμε και χρόνο υποθέτω στη συνέχεια για ερωτήσεις, θα ήθελα να επαναλάβω κάποιες βασικές σκέψεις.

Πρώτον, το δημόσιο χρέος αντανακλά εκτός από οικονομικά, κυρίως πολιτισμικές, πολιτικές, κοινωνικές κτλ. πτυχές και φαινόμενα, τα οποία αν εξαλειφθούν πάντα θα υπάρχει γενεσιουργός αιτία για υπερχρέωση, το είδαμε συχνά αυτό στα σχεδόν 200 χρόνια ελεύθερου βίου της σύγχρονης Ελλάδος, είδαμε δηλαδή η χώρα να πτωχεύει, ν’ ανασηκώνεται από τις στάχτες και πάλι προς τη δόξα να τραβά, δηλαδή προς τη νέα χρεοκοπία.

Το αποκορύφωμα ήταν ότι το 2015 και ύστερα από μια, θα μπορούσα επιεικώς να τη χαρακτηρίσω αλλοπρόσαλλη διαπραγμάτευση του κ. Βαρουφάκη, κατέφθασε το 3ο μνημόνιο, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα ν’ αυξήσει και πάλι το χρέος πολύ σημαντικά, να γυρίσει η χώρα σε ύφεση ενώ έχει μια δυναμική αναπτυξιακή προς τα τέλη του ’14, να επιβληθούν τα capital controls, τα οποία έχουν πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος .

Είναι πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο του κ. Ντερτιλή, προτείνω να το διαβάσετε, που αναφέρει όλες αυτές τις ιστορικές περιόδους με τις αλλεπάλληλες πτωχεύσεις. Γι’ αυτό θυμήθηκα και τη φράση του Παπαβασιλείου, ότι η χώρα είναι χρεογενής και εμφυλιογενής.

Δεύτερη σκέψη είναι ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να έχει ήδη τιθασευθεί, αν δεν επιδεικνύαμε κάποια λάθη και αδυναμίες που επιδείξαμε κυρίως τα τελευταία χρόνια. Και αυτά τα λάθη εξηγούν γιατί η χώρα μας είναι πλέον η μόνη χώρα ευρωπαϊκή η οποία έχει ακόμη μνημόνιο. Και δεν ξέρω για πόσο θα έχει. Διότι σπεύδω εδώ να πω ότι όταν δοθεί κάποια στο θέμα της διατηρησιμότητας του χρέους, αυτή η λύση δε θα έρθει χωρίς κάποιου είδους περιορισμό.

Θα μπει δηλαδή η χώρα σ’ ένα είδος αναμορφωτηρίου, επί σειρά ετών. Διότι δε θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να σου κάνει μια διευκόλυνση κι εσύ να χρησιμοποιείς τη διευκόλυνση αυτή για να παίξεις μπάλα με το γνώριμο τρόπο –και ξέρουμε ποιον.

Επίσης θα ήθελα εδώ να πω ότι το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της 8ετούς αυτής κρίσης ήταν εξαιρετικά μεγάλο αφού χάσαμε το 26% του ΑΕΠ στην 8ετία και ακόμα και σήμερα κυριαρχεί η αβεβαιότητα και η απαισιοδοξία για το αύριο.

Μισό εκατομμύριο και πάνω εκπαιδευμένων Ελλήνων έχουν φύγει στο εξωτερικό, έφυγαν από τη χώρα, 1 στους 4 εργαζομένους εξακολουθεί και είναι άνεργος. Θα πρέπει εδώ βέβαια να πω ότι η νοοτροπία των Ελλήνων αν και έχει κάπως αλλάξει, πολύ σταδιακά, αυτό γίνεται με πολύ αργό τρόπο. Δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας, και αυτό δεν είναι θετικό, επιτρέψτε μου να πω, σημάδι, αντιθέτως είναι μάλλον απαισιόδοξο σενάριο.

Επίσης θεωρώ άκρως αρνητικό ότι πολλές φορές αντιμετωπίζουμε τους εταίρους ως εχθρούς και αντιπάλους. Είπα προηγουμένως ότι το ύψος της βοήθειας που έχει δοθεί στην Ελλάδα, δεν έχει δοθεί σε καμία άλλη χώρα ποτέ. Κι αν δεν υπήρχε αυτή η βοήθεια, θα είχαμε κατακρημνιστεί στο βάραθρο.

 

 Τα  λάθη της τελευταίας  διετίας

 

Το γεγονός ότι μας έχουν δώσει όλα αυτά τα χρήματα και τους θεωρούμε εχθρούς και αντιπάλους ή ακόμα χειρότερα, τοκογλύφους, όταν η Ελλάδα απολαμβάνει επιτόκια τα οποία δε θα μπορούσε σε καμία άλλη περίπτωση να τ’ απολαύσουν με κανέναν άλλο τρόπο, κατ’ αρχάς οι αγορές είναι κλειστέ στην Ελλάδα, με οποιοδήποτε επιτόκιο να έπαιρνε και έρχεται αυτή η βοήθεια με πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια και τους χαρακτηρίζουμε και τοκογλύφους.

Με τα λάθη της τελευταίας επίσης διετίας, όχι μόνο δεν επωφεληθήκαμε έγκαιρα από την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 για πρόσθετες παραμετρικές διευκολύνσεις στο χρέος, αλλά φορτώσαμε στο χρέος ένα ακόμα τεράστιο ποσό και αφαιρέσαμε από τη δυναμική του ΑΕΠ ομοίως, την κατεβάσαμε δηλαδή, με αποτέλεσμα το ποσοστό του χρέους του ΑΕΠ ως μελλοντική εξέλιξη, να είναι πολύ πιο αρνητική και επομένως δεν είναι τυχαίο ότι κάθε άσκηση διατηρησιμότητας του χρέους που γίνεται, καταλήγει σε πιο δυσάρεστα αποτελέσματα.

Έτσι σήμερα το δημόσιο χρέος προφανώς κατά τη γνώμη μου δεν είναι βιώσιμο και χρήζει σοβαρής ελάφρυνσης. Διότι χάθηκε πολύς καιρός και έγιναν σοβαρά λάθη.

Τέλος, πιστεύω ότι μόνο μια ισχυρή, γνήσια και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη μπορεί να σπρώξει τη χώρα έξω από αυτό το πολυετές τέλμα και να συμβάλλει αποφασιστικά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Τα μνημόνια γενικά, αποτελούν την αναγκαία, όχι όμως και την ικανή συνθήκη για να βγούμε μπροστά στο αναπτυξιακό ξέφωτο.

Πρέπει να κάνουμε πάρα πολλά ακόμα και αυτά δεν είναι των μνημονίων, αυτά είναι δικά μας, είναι δική μας υπόθεση. Είναι δική μας υπόθεση ας πούμε να δούμε γιατί το αεροδρόμιο του Ελληνικού μετά από τόσα χρόνια έχει γεμίσει σκουπίδια και έχει γεμίσει από τους πρόσφυγες, ενώ θα μπορούσε να έχει μια άλλη, τελείως διαφορετική χρήση αν είχαν πέσει μερικά δισεκατομμύρια ευρώ.

Κοντολογίς, για να μη σας κουράζω, θεωρώ ότι πρέπει έστω και τώρα να εκπονήσουμε ένα αναπτυξιακό οδικό χάρτη με ενέργειες και δράσεις προσανατολισμένες προς την ανάπτυξη. Σπεύδω να πω ότι το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ έχει πέσει στο 11% και ανάπτυξη με τα χαρακτηριστικά που είπα, βιώσιμη, υγιής, διατηρήσιμη, μπορεί να έρθει μόνο με τουλάχιστον διπλασιασμό του ποσοστού των επενδύσεων. Και αυτό θέλει δουλειά για να γίνει, δε γίνεται με ευχές.

Επίσης θεωρώ ότι θα πρέπει ν’ αναμορφώσουμε εκ βάθρων την ακόμα γραφειοκρατική και αναποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, τη θεωρώ ως πρώτης προτεραιότητας μεταρρύθμιση. Μετά από αλλεπάλληλες παρεμβάσεις στη Δημόσια Διοίκηση, φοβούμαι ότι δουλεύει χειρότερα απ’ ό,τι δούλευε, κακά δούλευε και τότε, πριν από 8-9 χρόνια.

Θα πρέπει επίσης να δώσουμε ένα στίγμα και μια φιλοσοφία στην κοινωνική ασφάλιση διότι αυτό που έχει γίνει με τις αλλεπάλληλες περικοπές, είναι να δημιουργηθεί ένα σύστημα το οποίο δεν έχει φιλοσοφία, ή μάλλον η φιλοσοφία του είναι ότι δεν έχει ίχνος ανταποδοτικότητας.

Άρα οι εισφορές ισοδυναμούν με φόρους. Δεν είναι εισφορές όπου βάζω Χ και παίρνω αντιστοίχως αυτά που έχω βάλει σωρευτικά. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο, αυτό μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες από πλευράς εισφοροδιαφυγής, αλλά και φοροδιαφυγής στη συνέχεια και θα πρέπει να ν’ αναδιατυπωθεί η φιλοσοφία του μ’ ένα πολύ καθαρό και συγκεκριμένο τρόπο και επίσης να συμπληρωθεί με τ’ άλλα δύο σκέλη, τον 2ο και τον 3ο πυλώνα που είναι τα ομοιοεπαγγελματικά και ένα είδος ιδιωτικής ασφάλισης που θα έχει ενθαρρυνθεί ….

Επίσης πιστεύω ότι το δημοσιονομικό μήνυμα θα πρέπει να γίνει πιο φιλικό προς την ανάπτυξη και να πάψουμε να σκεφτόμαστε μονίμως τους φόρους και τους όρους σα μόνιμη λύση να κλείνουμε τρύπες.

Κλείνω λέγοντας ότι όσο καθυστερεί η ανάπτυξη, και ήδη έχει καθυστερήσει η ανάπτυξη, διότι πιστεύω ότι όπως και οι άλλες χώρες, παρά τα προβλήματα που είχαμε, η χώρα αν είχε σοβαρά λειτουργήσει αυτά τα χρόνια, θα είχε περάσει μια μεγάλη κρίση τριετίας, αλλά τώρα θα είχε βγει και θα είχε μια αναπτυξιακή πορεία τέτοια, που θα της επέτρεπε μια απώλεια ας πούμε της τάξης του 15% αρχική, ν’ αρχίσει λίγο-λίγο να την παίρνει πίσω.

Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε πως να πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία θα βάζουμε συνεχώς φόρους, θα κόβουμε μισθούς και θα κόβουμε και συντάξεις. Αυτό το πράγμα λοιπόν δε μπορεί να συνεχιστεί. Μόνο ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη.

 

* Ομιλία  στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών για παρουσίαση του  βιβλίου του «Μύθοι και Αλήθειες για το Δημόσιο Χρέος. 2012-2017» του Βαγγέλη Βενιζέλου.