Νησίδες πολιτικής ανωμαλίας

Του Διογένη Λόππα

Η χλιαρή αντίδραση της βαλλόμενης πανταχόθεν ελληνικής κυβέρνησης για το καθολικά απαράδεκτο περιστατικό στον Έβρο, καθώς και η παραδοχή, εκ της μη παραδειγματικής καταδίκης, ντροπιαστικών δημόσιων τοποθετήσεων, τόσο του αρμόδιου υπουργού, όσο και ακροδεξιών αρθρογράφων (που για κάποιον περίεργο λόγο αρθρογραφούν σε κατά τα άλλα σοβαρά έντυπα), δείχνει αυτό που κάθε σώφρων άνθρωπος σε αυτή τη χώρα φοβόταν:  Στην απέλπιδα προσπάθεια να αποσπαστεί η προσοχή της κοινής γνώμης από τις δυσώδεις ”νόμιμες” επισυνδέσεις, το επιτελικό κράτος κλείνει το μάτι στο απαίδευτο εκείνο κοινό που πιστεύει ότι ίσως του δώσει τη νίκη στις αναπόφευκτα πρόωρες εκλογές, αδιαφορώντας όμως για τη διεθνή εικόνα της χώρας και για τη θέση της στη σωστή πλευρά των ανθρωπιστικών ιδεωδών.

Γιατί η μέχρι τώρα πορεία της κυβέρνησης σε ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, δεν ήταν η ενδεδειγμένη.  Και πως να είναι, όταν το αρμόδιο υπουργείο ανατέθηκε, για να το θέσουμε κομψά, όχι στο πιο εύστροφο στέλεχος της συντηρητικής παράταξης, ενώ η αντιμετώπιση στο πεδίο αφέθηκε ανοήτως στους Στραταίους και δη στο πλέον κακόφημο παρακλάδι τους, το Λιμενικό.  Αυτή η διπλή απρονοησία έχει φέρει καταιγίδα στις σχέσεις του Μαξίμου με την Κομισιόν, ενώ παράλληλα, και με τη βοήθεια των καλών μας γειτόνων, δυναμιτίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας συνολικά, καθώς αυτή εδράζεται στις αρχές του διεθνούς δικαίου και στις ανθρωπιστικές αξίες της Ευρώπης.  

Φθάσαμε έτσι στο σημείο να ψιθυρίζονται στους διαδρόμους του Μπελρεμόντ φρικιαστικές αφηγήσεις, που αποπνέουν μια αίσθηση ναζιστίλας, πράγμα καθόλου κολακευτικό για μια υποτίθεται φιλελεύθερη κυβέρνηση που μάλιστα είναι στελεχωμένη με επιτελικούς του μεσαίου χώρου.  Ένας από αυτούς τους αγαπημένους μου γραφειοκράτες (των Βρυξελλών, όχι του Μαξίμου), που είχα την τύχη να συνομιλήσω, μου εξέθεσε ένα σκεπτικό που ομολογώ ότι μου είχε διαφύγει.  Σας το μεταφέρω:

Η ναζιστική θεωρία, που βέβαια είναι και κάτι στο οποίο η ανθρωπότητα στο σύνολό της με τίποτα δε θα ήθελε να ξανακυλήσει, έχει κυρίως στηλιτευθεί για τρεις βασικές της παραδοχές:

  1. Την κατάταξη ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων με βάση φυλετικά κριτήρια (έμπρακτος έως ακτιβιστικός ρατσισμός)
  2. Την εισαγωγή στο δικαιικό σύστημα της έννοιας της συλλογικής ευθύνης, κατά την οποία για παράδειγμα ένα παιδί 5 χρονών θεωρούνταν de facto ένοχο τέλεσης αδικημάτων, επειδή η φυλή του (Εβραίοι) υποτίθεται ότι τέλεσε αδικήματα κατά της προπολεμικής Γερμανίας
  3. Την επιβολή εξοντωτικών ποινών (συνήθως εις θάνατον) χωρίς κανενός είδους δίκη, κατά την κρίση ενός – συνήθως στρατόγκαβλου – αξιωματικού της Βέρμαχτ (θυμηθείτε για παράδειγμα τα Καλάβρυτα)  

Κάνοντας τώρα μια αντιπαραβολή στα τεκταινόμενα του Έβρου και του Αιγαίου, ο συνομιλητής μου ισχυρίζεται ότι οι πρακτικές της Ελλάδας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ρευμάτων, κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν μετα-ναζιστικές.  Και αυτό γιατί στην πράξη η Ελλάδα εφαρμόζει πλήρως και τις τρεις παραδοχές της ναζιστικής θεωρίας, ηθελημένα ή μη:

  1. Κατηγοριοποιεί τους πρόσφυγες με βάση φυλετικά κριτήρια, καθώς για παράδειγμα ένας λευκός χριστιανός πρόσφυγας από την Ουκρανία είναι ευπρόσδεκτος στη χώρα, όχι όμως ένας μαύρος μουσουλμάνος από τη Σομαλία, ο οποίος σαφώς αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικά, όπως ακριβώς θα αντιμετωπίζονταν ένας Εβραίος ή ένας Αθίγγανος στη ναζιστική Γερμανία.
  2. Παιδιά, έγκυες γυναίκες και λοιποί ευπαθείς, αντιμετωπίζονται με την ίδια αυστηρότητα που αντιμετωπίζεται κάποιος που ενδεχομένως να έχει παραβατική συμπεριφορά προσπαθώντας να εισέλθει παράνομα στην Ευρώπη.  Απωθώντας  μια βάρκα στο Αιγαίο ή εκθέτοντας σε θανάσιμο κίνδυνο ανθρώπους στις νησίδες του Έβρου, φαίνεται ότι η Ελλάδα εφαρμόζει ένα είδος συλλογικής ευθύνης, καταδικάζοντας μικρά παιδιά και εγκύους για παραβάσεις που διαπράττουν τρίτοι, με μοναδικό ίσως κριτήριο την καταγωγή ή το θρήσκευμα, με την ίδια δηλαδή ευκολία με την οποία μικρά παιδιά κατέληξαν στα κάτεργα του Νταχάου ή εκτελέστηκαν σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι της Νυρεμβέργης. 
  3. Με τη μέθοδο του pushback, την οποία η Ελλάδα επισήμως αρνείται, αλλά όλοι ξέρουμε ότι εφαρμόζει και για την οποία οι ανά την επικράτεια κυρ Παντελήδες καμαρώνουν στα καφενεία, η Ελλάδα αφήνει στην κρίση κάποιου στρατόγκαβλου αξιωματικού, να αποφασίσει – χωρίς δίκη – ποιος θα ζήσει και ποιος όχι, ποιος θα προχωρήσει ως την αίτηση ασύλου και ποιος όχι.  Συνεπώς, το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου και η εφαρμογή των ανθρωπιστικών αξιών, επαφίενται όχι σε κάποιους μορφωμένους δικαστικούς με αίσθηση της πολιτικής βαρύτητας των αποφάσεών τους, αλλά σε κάποιους αμαθείς που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι δεν είναι σοδειά από κάποιο φυτώριο της Χρυσής Αυγής, όπως ακριβώς συνέβαινε με τη Βέρμαχτ στην ελληνική ύπαιθροι.   

Αυτή τώρα η απάνθρωπη πρακτική, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη ρητορική που εφαρμόζει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στο φλέγον ζήτημα των τουρκικών απειλών.  Εκεί η Ελλάδα αλλάζει πρόσωπο και από Όρμπαν της Μεσογείου, που κτίζει φράκτες και στέλνει στον αγύριστο ανεπιθύμητους εισβολείς, μεταμορφώνεται σε Ούλωφ Πάλμε και απαιτεί την εφαρμογή κάθε παραγράφου του διεθνούς δικαίου, εγκαλώντας την ίδια ώρα τους Τούρκους ως πειρατές και κραδαίνοντας από πάνω τους την απειλή των κυρώσεων, που η ΕΕ σύντομα οφείλει να επιβάλλει στους κακούς γείτονες.  Έτσι, καταλήγει ο συνομιλητής μου, θα πρέπει επιτέλους η ελληνική κυβέρνηση να αποφασίσει αν σέβεται το διεθνές δίκαιο ή όχι, γιατί a la carte εφαρμογή, δεν προβλέπεται.  

Τώρα κάποιος εύλογα θα ρωτήσει, θα αφήσουμε τα σύνορα αφύλακτα και θα αλλοιώσουμε τον πληθυσμό των νησιών μας και μάλιστα σε τέτοια συγκυρία;  Ασφαλώς όχι.  Και τα σύνορα πρέπει να φυλάσσονται και τα νησιά να προστατευθούν από εξωγενείς δυνητικές εργαλειοποιήσεις.  Όμως το πρόβλημα δε θα λυθεί αν γίνουμε οι ίδιοι εγκληματίες ή αν εξουδετερώσουμε μόνοι μας τα ισχυρά ατού της εξωτερικής μας πολιτικής.  Τελικά, το πρόβλημα είναι αν κινδυνέψουμε ως έθνος διασώζοντας μερικούς φουκαράδες στο Αιγαίο ή αν εκχωρήσουμε στην Τουρκία την ερμηνεία του δικαίου των θαλασσών;

Εδώ είναι σαφές ότι η κυβέρνηση έχει κάνει μια συνειδητή επιλογή, δηλαδή να αντιμετωπίσει ολιστικά, βίαια και στρατιωτικά το σύμπτωμα του προβλήματος και όχι να αναζητήσει πολιτικές λύσεις για την πρόληψη του προβλήματος.  Πού ήταν άραγε η ελληνική κυβέρνηση όταν ξεκίνησε η αποσταθεροποίηση της Συρίας.  Γιατί, αν θυμάμαι καλά, ο λαλίστατος κ. Βενιζέλος, αλλά και το σύστημα Σαμαρά (το ίδιο σύστημα που σήμερα ειρωνεύεται το θάνατο παιδιών), όχι μόνο δεν αντέδρασαν στα σχέδια αυτά, αλλά όντας πολιτικά ανόητοι, αφού ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι η Ελλάδα θα πλήρωνε το μάρμαρο, στοιχήθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις στο πλευρό της Δύσης.  

Και ποια ακριβώς ήταν όλα αυτά τα χρόνια η πίεση που άσκησε η Ελλάδα σε παρόμοιες καταστάσεις και αχρείαστους πολέμους που αποσταθεροποίησαν κραταιές χώρες στην ευρύτερη περιοχή;  Στον πόλεμο του Ιράκ και του Αφγανιστάν δεν είδαμε ελληνικές ανησυχίες, αλλά Έλληνες στρατιωτικούς.  Όταν οι Αγγλογάλλοι βομβάρδιζαν τη Λιβύη, δε βλέπαμε τους πρόσφυγες ή το τουρκολυβικό σύμφωνο, αλλά τη συνοχή του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.  Και όταν συζητήθηκε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, το 15% ενεργειακών περικοπών ή η ενίσχυση της Ουκρανίας, ακούστηκε ένα ”ναι σε όλα, χωρίς ανταλλάγματα”, αλλά κανένας δε σκέφθηκε να εκμεταλλευθεί τη δύσκολη θέση των ισχυρών για να θεσπιστούν ευνοϊκότεροι όροι στο προσφυγικό, όπως ο ισότιμος διαμοιρασμός των αιτούντων ασύλου.  

Και όλα αυτά γιατί, όπως όλα δείχνουν, ήταν απολύτως συνειδητή απόφαση του Μαξίμου, προφανώς για λόγους εσωτερικής συνοχής της κυβέρνησης και ανακωχής με την ακροδεξιά συνιστώσα, να το παίξουμε Τσακ Νόρις στα σύνορα και Θανάσης Βέγγος στα κέντρα πολιτικών αποφάσεων.  Και τώρα, πάνω από φέρετρα βρεφών και πνιγμένων εγκύων, προσπαθούμε να αναστοχαστούμε ως έθνος, να δούμε τι έφταιξε και κυρίως με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσουμε την οργή της Κομισιόν που, δυστυχώς, δε θα μείνει στα λόγια, αλλά ίσως μπει στον πειρασμό να ”ξανακοιτάξει” τους πόρους του ταμείου ανάκαμψης.  

Ο απροσδόκητος και άδικος θάνατος του μικρού κοριτσιού στον Έβρο, έκανε θρύψαλα το προσωπείο της σύγχρονης Ελλάδας.  Όταν κατακάθισε η σκόνη, πίσω από το επικοινωνιακό πέπλο εμφανίσθηκε ένας ολόγυμνος ”πρίγκιπας”, ένας ημιμαθής υπουργός και μια ανεκδιήγητη ”σοβαρή” εφημερίδα.   Δυστυχώς, η αποκάλυψη έγινε σε ζωντανή μετάδοση, με όλα τα μεγάλα ξένα πρακτορεία να είναι στραμμένα εδώ και με ξένους δημοσιογράφους να επιδεικνύουν στους Έλληνες αξιωματούχους, πού είναι τα σύνορα της χώρας.  Μιας ευρωπαϊκής χώρας, που μετά από 80 χρόνια, δείχνει να ανακαλύπτει τα θέλγητρα της πιο απάνθρωπης θεωρίας που υπήρξε ποτέ στην ιστορία.  Μιας ευρωπαϊκής χώρας, που ύστερα από το κατόρθωμα των παρακολουθήσεων πολιτικών και δημοσιογράφων και ύστερα από την αφαίρεση του φύλλου συκής στο προσφυγικό, φλερτάρει ολοένα και πιο επίμονα με την ανωμαλία.