Όταν έβρεχε ελευθεροτυπία, ο Σκουρλέτης κρατούσε Ομπρέλα

Του Διογένη Λόππα

Μεταξύ μας, διαβάζοντας το (παραληρηματικό) εξώδικο Σκουρλέτη, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω εναντιώνεται συνολικά στις δυτικές ανθρωπιστικές αξίες, το μυαλό μου δεν πήγε σε κάποιο αυστηρό δικηγορικό γραφείο ή έστω στους μυστηριώδεις διαδρόμους της Κουμουνδούρου, αλλά απευθείας στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας.  Μόνο εκεί θα είχε κάποιος τη φοβερή έμπνευση να αξιώσει τι επιτρέπεται να γράφει ένας δημοσιογράφος και τι όχι.  

Σε μια εποχή που το καθεστώς Μητσοτάκη και οι σφουγγοκωλάριοι – ”δημοσιογράφοι” που το υπηρετούν κατηγορεί συλλήβδην το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για προσπάθεια χειραγώγησης του τύπου και μάλιστα προτίθεται για τον σκοπό αυτό να σύρει τον κ. Παππά σε ειδικό δικαστήριο, ο πρώην γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ προσθέτει ακόμα ένα αδιάσειστο στοιχείο στο νομικό οπλοστάσιο της κυβέρνησης, για το πως ακριβώς αντιλαμβάνονται στην Κουμουνδούρου την έννοια της ελευθεροτυπίας. 

Πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια από την πρόσληψη του φοβερού και τρομερού Ευταξία στην Υπηρεσία Ελέγχου Τύπου και ενώ πιστέψαμε ότι αυτός ο εφιάλτης δε θα μας τρομάξει ξανά, ο κ. Σκουρλέτης φαίνεται πως ζήλεψε τη δόξα των Κολονέλων και απαιτεί, μέσω εξωδίκου, δηλαδή με τον πιο επίσημο τρόπο, τα εξής (κρατηθείτε, καθώς αντιγράφω από το πρωτότυπο):  ”Ειδικότερα, το δημοσίευμα αποκατάστασης, το οποίο θα πρέπει να μου κοινοποιηθεί, πρέπει ρητά να αναφέρει τα εξής: ….”.  Υπαγορεύει δηλαδή σε δημοσιογράφο το κείμενο που θα δημοσιεύσει!!!  

Έτσι ξυπνήσαμε μια μέρα στην Ελλάδα του 2022 και διαπιστώνουμε ότι ένας δημοσιογράφος έχει δολοφονηθεί, τρεις δημοσιογράφοι διώκονται ποινικά για ρεπορτάζ, ένας δημοσιογράφος έχει πέσει θύμα (κρατικής όπως υποστηρίζει ο ίδιος) παρακολούθησης και ένας ακόμα δημοσιογράφος απειλείται με διώξεις επειδή εξέφρασε (τεκμηριωμένη) άποψη.  Και ενώ οι τρεις πρώτες περιπτώσεις καταλογίζονται ως αστοχία της κυβέρνησης, η τέταρτη αποτελεί ευθύνη της αντιπολίτευσης.  Αναρωτιόμαστε λοιπόν ευλόγως ποιο είναι το μέλλον της ποιότητας της δημοκρατίας στη χώρα, αν κυβέρνηση και αντιπολίτευση στοχοποιούν την ελευθερία του τύπου, απλά και μόνο επειδή οι απόψεις ή οι έρευνες που οι δημοσιογράφοι είναι υποχρεωμένοι εκ του λειτουργήματός τους να δημοσιεύουν, δεν τους είναι αρεστές.   

Θαυμάζω ειλικρινά την εμμονή του κ. Σκουρλέτη, που δεν αρκέστηκε στο άρθρο – απάντηση στην κριτική Λακόπουλου, αλλά θεώρησε χρήσιμο και πάνω από όλα δημοκρατικό να επιτεθεί μετωπικά στη δημοσιογραφία και ενώ ήδη είχε λάβει αποστομωτικές κριτικές για τις ευθείες απειλές του από βαριά ονόματα του χώρου.  Αν την ίδια επιμέλεια έδειχνε και στις θέσεις ευθύνης τις οποίες του εμπιστεύθηκε η δημοκρατία μας, δια του πρώην πρωθυπουργού, ίσως τα πράγματα για τον ίδιο και το κόμμα του να ήταν σήμερα διαφορετικά. 

Επί της ουσίας, ο κ. Λακόπουλος άσκησε σφοδρή κριτική για τα πεπραγμένα του κ. Σκουρλέτη, τα οποία εντέχνως και, με το υψηλό επίπεδο γραφής και τεκμηριωμένης άποψης που κοσμεί τα κείμενά του, συνδύασε με τις τρέχουσες εξελίξεις του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, όπου η ομάδα του κ. Σκουρλέτη γνώρισε πανωλεθρία.  Ο δημοσιογράφος δεν παρέθεσε απλώς μια συστάδα απαξιωτικών χαρακτηρισμών, αλλά υποστήριξε μια προς μια τις θέσεις του με στοιχεία, σύμφωνα πάντα με τη δική του οπτική.  Με λίγα λόγια έκανε τη δουλειά του.  

Ως πολιτικό πρόσωπο, δηλαδή ως δημόσιος άνδρας, οποιοσδήποτε κατέχει αξιώματα της πολιτείας είναι όχι μόνο θεμιτό, αλλά και επιβεβλημένο να υπόκειται σε σκληρή κριτική, καθώς η κριτική αυτή είναι το συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος από την εποχή του Κλέωνα και του Αλκιβιάδη.  Αν κάθε φορά που η δημόσια κριτική υπερέβαινε το σαβουάρ βιβρ ξεκινούσαν δικαστικές διαμάχες, τα δικαστήρια δεν θα ασχολούνταν με τίποτε άλλο.  Μόνο ο κ. Τσίπρας, θα έπρεπε καθημερινά να μηνύει περί τους πενήντα καθεστωτικούς δημοσιογράφους.

Ο κ. Τσίπρας, το παράδειγμα του οποίου θα όφειλαν να ακολουθούν τα στελέχη του κόμματος της αριστεράς, μόνο μία φορά κατέφυγε στη δικαιοσύνη (κατά Παπαχρήστου), όταν ο ταλαντούχος δημοσιογράφος αρνήθηκε να ανακαλέσει πασιφανώς συκοφαντικό δημοσίευμα που αφορούσε υποτιθέμενες οικονομικές ατασθαλίες που είχαν ήδη καταρριφθεί με αποδεικτικά έγγραφα.  Όμως, ο κ. Λακόπουλος δεν αναπαρήγαγε ψευδείς ειδήσεις για υποτιθέμενες ποινικές πράξεις του κ. Σκουρλέτη, ούτε τον κατηγόρησε για κλοπή, διασπάθιση δημοσίου χρήματος και άλλα τέτοια.  Όταν ένα δημόσιο πρόσωπο κατηγορείται για ποινικές πράξεις, καταφεύγει στη δικαιοσύνη.  Όταν κατηγορείται για ανικανότητα, απλώς εξηγεί γιατί δεν είναι ανίκανος.

Ο κ. Σκουρλέτης με ένα μακροσκελές άρθρο που (προς τιμήν του κ. Λακόπουλου) δημοσιεύθηκε σε περίοπτη θέση στο ”Ανοικτό Παράθυρο”, πράγματι εξηγεί γιατί δεν είναι ανίκανος.  Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, μέσα από το δημόσιο διάλογο και το ζήτημα όφειλε να λήξει εκεί.  Το γιατί επιστράτευσε τους δικηγόρους του για να ποινικοποιήσει τη δημοσιογραφική άποψη, παραμένει άλυτο ζήτημα, που προφανώς υπερβαίνει την πολιτική διάσταση και αγγίζει άλλες σφαίρες.  

Αυτό όμως που χρήζει άμεσης απάντησης είναι αν εκεί στον όμορφο κόσμο της ριζοσπαστικής αριστεράς συμφωνούν με τις πρακτικές του προβεβλημένου στελέχους τους, αν αποδέχονται ότι μια – έστω απαξιωμένη και ηττημένη – συνιστώσα τους δικαιούται να κακοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας  και αν η αντίληψή τους για τη λειτουργία του τύπου στην Ελλάδα ταυτίζεται με τις πρακτικές της κυβέρνησης ή όχι.  Γιατί κρίνοντας από την προηγούμενη φορά, όπου ο ίδιος δημοσιογράφος είχε την ιδιαίτερη τιμή για πρώτη φορά στην ιστορία να εκδοθεί εναντίον του καταδικαστική ανακοίνωση από το ”μεγαλύτερο κόμμα της αριστεράς στην Ευρώπη”, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε ανήσυχοι.  

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο κ. Σκουρλέτης αισθάνεται αδικημένος ή κάποιος που υπηρέτησε με αυταπάρνηση την παράταξή του και τη χώρα και τώρα εντοπίζει προσπάθεια περιθωριοποίησης από ”ξένα κέντρα εξουσίας”.  Θα πρέπει όμως ο ίδιος να κατανοήσει ότι βγάζει προς τα έξω την εικόνα ενός ανθρώπου ο οποίος αγωνιά να διαχειριστεί την πτώση του με όποιο μέσο κρίνει σκόπιμο, ηθικό ή όχι δεν έχει σημασία, σε μια προσπάθεια ανακάλυψης φανταστικών εχθρών, μια προσπάθεια δηλαδή επιμερισμού των προσωπικών του ευθυνών που τελικά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από πληρωμή του κόστους των (αμέτρητων) λάθος επιλογών του.  

Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που ένας πολύ μεγαλύτερος από αυτόν πολιτικός άνδρας (που ο ίδιος φυσικά έμαθε να μισεί) μίλησε για το ”χρονοντούλαπο της ιστορίας”, στο οποίο προφανώς ο πολύς κ. Σκουρλέτης ετοιμάζεται να περιοριστεί από τις 15 του άλλου μήνα.