Οι άλλοι τα κατάφεραν, η Ελλάδα όμως;

Του Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣΌπως όλοι γνωρίζουμε και περιμέναμε εδώ και καιρό, η συμφωνία με τους δανειστές σε όλα τα μέτωπα επί της ουσίας έχει κλείσει μετά και την επιτυχή ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων του πολυνομοσχεδίου.

Πιο συγκεκριμένα οι κυβέρνηση συμφώνησε στην εισαγωγή 25 νέων φόρων, που αντιστοιχούν συνολικά σε 3.5 δις ευρώ άμεσων και έμμεσων φόρων για την επόμενη τριετία για όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Εκτός αυτού, ψηφίστηκε τόσο το νέο υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων, όσο και ο περιβόητος κόφτης δαπανών, στα πλαίσια της αυτόματης δημοσιονομικής διόρθωσης που έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές σε περιπτώσεις αποκλίσεων.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα με την επικείμενη φορολογική λαίλαπα, είναι ποια είναι η επόμενη μέρα για την ελληνική οικονομία.

Χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, που ήταν επίσης σε Μνημόνιο τα τελευταία χρόνια, έχουν εξέλθει επιτυχώς, έχουν βγει στις αγορές και αναπτύσσονται χωρίς νέα μέτρα και φυσικά χωρίς την ανάγκη για επιβολή κόφτη αλλά και χωρίς διαβουλεύσεις για την βιωσιμότητα του χρέους τους.

Μήπως θα έπρεπε να εξετάσουμε τι ακριβώς έκαναν οι χώρες αυτές και με ποια συνταγή, αντί να ψηφίζουμε διαρκώς νέα μέτρα με αλλεπάλληλα Μνημόνια προσαρμογής;

Ας πάρουμε για παράδειγμα την Κύπρο, η οποία αντί ν’αυξήσει την φορολογία επιχειρήσεων, την μείωσε στο 12% όταν στην Ελλάδα είναι ήδη στο 29%.

Οι εργοδοτικές εισφορές είναι αντίστοιχα στο μισό απ’ότι στην Ελλάδα, ενώ έχουν δοθεί ισχυρά κίνητρα για νέες επενδύσεις, όπου τα πρώτα 5 χρόνια της επένδυσης θα είναι τελείως αφορολόγητα.

Αντιθέτως στην Ελλάδα συζητείται με το νέο αναπτυξιακό νόμο, που ακόμα δεν έχει ψηφιστεί, μόνο η περίπτωση του σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος και αυτό για επιχειρήσεις που θα επενδύσουν στη χώρα πάνω από 20 εκατ. ευρώ.

Επιπρόσθετα η Κύπρος μείωσε τον δημόσιο τομέα της, κάνοντας το κράτος πιο αποτελεσματικό και λειτουργικό, δημιουργώντας νέες υπηρεσίες προς το πολίτη, όταν στην Ελλάδα το κράτος και η δημόσια διοίκηση υπολειτουργούν ενώ τροφοδοτούνται με υπέρογκα έξοδα από τον προϋπολογισμό.

Ένα επίσης βασικό κριτήριο επιτυχίας είναι το ποσοστό των δαπανών του δημοσίου τομέα ως προς το ΑΕΠ της χώρας. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό συνεχίζει να κινείται στο 55%, όταν στην Κύπρο είναι 37%, στην Ιρλανδία 32% και στην Πορτογαλία 45%.

Μάλιστα οι χώρες που σήμερα είναι εκτός Μνημονίου, συνεχίζουν την αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα τους, ώστε να μειωθεί σε μικρότερα ποσοστά, δημιουργώντας θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, όταν στην Ελλάδα αντιθέτως συρρικνώνεται η ιδιωτική οικονομία, προς όφελος δημοσίων οργανισμών που δεν αποδίδουν.

Έχει μάλιστα υπολογιστεί, ότι αν στην Ελλάδα, το ποσοστό δαπάνης του δημοσίου τομέα μειωθεί στο 40% του ΑΕΠ, που είναι απολύτως εφικτό, τότε θα εξοικονομηθούν 9 δις ετησίως, όπου με βάση τον πολλαπλασιαστή επενδύσεων, μπορεί ν’αποφέρει ακόμη και ετήσια 50 δις ευρώ και 200.000 νέες θέσεις εργασίας.

Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, πώς με μια συνετή πολιτική, αφενός ελέγχου των δαπανών και αφετέρου προσέλκυσης επενδύσεων αλλά και συνεργασίας δημοσίου με τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα μέσω της διαδικασίας ΣΔΙΤ, θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει πλήρως το 3ο και το 4ο Μνημόνιο της αυτόματης προσαρμογής και θα είχαμε ήδη βγει στις αγορές καλύπτοντας αυτόνομα σαν χώρα τις δανειακές μας ανάγκες.

Συμπερασματικά, είναι επιτακτική η ανάγκη για ένα νέο εθνικό σχέδιο για την χώρα, με τεχνογνωσία τόσο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ όσο και από τις χώρες που πέτυχαν και εξήλθαν των Μνημονίων.

Η χώρα έχει παραγωγικό δυναμικό αναξιοποίητο και συντελεστές παραγωγής που υποαπασχολούνται. Αν κινητοποιηθούν οι κατάλληλοι πόροι, τότε είναι εφικτή η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μέσα στην επόμενη τριετία.

Παρ’όλα αυτά, αν παραμείνουμε προσκολλημένοι σε ιδεοληψίες, σε μικροκομματικές σκοπιμότητες και παρελθοντολογία, τότε είναι αδύνατον η χώρα να βγει από τον φαύλο κύκλο της στασιμοχρεωκοπίας που την καθηλώνει οικονομικά και κοινωνικά.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός