Οι αναγκαίες αλλαγές στο νέο Ποινικό Κώδικα

Του Δημήτρη Βερβεσού *

Ο νέος Ποινικός Κώδικας είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας διαδικασίας στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι της νομικής επιστήμης και της Δικαιοσύνης. Συνιστά σημαντική παρέμβαση στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης -68 χρόνια μετά την εισαγωγή του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα το 1951-, και τέμνει πλήθος ζητημάτων που έχει θέσει η θεωρία, ή έχουν αναφυεί στην πράξη.

Ανάλογης εμβέλειας, ρηξικέλευθες τροποποιήσεις στην ποινική νομοθεσία είναι αναμενόμενο ότι θα επηρεάσουν τυχόν εκκρεμείς δίκες, που όμως πάντοτε θα υπάρχουν. Γι’ αυτό η κριτική αποτίμηση ενός νομοθετήματος μακράς πνοής, όπως είναι ο Ποινικός Κώδικας, πρέπει να γίνεται με νομικά κριτήρια, χωρίς βεβιασμένες εκτιμήσεις και με αποστασιοποίηση τόσο από την τρέχουσα πολιτική διαπάλη, όσοκαι από μεμονωμένες εν εξελίξει υποθέσεις.

Παρότι ο νέος Κώδικας κινείται συνολικάστην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του ποινικού δικαίου, το δικηγορικό σώμα, δια των συλλογικών του οργάνων,διατύπωσε από την πρώτη στιγμήορισμένες επιφυλάξεις και προβληματισμούς de lege ferendα ως προς επιμέρους ρυθμίσεις. Σημαντικές παρατηρήσεις μας έγιναν δεκτές στο στάδιο της νομπαραγωγικής διαδικασίας. Τούτο αποτυπώθηκε στις αποκλίσεις του ψηφισθέντος νόμου, έναντι του αρχικού κειμένου που δόθηκε  στη διαβούλευση,και αφορούν, μεταξύ άλλων, βελτιωτικές παρεμβάσεις στο αδίκημα της διεύθυνσης της εγκληματικής οργάνωσης, στη δωροδοκία πολιτικών προσώπων, στα αδικήματα του βιασμού, της κλοπής, της απιστίας καθώς και στο ρατσιστικό έγκλημα.

Παρά ταύτα, παραμένουν διατάξεις, που χρήζουν αναθεώρησης. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω: την ανάγκη διατήρησης της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησηςτων πολιτικών δικαιωμάτων ως προς το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, την επανεξέταση της ποινικής μεταχείρισης του εγκλήματος της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών και των υποκλοπών, την επανεξέταση της υφ’ όρων απόλυσης ώστε να επιτυγχάνονται οι στόχοι γενικής και ειδικής πρόληψης, και την ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης των παραβιάσεων της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας.

Δεν πρέπει να παροράται ότι η εφαρμογή πολλών από τις καινοτομίες του νέου Κώδικα, όπως η εισαγωγή της κοινωφελούς εργασίας (και) ως κύριας ποινής, απαιτούν την άμεση λήψη συμπληρωματικών, πρακτικών και οργανωτικών μέτρων, ώστε να μην παραμείνουν γράμμα κενό.

Αντιστοίχως, αναγκαία είναι η ενίσχυση ιδίως των μεγάλων Πρωτοδικείων της χώρας, καθώς η επιβάρυνση των πινακίων λόγω της μετατροπής σημαντικού αριθμού πράξεων από κακουργήματα σε πλημμελήματα είναι αναπόφευκτη.

Τέλος, η θέσπιση του νέου Ποινικού Κώδικα δεν πρέπει να αποτελέσει την κατακλείδα της αναμόρφωσης της ποινικής νομοθεσίας. Είναι αναγκαίο να υπάρξει αφ’ ενός διαρκής αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των νέων ρυθμίσεων, και αφ’ ετέρου επανεξέταση των ειδικών ποινικών νόμων, που χαρακτηρίζονται από σημαντική έλλειψη αξιολογικής και συστηματικής συνοχής.

Σε κάθε περίπτωση, λυδία λίθος της επιτυχίας των όποιων κανονιστικών παρεμβάσεων στον ευαίσθητο τομέα του ποινικού δικαίου θα είναι η ενίσχυση του κράτους δικαίου και η διαφύλαξη των συνταγματικών εγγυήσεων, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότητα της αντεγκληματικής πολιτικής και την επίτευξη των στόχων γενικής και ειδικής πρόληψης.

ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ