Οι δημοσιογράφοι, η “κολοκυθιά” και το θάρρος που λείπει

Του Γ. Λακόπουλου

Προβεβλημένος αρθρογράφος φιλοκυβερνητικής εφημερίδας υποβάθμισε με τον τρόπο του την υπόθεση της έρευνας Τσιόδρα- Λύτρα σε, καλογραμμένο, κείμενό του με τον τίτλο “Κολοκυθιά”.

Πριν στεγνώνει το μελάνι ο ένας εκ των συντακτών της έρευνας- ο θαρραλέος καθηγητής Θόδωρος Λύτρας ανάρτησε:

Την κολοκυθιά την παίζουν οι δημοσιογράφοι που γνωρίζουν αλλά δεν αποκαλύπτουν, οι αντ ‘αυτού πετούν το μπαλάκι στους επιστήμονες χωρίς ντροπή“.

Σ’ αυτή τη φράση υπάρχουν έξι λέξεις που περιγράφουν το δράμα της ελληνικής δημοσιογραφίας σήμερα: “δημοσιογράφοι που γνωρίζουν, αλλά δεν αποκαλύπτουν“.

Έζησα τη δημοσιογραφία την περίοδο που ήταν αδιανόητο να γνωρίζει κάτι ο δημοσιογράφος και να μην το αναφέρει -τουλάχιστον στη σύσκεψη της εφημερίδας του, ή έστω στον διευθυντή του.

Στις καλές εποχές του “Βήματος” ο -δημιουργός του ως σύγχρονης εφημερίδας που συνδύαζε την εγκυρότητα με τη μεγάλη κυκλοφορία – Σταύρος Ψυχάρης έβγαζε καπνούς όταν άκουγε κάποιον να λέει κάτι σημαντικό που όμως δεν έγραψε: “Για τον εαυτό σας τα μαθαίνετε;”.

Αυτό, που ήταν τότε αδιανόητο, έγινε στη συνέχεια επαγγελματική ρουτίνα. Δημοσιογράφοι έχουν ομολογήσει δημοσίων ότι γνώριζαν σημαντικές πληροφορίες και τις απέκρυψαν.

Από εκεί περάσαμε στη σημερινή ακόμη χειρότερη κατάσταση: δημοσιογράφοι διαθέτουν πληροφορίες και δεν έχουν πού να τις γράψουν ή να τις εκφωνήσουν.

Το περιεχόμενο των περισσότερων ΜΜΕ είναι πλέον αυστηρά υποκείμενο στη διατεταγμένη πληροφόρηση που επιβάλει ο -άσχετος με την ενημέρωση- ιδιοκτήτης, ή -ο ασυνείδητος, ή πρώην κακός δημοσιογράφος- διευθυντής. Το non paper θεωρείται… ιερό κείμενο.

Οτιδήποτε κινείται έξω από το πλαίσιο των συμφερόντων του εκδότη, ή δεν εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του, και οτιδήποτε δεν υπόκειται στην έγκριση του κόμματος που υποστηρίζει δεν θα δει ποτέ το φως της δημοσιότητας.

Δεν είναι θέμα εκδοτικής πολιτικής. Είναι θεμιτή, αλλά δεν θα κόψει πραγματικές ειδήσεις, ακόμη και αν τη αντιστρατεύονται. Στη χειρότερη περίπτωση, απλώς τις υποβαθμίζει. Αλλά δεν τις κρύβει.

Πρόκειται για αντικατάστασης της δημοσιογραφίας από ένα είδος κακοπληρωμένης υπαλληλίας, για την οποία μόνο όσοι επιδιώκουν “μαύρα” έσοδα δεν διαμαρτύρονται.

Στις συμβάσεις ενός τουλάχιστον συγκροτήματος οι δημοσιογράφοι αναφέρονται -και υπογράφουν- ως “υπάλληλοι”.

Αυτά οδηγούν τους δημοσιογράφους σε κάτι περισσότερο από αυτολογοκρισία: συνενοχή σε απόκρυψη ειδήσεων.

Δεν μιλάμε για τρέχουσα ειδησεογραφία, αλλά για πληροφορίες που έχουν αξία για την ενημέρωση του κοινού.

Ότι δεν θα δημοσιευτούν, γιατί προσκρούουν στην πολιτική γραμμή του μέσου και ακόμη χειρότερα στα συμφέρονται του αφεντικού οδηγεί στο τελευταίο σκαλοπάτι τη δημοσιογραφία.

Οι δημοσιογράφοι σπανίως αναλαμβάνουν τη ευθύνη να συγκρουστούν με την ιεραρχία του μέσου τους, όταν τους στερεί το δικαίωμα να κάνουν ενημέρωση με βάση το σημαντικό υλικό που διαθέτουν.

Προφανώς δεν είναι πεπεισμένοι ότι θα τους καλύψει και το επαγγελματικό σωματείο τους.

Πέρα από την ανασφάλεια που νιώθει κάποιος που ζει από τη δουλειά του, υπάρχει η εθελούσια εγκατάλειψη της υποχρέωσης να διεκδικούν το δικαίωμα να δημοσιεύουν ό,τι γνωρίζουν.

Γιατί να συγκρουστώ εγώ, ας το κάνει ο άλλος.” Είναι η “κολοκυθιά” που αναφέρει ο καθηγητής Λύτρας.

Σε πολύ λίγες οι περιπτώσεις δημοσιογράφοι – είτε πρόκειται για ρεπόρτερς είτε για αρθρογράφους- αρνήθηκαν να καταπιούν αυτά που ξέρουν ή κρίνουν.

Πρόχειρες έχω μόνο δυο περιπτώσεις επαγγελματικής αξιοπρέπειας και οι δυο γυναίκες και στο ίδιο μαγαζί: τη Δήμητρα Κρουστάλλη και την Έλενα Ακρίτα.

Ωστόσο -με σεβασμό στους περιορισμούς που δεν μπορεί να αποφύγει ένας βιοπαλαιστής δημοσιογράφος -όσο λείπει το θάρρος για καταγγελία του αποκλεισμού μιας πληροφορίας, ή και μιας ωμής απαγόρευσης, η δημοσιογραφία θα μένει γονατισμένη. Και οι δημοσιογράφοι θα παίζουν την κολοκυθιά.

Αλλά η καταγγελία έχει κόστος. Το ξέρω από κάποιες περιπτώσεις.

Στη μια, το βράδυ που ο Ιβάν Σαββίδης μπήκε στο γήπεδο με το το πιστόλι στη μέση, το “Έθνος” του ανήκε τότε, έχασε ένα δημοσιογράφο που υπέβαλε την παραίτησή του.

Στην άλλη ηλεκτρονικός εκδότης προτίμησε να έχει απέναντί τον αρχηγό μεγάλου κόμματος όταν του είπε: “Αν δεν διώξεις αυτόν, όταν γίνω Πρωθυπουργός θα σε τελειώσω”.

Το αναφέρω ως εξαίρεση των καιρών.

Παλιότερα στο “Συγκρότημα”, αν τολμούσε πολιτικός -οποιουδήποτε χώρου και βάρους- να πει στον Λαμπράκη, τον Καραπαναγιώτη ή τον Ψυχάρη, απολύσει συντάκτη, θα επέλυαν τον πολιτικό.

Γνωρίζω αρκετές περιπτώσεις. Θα αναφέρω μόνο την περίπτωση πανίσχυρου μεγαλο-υπουργού του ΠΑΣΟΚ, που χαρακτήρισε ένα ρεπορτάζ του Βήματος “διατεταγμένη δημοσιογραφία” και την επόμενη έλαβε την εξής επιστολή από τον Ψυχάρη:

-“Κυρίως, υπουργέ, το “Βήμα” προϋπήρχε υμών και θα υπάρχει και μετά από εσάς…”.