Όσο υπάρχουν άνθρωποι…

Του Γ. Λακόπουλου

 

Χριστούγεννα σήμερα.  Αλλά όπως ό,τι  λάμπει δεν είναι χρυσός έτσι κι ότι είναι Χριστούγεννα  δεν  είναι γιορτή.  Τουλάχιστον για όλους.  Πίσω από τη βιτρίνα  των ημερών υπάρχει μια πραγματικότητα που τρομάζει -όποιον έχει  το κουράγιο να την αντιμετωπίσει. 

Η κοινωνία της κρίσης  είναι εδώ, αμείλικτη.  Όλο το χρόνο μπορεί να κρύβεται ακόμη και στην Πανδημία, αλλά αυτή την εποχή αποκαλύπτεται, όσο και αν κλείνουμε τα μάτια.

Αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα βγήκαν όλοι στα μαγαζιά για να ψωνίσουν.  Δεν έχουν όλοι τη χαρά της γιορτής. Δεν θα  ανταλλάξουν δώρα και ευχές   την Πρωτοχρονιά.

Πολλά παιδιά δεν περιμένουν κανέναν Αι-Βασίλη, να τους φέρει τίποτε.       Πολλοί -πάρα πολλοί- άνθρωποι δεν γιορτάζουν. 

 Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κάθονται σε γιορτινό τραπέζι με γαλοπούλα και μελομακάρονα. ΄΄Άλλοι δεν έχουν και άλλοι δεν έχουν συντροφιά.

Δεν έχουν συγγενείς η φίλους, ή δεν τους θυμάται κανείς. Η μοναξιά αυτές τις μέρες είναι αβάσταχτη.

 Άλλοι άνθρωποι ψευτοπερνούν τη γιορτή. ΄Σε κάποια σπίτια οικογένεια  κάνει Χριστούγεννα με ένα κοτόπουλο. Ή ό,τι βρέθηκε στο κλείσιμο της αγοράς -φτηνό και δευτερότερο.

Ξεγελάει την επιθυμία των παιδιών της με ένα παιχνίδι από τη λαϊκή αγορά.  Και καρφώνεται στην τηλεόραση βουλιάζοντας κι άλλο στο κιτς και την υποκουλτούρα.

Εκτός από την Ερμού, την Εγνατία, το  Κολωνάκι και την Κηφισιά,  τους  στολισμένους δρόμους στις μεγάλες πόλεις υπάρχουν και οι άλλες αγορές. Για τους άλλους.  

Εκεί χιλιάδες άνθρωποι θα ψάχνουν κάτι πάμφθηνο,  κάτι που θα τους επιτρέψει να πάρουν μέρος στην ψευδαίσθηση των ημερών.

Παπούτσια με πέντε ευρώ,  επικίνδυνα κατεψυγμένα τρόφιμα, ρούχα που θα ξεβάψουν στο πρώτο πλύσιμο, δώρα ιμιτασιόν και αξεσουάρ “μαϊμούδες”.

Άλλοι δεν έχουν τρόπο να ψωνίσουν ούτε από εκεί.  Στα ορεινά χωριά της Άρτας,  στα νησιά  της  άγονης γραμμής, στις φτωχογειτονιές γειτονιές της Αθήνας, στα προάστια των πόλεων διαμορφώνονται  νησίδες απόλυτης ανέχειας.  

 Στα γκέτο οι  πληθυσμοί των προσφύγων και των μεταναστών,  σέρνονται  απελπισμένοι και προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση ότι πίσω από τα θλιμμένα μάτια των παιδιών τους υπάρχουν ανθρώπινα πλάσματα. 

 Χριστουγεννιάτικο μελό;  Καθόλου. Υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος διπλανής πόρτας μπορεί να έχει την ανάγκη μας αυτές τις μέρες. Μπορεί περιμένει από τους άλλους ότι δεν μπόρεσε να έχει μόνος του. Να μην τον ξεχάσουμε.

 Ένα μικρό παιχνίδι για τα παιδιά του. Μια διακριτική οικονομική ενίσχυση για να μπορέσει να  μπει σε σούπερ –μάρκετ, την τελευταία στιγμή του χρόνου. Μια ελπίδα ότι κάτι μπορεί να είναι καλύτερο  γι’ αυτόν αυτές τις μέρες. 

Ίσως αρκεί απλώς μια ευχή για τον καινούργιο χρόνο, ένα χτύπημα στη πόρτα. Ένα χαμόγελο στους δυστυχείς των φαναριών. Ένα απλό βλέμμα  στον μετανάστη που κυκλοφορεί σαν δαρμένο σκυλί, χωρίς ελπίδα.

Θέλει μόνο περίσσευμα ψυχής για να  μπει κανείς για λίγο στη μοναξιά του γείτονα. Δεν κοστίζει να προσφερθεί κάποιος να κάνει τα ψώνια στην ηλικιωμένη κυρία του διπλανού διαμερίσματος. 

Να βρει μια θέση στο γιορτινό τραπέζι για τον υπερήλικα  του ισογείου. Να επισκεφθεί έναν ξεχασμένο συγγενή στο γηροκομείο. Να  προσφέρει  φιλοξενία και στοργή  στις οικογένειες των φίλων που δεν ζουν πλέον .

Δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε έλεος. Είναι η στοιχειώδης ένδειξη ότι  όσο υπάρχουν άνθρωποι υπάρχει ελπίδα.