Οι επώδυνες συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού

Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου

Αν υπάρχει κάτι που να ενώνει σήμερα όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως αντιλήψεων, πολιτικής τοποθέτησης ή κοινωνικού προσανατολισμού, αυτό αναμφίβολα είναι ο στόχος της ανάπτυξης της οικονομίας. Όλοι ομνύουν στην ανάπτυξη και όλοι συμφωνούν ότι η επίτευξή της είναι η προϋπόθεση για να βγει η Ελλάδα οριστικά από το τούνελ της ομηρίας και τα δεσμά των μνημονίων που βύθισαν τη χώρα στη λιτότητα, την ύφεση και τη φτώχεια.

Δεν αντιλαμβάνονται όλοι, όμως, την ανάπτυξη με τον ίδιο τρόπο. Οι οπαδοί του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, για παράδειγμα, όψιμοι ή και παραδοσιακοί, αντιλαμβάνονται ως ανάπτυξη οποιαδήποτε επικερδή οικονομική δραστηριότητα. Οποιαδήποτε δηλαδή επένδυση μπορεί να φέρει κέρδος, ανεξαρτήτως από το ποιος μπορεί να ωφελείται και ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις που αυτή θα έχει στην οικονομία και στην ευρύτερη κοινωνία, συνιστά γι αυτούς, χωρίς δεύτερη σκέψη, αναπτυξιακή δραστηριότητα. Απόλυτος κριτής της ανάπτυξης, στο νεοφιλελεύθερο λεξιλόγιο, αναγορεύεται λοιπόν το κέρδος, το μέγεθος του οποίου είναι και αυτό που καθορίζει και την έκταση της επιτυχίας κάθε αναπτυξιακού εγχειρήματος.

Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, οι κερδοφόρες δραστηριότητες, εφόσον κινούν την οικονομία, παράγοντας κέρδος και εφόσον ανοίγουν νέες θέσεις εργασίας, συνιστούν χωρίς άλλες προϋποθέσεις αναπτυξιακές δραστηριότητες. Γι αυτό και όσο λιγότερες παρεμβάσεις γίνονται στην οικονομία, όσο το δυνατόν δηλαδή λιγότεροι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις που τίθενται και όσο λιγότεροι είναι οι έλεγχοι που γίνονται για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, την προαγωγή του κοινωνικού οφέλους και την προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος, τόσο πιο εξασφαλισμένη είναι η επένδυση και πιο επιτυχής η αναπτυξιακή προσπάθεια.

Εδώ βρίσκεται λοιπόν η κεντρική διαφορά της οικονομικής ανάπτυξης που υποστηρίζει ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, το επιθετικό αυτό οικονομικό μοντέλο που γέννησε η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, σε σχέση με την δύσκολη παραδοχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η υποστήριξη του δημόσιου συμφέροντος, η προαγωγή του κοινωνικού οφέλους και η περιβαλλοντική προστασία και διατήρηση, οι οποίες θέτουν όρια και φραγμούς στην ανεξέλεγκτη κερδοφορία της ελεύθερης αγοράς, στο νεοφιλελεύθερο πνεύμα χαρακτηρίζονται ως αντιαναπτυξιακοί παράγοντες. Ο ρόλος λοιπόν του δημόσιου τομέα στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, ως εγγυητή της κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανάπτυξης, χαρακτηρίζεται ως «αντιαναπτυξιακός» και συνεπώς πρέπει να συρρικνωθεί έως μηδενισμού, προκειμένου να επιτραπεί στον ιδιωτικό τομέα να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία.

Η «ελευθερία» λοιπόν στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης δεν αναφέρεται ούτε στην ισότιμη πρόσβαση όλων στους καρπούς της ανάπτυξης, ούτε στην απελευθέρωση της κοινωνίας και στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών, όπως σκοπίμως παραπληροφορούν οι νεοφιλελεύθεροι. Αντίθετα, αφορά αποκλειστικά στην απόλυτη ελευθερία που απολαμβάνουν όσοι ελέγχουν το κεφάλαιο και την αγορά, να αναπτύσσονται οικονομικά χωρίς όρια, κανόνες και φραγμούς.

Η προαγωγή του κοινωνικού οφέλους και η περιβαλλοντική προστασία, οι οποίες θέτουν όρια και φραγμούς στην ανεξέλεγκτη κερδοφορία, στο νεοφιλελεύθερο πνεύμα χαρακτηρίζονται ως αντιαναπτυξιακοί παράγοντες

Αυτές οι συνθήκες της χωρίς ελέγχους και φραγμούς αγοράς, με την απόλυτη ελευθερία στη διακίνηση του κεφαλαίου και των εργατικών χεριών, ήταν που επέτρεψαν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια μιας μικρής ολιγαρχίας, οδηγώντας αφενός μεν τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών στη φτώχεια και αφετέρου τον πλανήτη στην υποβάθμιση και εξάντληση των φυσικών πόρων, καθώς και σε μη αντιστρεπτές κλιματικές αλλαγές. Αφού οι εγγυήσεις υπέρ της κοινωνίας και του περιβάλλοντος θυσιάστηκαν, στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, στον βωμό του κέρδους των λίγων που ελέγχουν σήμερα την παγκόσμια οικονομία.

Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, η δύσκολη επιλογή της βιώσιμης ανάπτυξης ενσωματώνει στην ανάπτυξη εκτός από οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, αναγορεύοντας την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον στους τρεις ισότιμους πυλώνες κάθε αναπτυξιακής δραστηριότητας. Η ύπαρξη κανόνων, ορίων και προϋποθέσεων που ισορροπούν τα οφέλη στους τρεις πυλώνες, είναι κεντρική στην υπόθεση της βιωσιμότητας της οικονομίας, γι αυτό και αυτό το μοντέλο χαρακτηρίζεται από δύο ιδιότητες που είναι άγνωστες στο μοντέλο του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού:

Τη δικαιοσύνη στη δυνατότητα πρόσβασης στην αναπτυξιακή προσπάθεια και στα οφέλη της, αφού οι κοινωνικές εγγυήσεις επιτρέπουν σε όλους να συμμετέχουν ισότιμα στην οικονομική δραστηριότητα είτε άμεσα, μέσω της αξιοποίησης των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων κάθε τόπου, είτε όμως και έμμεσα, για τους αδύναμους οικονομικά, οι οποίοι μπορούν και απολαμβάνουν τα οφέλη της δίκαιης κατανομής των καρπών της ανάπτυξης μέσω των δημόσιων συστημάτων υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης, συγκοινωνιών κλπ.

Τη διάρκεια της αναπτυξιακής δραστηριότητας, αφού οι περιβαλλοντικές εγγυήσεις εξασφαλίζουν τη διατήρηση των οικοσυστημάτων και των φυσικών και ενεργειακών πόρων, που όπως είναι πλέον κοινά αποδεκτό αποτελούν τη βάση κάθε οικονομικού εγχειρήματος.

Έτσι, με δυο λόγια θα λέγαμε ότι η ανάπτυξη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου είναι μια ταχύρρυθμη όσο και βραχύβια ανάπτυξη που ωφελεί λίγους και ζημιώνει πολλούς, ενώ η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια λιγότερης έντασης και μικρότερης κερδοφορίας, δίκαιη όμως ανάπτυξη που απευθύνεται στους πολλούς και έχει διάρκεια στον χρόνο.

Κορυφαίο, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την ανάπτυξη, συνιστά η υπόθεση της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές της Χαλκιδικής. Η οποία γίνεται τόσο πιο κερδοφόρος για τους διεθνείς επενδυτές, όσο λιγότεροι είναι οι περιορισμοί για τη διασφάλιση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας της βόρειας Χαλκιδικής και όσο λιγότερες είναι οι προϋποθέσεις που διασφαλίζουν την ταυτόχρονη διατήρηση και των υπολοίπων οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες εξαρτώνται άμεσα από την περιβαλλοντική ισορροπία, όπως η δασοκομία, η αγροτική ανάπτυξη, η αλιεία και ο τουρισμός στην ευρύτερη περιοχή.

Εδώ βρίσκεται και ο λεγόμενος νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός, σύμφωνα με τον οποίον οι 1500 νέες θέσεις εργασίας που προστέθηκαν λόγω εξορυκτικής δραστηριότητας, προβάλλονται ως άλλοθι για να βυθιστεί στη φτώχεια και την ανεργία το σύνολο του πληθυσμού της περιοχής, που θα μείνει χωρίς δουλειά όταν καταστραφεί το δάσος, όταν ρυπανθούν το έδαφος, τα νερά και η ατμόσφαιρα και όταν εξαφανιστεί η βιοποικιλότητα και η βλάστηση στην ευρύτερη περιοχή, εμποδίζοντας κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα, πλην της μεταλλευτικής.

Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια λιγότερης έντασης και μικρότερης κερδοφορίας από τον νεοφιλελευθερισμό, δίκαιη όμως ανάπτυξη που απευθύνεται στους πολλούς και έχει διάρκεια στον χρόνο

Ο δύσκολος δρόμος της βιώσιμης ανάπτυξης δεν απαγορεύει τις επενδύσεις, ούτε οδηγεί στην από-ανάπτυξη, όπως επιμόνως προπαγανδίζουν τα παπαγαλάκια του νεοφιλελευθερισμού. Αντίθετα, επιβάλλει την θέσπιση και εφαρμογή αυστηρών όρων και προϋποθέσεων στην ανεξέλεγκτη οικονομική δραστηριότητα, προκειμένου αυτή να κινείται εντός των ορίων της φέρουσας ικανότητας της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.

Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι λοιπόν η ανάπτυξη που θέτει όρους και προϋποθέσεις που επιτρέπουν εκτός από την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική ανάπτυξη μιας περιοχής. Είναι συνεπώς μια δίκαιη ανάπτυξη, με την έννοια ότι διασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση όλων στην οικονομική διαδικασία, περιορίζοντας τη δυνατότητα των οικονομικά ισχυρών να νέμονται μόνοι αυτοί, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα ενός τόπου.

Επιπλέον, η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί και έχει διάρκεια, αφού η ολοκληρωμένη θεώρηση οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη των τριών βασικών πυλώνων της ανθρώπινης δραστηριότητας, σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που οδηγεί υποχρεωτικά σε οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα και κρίσεις, μια από τις οποίες βιώνουμε, με επώδυνο τρόπο, σήμερα.

Η εκ του αποτελέσματος επίγνωση της αλήθειας για τις συνέπειες της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, αποτελεί, πολιτικά, το αδύναμο σημείο των δεξιών και κεντροαριστερών υποστηρικτών του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού σήμερα στην Ελλάδα. Συγχρόνως, αυτή η επώδυνη επίγνωση από όλους όσους γευτήκαμε τις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων ακροτήτων, αποτελεί και το ισχυρό πλεονέκτημα της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα σήμερα που υποστηρίζει και εμπεδώνει, με τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια, τον δύσκολο, όσο όμως και ελπιδοφόρο οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης.

* Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι Καθηγητής- Προέδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ

Πηγή: ΑΠΕ