Οι πολλές αποχρώσεις του γκρι – Το παρασκήνιο των συζητήσεων Μητσοτάκη – Ερντογάν

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Αν υπήρξε καλή στιγμή στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, έγινε με βάση τους όρους που εξυπηρετούν την Τουρκία.

Άψογα «χορογραφημένη» η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν παρέσυρε τους αφελείς σε θετικό σχολιασμό της. Ακόμα και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ένας θεωρητικά άσχετος με την κυβέρνηση, χαρακτήρισε «καλή στιγμή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις» τη συμφωνία που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την τουρκική.

Είναι όμως; Καθόλου, αν δούμε κάτω από την επικοινωνιακή φλούδα και κυρίως αν την τοποθετήσουμε στα συμφραζόμενα που διαμορφώθηκαν, όχι από την Ελλάδα, αλλά από τον Ταγίπ Ερντογαν. Ο οποίος φεύγοντας πήρε εξ ολοκλήρου αυτό που ήρθε να πάρει: Να μπουν στο τραπέζι όλες οι διεκδικήσεις του.

Για πρώτη φορά, Ελλάδα και Τουρκία συνομολόγησαν ότι έχουν «διαφορές», τις οποίες ο Ερντογάν παρουσίασε μία προς μία. Και πήρε τη διαβεβαίωση ότι θα διευθετηθούν με «αμοιβαία καλή θέληση», όπως τον είχε διαβεβαιώσει, δημοσίως, από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους ο Έλληνας πρωθυπουργός. Από την πλευρά του, ο Μητσοτάκης μπορεί να μην εκχώρησε κυριαρχικά δικαιώματα ή κυριαρχία της Ελλάδας, αλλά συνυπέγραψε τις προϋποθέσεις ώστε να το κάνει στην επόμενη φάση.

Πριν προσέλθει στις συζητήσεις του με τον «φίλο Κυριάκο», ο Τούρκος Πρόεδρος απαρίθμησε στην ελληνική κοινή γνώμη, μέσω της «Καθημερινής», ρητά τις πάγιες διεκδικήσεις του. Με πολύ σκληρότερο τρόπο αυτή τη φορά, αν λάβουμε υπόψη ότι εκπροσώπησε και τις αξιώσεις στο Αιγαίο της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», όπως αποκάλεσε το ψευδοκράτος. Ουδείς κυβερνητικός αξιωματούχος τού απάντησε, ούτε καν εμμέσως μέσω φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ. Ούτε η αρχηγός του ελληνικού κράτους αντέδρασε, όπως είναι κάνει το 2017 ο Παυλόπουλος. Πόσο μάλλον ο υπουργός Εξωτερικών που διέσυρε τον εαυτό του, το αξίωμά του, την κυβέρνηση και τη χώρα, με τη δουλοπρεπή υπόκλιση στον Ερντογάν, την οποία προσπάθησε να δικαιολογήσει με αξιοθρήνητο τρόπο εκ των υστέρων.

Από εκεί και πέρα, οι περίφημες 15 Συμφωνίες, μία προς μία, αφορούν σε επιμέρους πράγματα: Η βίζα, π.χ., δεν είναι τίποτε άλλο από εξισορρόπηση, ώστε κάποιοι Τούρκοι να ξοδεύουν λεφτά την Ελλάδα ως τουρίστες, όπως κάνουν οι Έλληνες που δεν χρειάζονται βίζα για τη Τουρκία. Αν, όμως, δει κανείς προσεκτικά τι «συμφωνήθηκε» στο όνομα της «φιλίας», θα διαπιστώσει ότι εισάγονται ρυθμίσεις που θα εκμεταλλευτούν οι Τούρκοι, όπως το δικαίωμα αμφισβήτησης αλιείας από Έλληνες σε κάποιες περιοχές. Ως σύνολο, η Συμφωνία αποπνέει διάθεση αλλαγής πολιτικής από την Ελλάδα που προβάλλει πλέον την υποχωρητικότητα, που δείχνει ως «τόλμη» και ως κίνηση των σχέσεων των δύο χωρών προς το καλύτερο. Μόνο που είναι καλύτερο μόνο για την Τουρκία. Δυστυχώς, δεν υπάρχει στην Αθήνα αντιπολίτευση να το καταλάβει και να το καταγγείλει και ΜΜΕ να το παρουσιάζουν στην πραγματική του διάσταση, πλην εξαιρέσεων.

Δημοσίως, ο πρωθυπουργός αντέκρουσε τον Τούρκο Πρόεδρο στην επιμονή του για «τουρκική μειονότητα» με μια πολύ χαλαρή δήλωση. Χωρίς καμία σύνδεση για την τουρκική συμπεριφορά στην ελληνική μειονότητα στην Τουρκία. Στο Κυπριακό, ούτε καν ανταπάντησε όταν ο Ερντογάν αντέκρουσε την παραπομπή στις αποφάσεις του ΟΗΕ, με επιχείρημά της «πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί». Κανείς δεν του θύμισε ότι την πραγματικότητα αυτή διαμορφώνουν τα κατοχικά στρατεύματα. Η επίκληση του ΟΗΕ χωρίς υπενθύμιση ότι το Κυπριακό παραμένει πρόβλημα εισβολής και κατοχής είναι άνευ αξίας για την Ελλάδα.

Αντίθετα, είχε σημασία η σιωπή Μητσοτάκη σε όσα είπε ο Τούρκος Πρόεδρος για την Αγία Σοφία και τη Χάλκη. Ούτε σε όσα είπε ρητά, ή περιέγραψε εμμέσως, ως διεκδικήσεις του στον εθνικό εναέριο χώρο των 10 ναυτικών μιλίων και τα σχέδια πτήσης, την επέκταση των χωρικών υδάτων, τη θαλάσσιας έρευνα και διάσωση, την ΑΟΖ των νησιών, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησίδων και βραχονησίδων, την αποστρατιωτικοποίηση στο ανατολικό Αιγαίο, ακόμα και την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης.

Ότι τα παραπέμπει ως πακέτο σε διεθνές δικαστήριο είναι ευθεία αμφισβήτηση κεκτημένων δικαιωμάτων της Ελλάδας, κατοχυρωμένα με Συνθήκες, που θα επεκταθεί σε αμφισβητήσεις κυριαρχίας σε ορισμένες περιοχές.

Ακόμα χειρότερη είναι η ουσία, πέρα από τα καλολογικά στοιχεία της «Συμφωνίας των Αθηνών» όπως προσπάθησε η προπαγάνδα Μητσοτάκη να εμφανίσει το ευχολόγιο. Έτσι αυτοχαρακτηρίζεται, με την αναφορά ότι δεν αποτελεί δεσμευτικό κείμενο, ούτε παράγει νομικές συνέπειες.

Αυτό ακριβώς θέλει ο Ερντογάν. Αντίθετα, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας για πρώτη φορά δέχθηκε ότι στα ζητήματα που θα απασχολήσουν τις δύο χώρες εφεξής, δεν να εμπλέξουν τρίτους δηλαδή τους Ευρωπαίους. Σαν να παραιτήθηκε από το ελληνικό βέτο στην τουρκική ένταξη.

Αυτό που δεν φαίνεται να απασχόλησε κανέναν είναι ότι ο Ερντογαν εγκατέλειψε τις νευρικές επιθέσεις, χωρίς να εγκαταλείψει την παραμικρή από τις διεκδικήσεις του. Προφανώς, έτσι τον βολεύει αυτή την περίοδο. Άλλωστε, από μια άλλη άποψη δεν ήλθε στην Αθήνα για να συζητήσει σε καλό κλίμα με την ελληνική κυβερνηση, αλλά για να συζητήσει με έναν στρατηγικό εταίρο του Ισραήλ, με οποίο βρίσκεται σε ένταση. Είναι προφανές πως όταν αλλάξει η συγκυρία θα αλλάξει και ο Ερντογάν ρητορική. Και τότε η «ιστορικότητα» που προσπαθεί να δώσει στη συνάντηση ο Μητσοτάκης, εμπλέκοντας και τον …πατέρα του ως εθνικό ηγέτη, θα καταρρεύσει. Ως τώρα, δεν υποτιμάται η λογική Σαμαρά: Έχουν άδικο δυο πρώην πρωθυπουργοί – ο ίδιος και ο Καραμανλής – και έχει δίκιο ο Μητσοτάκης με τον Γεραπετρίτη του;

Συμπέρασμα: Αν υπήρξε καλή στιγμή, έγινε με βάση τους όρους που εξυπηρετούν την Τουρκία. Και από αυτή την άποψη, ήταν μια εξέλιξη, όχι για να βρει η Ελλαδα το δίκιο της, αλλά για να έχει άλλοθι η Άγκυρα όταν θα επιδιώξει τη «χειρότερη στιγμή». Όπως έκανε μετά τους χειρισμούς Σημίτη στη δεκαετία του 1990.

Μέχρι τότε, το «Σύμφωνο της Αθήνας» θα είναι το διαβατήριο του Ερντογάν στις συζητήσεις του με Ευρωπαίους και Αμερικανούς για τα θέματα που ενδιαφέρουν αποκλειστικά τη χώρα του και πιέζουν περισσότερο την Ελλαδα να «τα βρει με την Τουρκία». Άλλωστε, τους είχε εξαρχής στο πλευρό του, στην πίεση προς την Ελλαδα για υποχωρήσεις σε όσα της ανήκουν. Αυτή τη «διαπραγμάτευση» αποδέχθηκε η σημερινή κυβέρνηση.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR