Ο καθηγητής Τσιόδρας, ο Καρτερός, η Ακρίτα και η δημοσιογραφία

Του Γ. Λακόπουλου

 Είναι ο Σωτήρης Τσιόδρας υπεράνω κριτικής και σχολιασμού;  Είναι ο ρόλος του στην επιδημία  λόγος να μην κάνουν τη δουλειά τους οι δημοσιογράφοι;

Κάποιοι έτσι το βλέπουν. Και σε δυο περιπτώσεις επιτέθηκαν σε όσους έγραψαν τη γνώμη τους για τον καθηγητή ή σχολίασαν τη δουλειά που γίνεται στο μπρίφινγκ.   

 Ο Θανάσης Κρατερός έκανε κριτική στον Τσιόδρα για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται επικοινωνιακά την επιδημία. Μονομερώς υπέρ της κυβέρνησης κατά τη γνώμη του.

Μπορεί να είναι σωστά αυτά που γράφει μπορεί και όχι. Γούστο του και καπέλο του. Κρίνεται.

Κανείς όμως δεν μπορεί να πει ότι δεν είναι στη δουλειά του να κρίνει, ή όταν το κάνει για το Τσιόδρα βγάζει «χολή και μίσος». Τι να πούμε τότε για όσους γράφουν για τον Τσίπρα.

Η Ακρίτα δεν μίλησε καν για τον  Τσιόδρα, αλλά για τους δημοσιογράφους  που δεν ρωτούν για τα ουσιώδη. Κατά την δική της κρίση. Της αλλάξαν και αυτά που είπε για να την ακυρώσουν.

 Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο θέμα: κάποιοι προσπαθούν να πλασάρουν ότι  η δουλειά της δημοσιογράφου είναι να συμπαραστέκεται στην κυβέρνηση, να τη συνδράμει στο έργο της και να συντάσσεται μαζί της. Χωρίς κριτική και σχόλια. Για «εθνικούς» λόγους.

Κούνια που τους κούναγε, αν αυτή τη δημοσιογραφία ξέρουν.  Ο δημοσιογράφος έχει μόνο ένα χρέος: να αναζητά και να παρουσιάζει την αλήθεια.

Σε κάθε περίοδο, ακόμη και στον πόλεμο. Να λέει αυτό που ξέρει, αρκεί να είναι βάσιμο. Και ας πρόκειται να πέσει η κυβέρνηση. Ή να διαλυθεί η αντιπολίτευση.

Επιπλέον δικαιούται να κρίνει, να σχολιάζει, να επιφυλάσσεται. Αρκεί να το κάνει με την υπογραφή του. Οτιδήποτε άλλο είναι λογοκρισία.

Αυτό ακριβώς προτείνει η κυβερνητική προπαγάνδα στις μέρες της επιδημίας. 

Αυτολογοκρισία κατ’ αρχήν. Να προσέχουν οι δημοσιογράφοι τι γράφουν και τι ρωτάνε. Καλύτερα να γράφουν μόνο όσα τους λέει η κυβέρνηση.

Και λογοκρισία αν αυτό δεν δουλεύει: συμβαίνει από την ώρα που  δεν απαντήθηκαν ερωτήσεις γιατί θεωρήθηκαν ανάρμοστες. 

Να εξηγούμαστε. Εξ αρχής η αντιμετώπιση του καθηγητή Τσιόδρα -ακόμη και από όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα από όσα τους λέει- περιέχει συναίσθηση ευθύνης και σεβασμό στο πρόσωπό του.

Απόδειξη ότι κανείς δεν αναδεικνύει όσα έλεγε στην αρχή της κρίσης.  Δίνουν τη δέουσα προσοχή στις ανακοινώσεις του και τις μεταφέρουν με   αξιοπιστία. Είναι αξιέπαινος για το βάρος που σηκώνει.

Αλλά η ενημέρωση δεν τελειώνει εκεί. Εκτός από τον ίδιο τον καθηγητή υπάρχει και ο ρόλος του. Για τον οποίο η κριτική πρέπει να είναι ανεμπόδιστη.

Δεν βρισκόμαστε δα και μπροστά στον αφανισμό του Γένους, ώστε να κατέβουν τα μολύβια. Και να δρουν οι δημοσιογράφοι ως «όλοι δικοί μας είμαστε». Δεν είμαστε. 

Μια επιδημία διαχειρίζεται η κυβέρνηση της χώρας και ο καθένας αξιολογεί τον τρόπο που το κάνει με τα δικά του κριτήρια. Που δεν είναι ανάγκη να συμπίπτουν με την  επικοινωνιακή προσπάθεια να ηρωοποιηθεί ο Πρωθυπουργός και οι εκπρόσωποί του. Αν μη τι άλλο, είναι λίγο δύσκολο να συμβεί με τον Χαρδαλιά.

Για τον καθηγητή Τσιόδρα οι επισημάνσεις θα έπρεπε να εκλαμβάνονται ως συνδρομή στο έργο του.

Όταν λέει στους άλλους να μην βγαίνουν από το σπίτι τους και αυτός φωτογραφίζεται στην εκκλησιά να ψάλλει, παραβιάζει τον δικό του κανόνα. Και άλλοι έχουν θρησκευτικό συναίσθημα που τους ωθεί στο στασίδι.

Όταν εξαιρεί τα κρούσματα της Ριτσώνας από το λογαριασμό, ή όταν παρουσιάζει από τη μια φάση στην άλλη διαφορετικές εκδοχές για το ίδιο θέμα, ασφαλώς οι δημοσιογράφοι θα το σημειώσουν.

Αν κρίνουν ότι κινείται πέρα από τον επιστημονικό ρόλο του και ως πορτ παρόλ της κυβέρνησης οφείλουν να το λένε. 

Π.χ. δικαιούται ο Βαξεβάνης να επισημαίνει ότι ένας επιστήμονας δε μιλάει με υποθέσεις και δεν κάνει υπολογισμούς με το τι θα συνέβαινε ΑΝ…

Τα «Αν» είναι για τα σεμινάρια και για τον Παπακαλιάτη.

Γενικά είναι απαράδεκτο να παρεμβαίνει οποιοδήποτε φράγμα ανάμεσα στον Τσιόδρα και τη δημοσιογραφία.

Είτε την εκπροσωπούν δημοσιογράφοι με ίσες αποστάσεις, σαν την Ακρίτα. Είτε με δηλωμένη κομματική προτίμηση, σαν τον Καρτερό.

Ο άνθρωπος που ενημερώνει για την επιδημία δεν είναι τοτέμ.