Ο Καρλ Πόπερ, η πανδημία και ο ΣΥΡΙΖΑ

Του Γιώργου Τσίπρα

Με παραφωνία τους Τραμπ και Μπολσονάρο που τα έβαλαν με την επιστημονική κοινότητα, οι περισσότερες κυβερνήσεις στον αναπτυγμένο κόσμο απέδωσαν τις αποφάσεις τους για την πανδημία στις προτάσεις των ειδικών και στην επιστήμη. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η απόδοση αυτή συνιστά βολική υπεραπλούστευση και σε κάποιες συνιστά ψέμα. Η Ελλάδα ήταν μία από αυτές.

Ο κορονοϊός υπάρχει, είναι πιο μεταδοτικός από την κοινή γρίπη και προς το παρόν πιο θανατηφόρος. Αυτά και ορισμένα ακόμη είναι επιστημονικά αποδεδειγμένα. Ολα τα υπόλοιπα δεν είναι. Πρόκειται για έναν νέο ιό και πανδημία, πολλά στοιχεία της οποίας τώρα μαθαίνουμε, τώρα γίνονται οι πρώτες έρευνες, έχουμε για πολλά ενδείξεις και όχι αποδείξεις, κάνουμε υποθέσεις, χρησιμοποιούμε μοντέλα που ελπίζουμε να ισχύουν. Αυτός είναι ο ένας λόγος που σε διάφορες χώρες εφαρμόστηκαν πολύ διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας. Ορισμένες θα αποδειχτούν ελλιπείς και άλλες υπερβολικές.

Παρ’ όλα αυτά δεν διαθέτουμε τίποτα καλύτερο από την επιστήμη για να εισηγηθεί τι να κάνουμε. Ποιος είπε ότι η επιστήμη δεν κάνει λάθη; Οποιος νομίζει ότι προστατεύουμε την επιστήμη από τους αντιπάλους της εξυμνώντας το δήθεν αλάθητό της ή την αυθεντία της σε βάρος του δημοκρατικού ελέγχου, δεν έχει καταλάβει τίποτα από επιστήμη.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ακριβώς οι τελικές αποφάσεις είναι πολιτικές, είτε τις παίρνουν επιστημονικές επιτροπές (όπως π.χ. στη Σουηδία) είτε τις παίρνουν τελικά οι κυβερνήσεις είτε ο πρόεδρος Τραμπ. Είτε γιατί πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα σε αντικρουόμενες απόψεις των ειδικών είτε κυρίως γιατί πρέπει να λάβουν υπόψη τους και άλλες παραμέτρους και πεδία όπως αυτό της οικονομίας.

Ή γιατί πρέπει να συγκεράσουν κρυφούς πολιτικούς υπολογισμούς. Η μάσκα είναι το πιο γνωστό παράδειγμα ταλάντευσης επιστημόνων και κυβερνήσεων, στην Ελλάδα και διεθνώς, αφού αρχικά δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία υπέρ της μιας ή άλλης επιλογής, χωρίς και εδώ να έλειψαν πολιτικοί υπολογισμοί και όταν «δεν χρειαζόταν να φοράμε» και όταν «επιβάλλεται να φοράμε».

Η κυρίαρχη αυτή πολιτική παράμετρος στη λήψη αποφάσεων επιτρέπει σε καθεστώτα (και δημοκρατίες) με λιγότερα checks and balances, και σε κυβερνήσεις ηθικά πιο «χαλαρές», να επικαλούνται την επιστήμη για πολιτικές που μόνο επιστημονικές δεν είναι. Αλλες κυβερνήσεις εξάντλησαν την αξιοποίηση των ειδικών για να πετύχουν το μέγιστο στην προστασία της δημόσιας υγείας και την κοινωνίας και άλλες εργαλειοποίησαν την επιστήμη και την επικαλούνταν μόνο ως κάλυψη μιας πολιτικής που είχε άλλες προτεραιότητες. Η Ελλάδα ήταν μία από αυτές.

Πέρα από τα μέτρα που δεν πήραν τόσο για τη διασπορά όσο και για το σύστημα υγείας, με τα γνωστά αποτελέσματα, το πιο εξωφρενικό χαρακτηριστικό της ελλαδικής ιδιαιτερότητας ήταν η παντελής αδιαφάνεια, σαν σε χώρα της υποσαχάριας Αφρικής. Αγνοούμε τι προτείνει η επιτροπή των λοιμωξιολόγων. Αγνοούμε σε τι συμφωνούν και σε τι όχι με τα κυβερνητικά μέτρα. Αγνοούμε τα δεδομένα με τα οποία λαμβάνονται αποφάσεις, δεδομένα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα. Αγνοούμε αν υπάρχει και ποια είναι η πολιτική διεξαγωγής τεστ, πέρα από τους πολίτες που πηγαίνουν μόνοι τους, και παραμένουμε μία από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη. Αγνοούμε αν την προηγούμενη άνοιξη υπήρξε και ποια ήταν η επιστημονική εισήγηση θωράκισης του συστήματος υγείας εν όψει δεύτερου κύματος.

Εχουν ευθύνη για αυτή την αδιαφάνεια όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και σχετικοί επιστήμονες, εντός και εκτός επιτροπής. Ιδιαίτερα γιατί αυτό το απαράδεκτο καθεστώς αδιαφάνειας εξυπηρετεί ποταπές σκοπιμότητες. Εξαιρούνται βέβαια όσοι μίλησαν και δεν ήταν λίγοι.

Δεν χρειάζεται να εμπνέεται κανείς από τον Μάη του ΄68 για να απαιτεί διαφάνεια και ανοιχτή ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας και των πολιτών για την πανδημία και πρόσβαση σε οργανωμένα δεδομένα. Αν ζούσε ο Καρλ Πόπερ -φιλελεύθερο τον λες, αριστερό δεν τον λες- δεν θα είχε βγει μόνο από τα ρούχα του αλλά και από τα αριστερά τού ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. απέναντι στο σκοτεινό καθεστώς που επικρατεί γύρω από την επιδημιολογική κρίση και την πολιτική διαχείρισής της, και βέβαια δεν θα υποκλινόταν σε καμιά αυθεντία λοιμωξιολόγων, ιδιαίτερα όσο δεν υπάρχει πρόσβαση και δυνατότητα ελέγχου και κριτικής. Δεν θα ζητούσε τίποτα λιγότερο από τα στοιχειώδη για μια ανοιχτή, δημοκρατική κοινωνία.

Η ενημέρωση της κοινωνίας και η αντιπαράθεση επιστημονικών απόψεων δεν αποτελούν κίνδυνο, ακόμη και σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης. Ισα ίσα: σε μια τέτοια περίπτωση η κυβέρνηση δεν θα είχε τολμήσει να κάνει ή παραλείψει πολλά από όσα έκανε ή παρέλειψε. Η έκκληση Μητσοτάκη «να αφήσουμε τους επιστήμονες έξω από κάθε αντιπαράθεση» εκτός από δόλο φανερώνει το χαμηλό πνευματικό επίπεδο του Μαξίμου, που ίσως αγνοεί ότι πολλοί επώνυμοι επιστήμονες σε όλο τον κόσμο θέτουν επιστημονικά-πολιτικά ερωτήματα προς τις κυβερνήσεις για τη διαχείριση της πανδημίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας συμπύκνωσε όλο το πρόβλημα όταν είπε πρόσφατα, σε συνέντευξη στο Open, ότι «η επιστήμη δεν είναι αντίστοιχη της θεολογίας, πίστευε και μη έρευνα, αλλά θέλει διαρκή αμφισβήτηση για να αναγκάζεις τους επιστήμονες σε διαρκή τεκμηρίωση. Ακόμα και ο σημαντικότερος επιστήμονας μπορεί να κάνει λάθη. Αυτά τα λάθη οφείλει η επιστημονική κοινότητα να συζητά ανοιχτά. Τη βασική ευθύνη την έχει η κυβέρνηση, που προσπάθησε να εργαλειοποιήσει την επιστημονική κοινότητα».

Αυτή έπρεπε να είναι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ πολύ πριν «σκάσει» με τραγικές συνέπειες η ανεύθυνη, ερασιτεχνική και χωρίς ίχνος διαφάνειας και λογοδοσίας, αλλά με πολύ ψέμα και φτηνή επικοινωνία, διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οχι το «κι εμείς τον Τσιόδρα θα βάζαμε»… Η απαίτηση για μια Αριστερά, και μάλιστα «ριζοσπαστική» (τρομάρα μας), αντλεί το περιεχόμενό της από την πράξη και την πολιτική που ασκείται, όχι από τίτλους και διακηρύξεις.

*Βουλευτής Δυτικής Αττικής ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ