Ο λόγος του διαλόγου: Τα συμφραζόμενα των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου

Η Τουρκία γνωρίζει καλά ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε Συρία, ούτε Λιβύη, ούτε Ναγκόρνο Καραμπάχ. Εκτιμά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952 (χρονιά της  ένταξής της ταυτόχρονα με την Τουρκία) και μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, περισσότερο από ό,τι το εκτιμά ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης. Λαμβάνει υπόψη της το υψηλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και συνυπολογίζει την παράμετρο αυτή  τώρα που προσπαθεί να αξιολογήσει  το  νέο αμερικανικό τοπίο μετά την εκλογή Μπάιντεν. Ξέρει ότι τις επόμενες 55 ημέρες την προεδρική εξουσία θα την ασκεί ο κ. Τραμπ, αλλά τις ίδιες ακριβώς ημέρες ο εκλεγμένος Πρόεδρος θα διαμορφώνει τις βασικές του επιλογές.

Πρώτη τέτοια επιλογή, εκτιμώ, μαζί με πολλούς άλλους, ότι θα είναι η αποκατάσταση της στρατηγικής υπόστασης της Δύσης με άξονα τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Αν αυτό συμβεί,  φιλόδοξοι περιφερειακοί παίκτες που έχουν σπεύσει να αξιοποιήσουν τα μεγάλα κενά και τις εσωτερικές δυσλειτουργίες και αντιφάσεις μιας στρατηγικά χαλαρής Δύσης, θα δουν να μειώνεται αισθητά το περιθώριο των πρωτοβουλιών τους. Δεν θα αρκεί στην Τουρκία το σημαντικό πλεονέκτημα που της παρέχει η ενδιαφέρουσα σχέση «ελεγχόμενης σύγκρουσης και στρατηγικής συνεννόησης» που έχει διαμορφώσει με τη Ρωσία και την έχει δοκιμάσει σε διάφορα μέτωπα. Αν η κατεύθυνση της πολιτικής Μπάιντεν είναι αυτή που περιγράφω, η Τουρκία θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα όχι αν είναι μια κανονική ή τυπική δυτική χώρα, αλλά μια θεμελιωδώς δυτική χώρα που προβάλλει τον «εξαιρετισμό» της αλλά γνωρίζει και σέβεται τα όριά της.

Βεβαίως έως ότου λειτουργήσουν όλα αυτά, οι τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο θα συνεχίζονται με περιοδικές κάμψεις.  Η Ελλάδα πρέπει να αποκρούσει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ως νέα μορφή κανονικότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η συνεχής, επί έναν σχεδόν χρόνο,  ένταση. Η ΕΕ πρέπει να χειριστεί με κάποια αποτελεσματικότητα και διορατικότητα τον μοχλό της απειλής και της επιβολής κυρώσεων κατά της Τουρκίας αλλά και τον μοχλό της οικονομικής βοήθειας υπό όρους, αν η Τουρκία αναγκαστεί να την αναζητήσει. Η δε ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να διαμορφώσει επειγόντως καθαρή γραμμή έχοντας επίγνωση ότι οι επιλογές της θα καθορίσουν την εθνική στρατηγική, ενώ εμείς εδώ, στο λεγόμενο εθνικό κέντρο, οφείλουμε να έχουμε επίγνωση των ιστορικών οφειλών μας.

Στο πλαίσιο αυτό τοποθετείται το ερώτημα περί διαλόγου με την Τουρκία. Η Ιστορία διδάσκει, πρώτον,  ότι ο ενδοτισμός και η ηττοπάθεια προκαλούν και επιταχύνουν αυτό που θέλουν να αποτρέψουν. Η Ιστορία διδάσκει, δεύτερον ότι η αποφυγή του διαλόγου οδηγεί στην ένταση,  η ένταση στην κρίση και η κρίση τελικά στον διάλογο ενδεχομένως υπό δυσμενέστερους όρους και πάντως υπό χρονική πίεση. Η  Ιστορία των διεθνών σχέσεων διδάσκει, τρίτον, ότι όποιος δώσει την εντύπωση πώς αρνείται τον διάλογο καθίσταται ευάλωτος στο blame game που είναι σύμφυτο με τις διεθνείς συγκρούσεις. Οι  τρεις αυτές παραδοχές διαμορφώνουν το πεδίο μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθούμε.

Η Ελλάδα έχει ως πυλώνα της εξωτερικής της πολιτικής τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Το διεθνές δίκαιο της θάλασσας επιβάλλει τον διάλογο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Χωρίς τελική οριοθέτηση τα σχετικά κυριαρχικά δικαιώματα δεν μπορούν να ασκηθούν και να αποδώσουν πρακτικά αποτελέσματα. Άρα ισχύει πάντα η θέση μας ότι είμαστε έτοιμοι για διερευνητικές επαφές και στη συνέχεια για διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο και εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία η θέση μας είναι η υπογραφή συνυποσχετικού για από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.

Πυλώνας της εξωτερικής μας πολιτικής είναι το διεθνές δίκαιο αλλά όχι η νομικιστική αφέλεια. Δεν αποδεχόμαστε συνεπώς την αντίληψη ότι οι επίμονες μονομερείς διεκδικήσεις και προκλήσεις μπορούν να ανοίξουν την οδό του διαλόγου για θέματα εθνικής κυριαρχίας.

Γνωρίζουμε όμως ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μπορεί να αποδραματοποιήσει το ζήτημα της έκτασης των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο και κυρίως στην Αν. Μεσόγειο, όπου η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν χωρικά ύδατα 6 ν.μ. ενώ όλες οι άλλες εμπλεκόμενες σε οριοθετήσεις που μας ενδιαφέρουν χώρες έχουν χωρικά ύδατα 12 ν.μ.
 

Η Ελλάδα δεν μετέχει σε διάλογο για την έκταση του εναέριου χώρου της ή για την «αποστρατικοποίηση» νησιών της. Έχει μετάσχει όμως με θετικά αποτελέσματα και είναι έτοιμη να μετάσχει ξανά σε διάλογο για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης προκειμένου να αποφεύγονται περιττές εντάσεις και ατυχήματα. Είναι επίσης έτοιμη, όπως το έκανε, να μετάσχει σε συνεννοήσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ με στόχο την αποφυγή τριβών και συγκρούσεων, εφόσον τα όργανα της Συμμαχίας είναι έτοιμα να διασφαλίσουν τον σεβασμό της Συνθήκης του Β. Ατλαντικού από όλα τα μέλη του Οργανισμού.

Ούτως ή άλλως ακόμη και οι πιο ειλικρινείς και καλόπιστοι φίλοι μας τους επόμενους μήνες θα ζητούν από την Τουρκία να αποφεύγει τις προκλήσεις και να σέβεται το status quo και ταυτοχρόνως θα ζητούν από την Τουρκία και την Ελλάδα  να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο του διαλόγου. Συνεπώς το ερώτημα δεν είναι ναι ή όχι στον διάλογο, αλλά τι εννοούμε λέγοντας ναι στον διάλογο και σε ποιο στρατηγικό πλαίσιο τοποθετείται η στάση μας.

Το ίδιο τηρουμένων των αναλογιών ισχύει και για το Κυπριακό, από τις εξελίξεις στο οποίο επηρεάζεται καταλυτικά το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Θα ήταν ανιστόρητη η σκέψη ότι μπορεί να υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, χωρίς σημαντικές εξελίξεις στο Κυπριακό που είναι βεβαίως διεθνές ζήτημα, εισβολής και συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής από την Τουρκία μεγάλου τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Ελπίζω οι εξελίξεις αυτές να είναι προϊόν διαλόγου και να επικυρωθούν με τη δημοψηφισματικά εκφρασμένη βούληση του κυπριακού λαού και όχι προϊόν μονομερών κινήσεων και εξελιγμένων de facto καταστάσεων.

Είναι αυτονόητο ότι παράλληλα η Ελλάδα πρέπει να αναβαθμίζει όλες τις παραμέτρους της εθνικής της ισχύος, από την αμυντική θωράκιση έως την οικονομική ανάκαμψη. Από τη διαχείριση της πανδημίας έως την ποιότητα των δημοκρατικών μας θεσμών. Μια τέτοια παράμετρος και μάλιστα βασική είναι η συλλογική εθνική ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε και να λέμε μεταξύ μας την αλήθεια.-

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ