Ο Μητσοτάκης στα βήματα του Όρμπαν

Να αποσύρει τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στο άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα, για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων ζητούν από την κυβέρνηση οι έξι οργανώσεις της Ταχείας Απάντησης της Ελευθερίας των Μέσων (Media Freedom Rapid Response – MFRR) σε κοινό τους κείμενο. Η αόριστη διατύπωση του νόμου και η επιβολή προστίμων «θα υπονομεύσουν την ελευθερία του Τύπου και θα επιφέρουν ένα πάγωμα της ελευθερίας έκφρασης σε μια στιγμή που η ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι ήδη υπό πίεση στην Ελλάδα» όπως αναφέρουν, ενώ  σημειώνουν ότι «η μόνη χώρα που προχώρησε σε τέτοια νομοθεσία ήταν η Ουγγαρία, η οποία ποινικοποίησε τη διάδοση της παραπληροφόρησης που θεωρείται ότι υπονομεύει τον αγώνα των αρχών κατά του κορονοϊού με πρόστιμα και ποινές φυλάκισης».

Συγκεκριμένα, οι ΜΚΟ ARTICLE 19, European Centre for Press and Media Freedom (ECPMF), European Federation of Journalists (EFJ), Free Press Unlimited (FPU), International Press Institute (IPI) και OBC Transeuropa (OBCT) υπογραμμίζουν στην ανακοίνωσή τους ότι με τον νέο νόμο «αντί να βελτιώσει το ήδη υπάρχον άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο είναι ήδη προβληματικό, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη θα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τα πίσω εάν τελικά ψηφιστεί αυτός ο νόμος και θα στείλει ένα ανησυχητικό μήνυμα για τη δέσμευση της κυβέρνησης στην ελευθερία των Μέσων ενημέρωσης».

Έπειτα αναφέρουν τα παραδείγματα της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας που ενώ πέρασαν ανάλογες τροποποιήσεις αναγκάστηκαν να τις αποσύρουν εξαιτίας της έντονης αντίδρασης των ευρωπαϊκών θεσμών. Σημειώνουν ωστόσο ότι «η μόνη χώρα που προχώρησε σε τέτοια νομοθεσία ήταν η Ουγγαρία, η οποία ποινικοποίησε τη διάδοση της παραπληροφόρησης που θεωρείται ότι υπονομεύει τον αγώνα των αρχών κατά του κορονοϊού με πρόστιμα και ποινές φυλάκισης».

Οι αλλαγές και οι ενστάσεις

Το άρθρο 191 προτείνεται να αλλάξει ως εξής:

«1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων.

2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».

Οι οργανώσεις που συνυπογράφουν το κείμενο αναγνωρίζουν τον αντίκτυπο που έχουν στην κοινωνία και την οικονομία οι ψευδείς ειδήσεις και η διασπορά θεωριών συνωμοσίας. Όμως δεν θεωρούν ότι οι σκληροί νόμοι που δίνουν το δικαίωμα σε ρυθμιστικές αρχές και ελεγκτές να αποφασίζουν για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα καθώς και η επιβολή βαριών προστίμων στον Τύπο είναι η σωστή απάντηση στο πρόβλημα και ότι η αλλαγή θα καταλήξει να προκαλέσει περισσότερη ζημιά παρά όφελος. Αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «όπως έχει παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες, η υποκειμενική ερμηνεία τόσο ασαφώς διατυπωμένων νόμων μπορούν να ανοίξουν την πόρτα στην λογοκρισία της έγκυρης δημοσιογραφίας».

Όπως έχει υπογραμμίζει στο Tvxs.gr η Μαρίνα Ρήγου, επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών«Ο κίνδυνος της λογοκρισίας υφίσταται, ειδικά από κακοδιατυπωμένες νομικές διατάξεις, ή  από την ερμηνεία τους. Η συγκεκριμένη διατύπωση στο σχέδιο νόμου εύκολα θα μπορούσε να εκπέσει σε λογοκρισία αφού ένας αντιπολιτευτικός λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού. Μια κριτική παρουσίαση κυβερνητικών πολιτικών σε ζητήματα άμυνας ή σε ζητήματα υγείας, μπορεί να προκαλέσει ανησυχία. Το θέμα είναι ότι υπάρχουν κυβερνητικές πολιτικές που μπορεί να προκαλούν φόβο ή ανησυχία. Εάν αυτό εντοπίζεται και επισημαίνεται, τότε η άμυνα είναι η υπαγωγή αυτού του λόγου στις ψευδείς ειδήσεις. Ο Donald Trump έκανε ακριβώς αυτό, γι’ αυτό άλλωστε και το Collins ανέδειξε σε λέξη της χρονιάς τις ψευδείς ειδήσεις».

Λύση δεν είναι να θεσπίζεις

Οι οργανώσεις καταγράφουν τις δυσκολίες της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, που αντιμετωπίζει ήδη «απειλές από αγωγές και φυλάκιση για δυσφήμηση», ενώ εκτιμούν ότι η ενίσχυση του άρθρου 191 «θα μπορούσε απλώς να ανοίξει έναν ακόμα δρόμο για να αντιμετωπίσουν οι δημοσιογράφοι ποινές φυλάκισης και διώξεις». Επισείουν επίσης τον κίνδυνο της αυτολογοκρισίας υπό το φόβο της τιμωρίας από το νέο νόμο.

Καταγράφουν τις δυσκολίες της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, που αντιμετωπίζει ήδη «απειλές από αγωγές και φυλάκιση για δυσφήμηση», ενώ εκτιμούν ότι η ενίσχυση του άρθρου 191 «θα μπορούσε απλώς να ανοίξει έναν ακόμα δρόμο για να αντιμετωπίσουν οι δημοσιογράφοι ποινές φυλάκισης και διώξεις». Επισείουν επίσης τον κίνδυνο της αυτολογοκρισίας υπό το φόβο της τιμωρίας από το νέο νόμο.

Τονίζουν, επίσης, ότι αν η ελληνική κυβέρνηση είναι σοβαρά διατεθειμένη να καταπολεμήσει την διάδοση ψευδών ειδήσεων, να ξεκινήσει την ανάπτυξη σχεδίων για τον εγγραμματισμό στα Μέσα (media literacy), να υιοθετήσει πρωτοβουλίες για την προστασία των ερευνητικών δημοσιογράφων και να εξασφαλίσει μια ισχυρή μιντιακή αγορά που να χαρακτηρίζεται από πλουραλισμό.

Πάντως μιλώντας στο Tvxs.gr ο ο Βασίλης Παπαστεργίου, μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, «η λύση δεν είναι να θεσπίζεις, λόγω έκτακτης περίπτωσης, διότι η πανδημία θα φύγει αλλά οι νόμοι θα μείνουν. Κατά τη γνώμη μου η καταπολέμηση των fake news σε σχέση με την υγεία πρέπει να γίνει από την οργανωμένη πολιτεία μέσα από μια διαδικασία ανταλλαγής επιχειρημάτων και πειθούς και όχι με την ποινικοποίηση και ποινική δίωξη απόψεων, ακόμη και όταν είναι αναληθείς».

ΑΠΟ ΤΟ TVXS