Πένθος – Έρως: Ένα ρέκβιεμ για τις εικόνες

 

 

Του Μάνου Στεφανίδη

… Ας μιλήσουμε λίγο για αυτά τα δυσκολοπρόφερτα, ανεξιχνίαστα υλικά της ψυχής. Κι ας κοιτάξουμε τον έρωτα στα μάτια, μήπως αντιληφθούμε το πένθος του. Στα σκοτάδια των σφαλιστών του βλεφάρων … Οδηγοί μας η μουσική με το requiem και η ζωγραφική με το lamentum των χρωμάτων.

Αν, τώρα, υπάρχει ένας ακατάλυτος, εσωτερικός σύνδεσμος ανάμεσα στην ζωγραφική και την μουσική, αυτός σχετίζεται με την κοινή ροπή και των δυο αυτών εκφράσεων προς την αφαίρεση, την απόρριψη του περιττού. Δηλαδή προς εκείνη την δημιουργία που δεν αντανακλά την πραγματικότητα αλλά δημιουργεί μια καινούργια.

Αυτή την μυστική σχέση ανάμεσα στις οπτικές και τις ηχητικές φόρμες  -το αφηρημένο που θα πει το μη αναπαραστατικό αλλά ούτε και αναπαραστάσιμο “γεγονός”  ή δράμα αν προτιμάτε – διερευνά η παρούσα έκθεση του Χρυσόστομου. Με έργα, σχέδια και ζωγραφικές, που εν πολλοίς φτιάχτηκαν για τον σκοπό αυτό ή ακολούθησαν, σε χρόνο ανύποπτο, ανάλογο προβληματισμό. Πως οπτικοποιείται το δράμα.

Ο ζωγράφος τα τελευταία χρόνια δουλεύει αποκλειστικά πάνω στο θέμα του requiem. Πώς δηλαδή μπορεί να γίνει η μουσική και η άφατη θλίψη της, εικόνα καθαρτήρια. Χρησιμοποιώντας, κυριολεκτικά,τα πιο πρωτογενή υλικά της ψυχής, τον αυτοσχεδιασμό, τις ελεύθερες γραφές, τις χαρτεπικολλήσεις, την άμεση, αδιαμεσολάβητη χειρονομία που δεν περιγράφει αλλά επιμένει να είναι! Υπάρχει στην έκθεση “Πένθος – Έρως”, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, μια αντίφαση:

Ο Χρυσόστομος παρουσιάζει συγχρόνως τα ρεαλιστικά σχέδια άκρως ερωτικών γυμνών και την γύμνια συνθέσεων που θέλουν να απαλλαγούν από την οποιαδήποτε διακοσμητική ηδονή. Όμως αν σκεφτεί κανείς πόσο κοντά βρίσκονται οι έννοιες της ηδονής και της οδύνης, ή του έρωτα και του συνακόλουθου πένθους από την απώλεια του – αυτήν την σταθερά ανθρώπινη συνθήκη της απώλειας – θα δικαιολογήσει απόλυτα τον ζωγράφο για τις επιλογές του.

 Κάθε μορφή τέχνης, από την άλλη, είναι ένα ταξίδι. Είναι ένα ταξίδι που οδηγεί απο την επιφάνεια στο βάθος των πραγμάτων και από την ψευδαίσθηση στην ουσία. Αλλά και κάθε αληθινό ταξίδι, εκτός από μια περιπέτεια της ψυχής, ειναι και μια μορφή τέχνης. Εφόσον τέχνη στην πραγματικότητα είναι αυτή η δύναμη – ή μήπως η δυνατότητα; – που μπορεί να μας αλλάξει υπαρξιακά, να μας ξαναθυμίσει το αναπόφευκτο πένθος ή να μας παρηγορήσει ως προς την αδήριτη πραγματικότητα του θανάτου.

Η ζωγραφική τώρα έχει ως στόχο να “καρφώσει” μια για πάντα, να στερεοποιήσει τις ρέουσες εικόνες ενός φευγαλέου κόσμου, να εγκλωβίσει έτσι τον χρόνο αποδεικνύοντας, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, πώς π.χ. το βαθύ κόκκινο χρώμα ή η καρμίνα περιέχουν πολύ περισσότερο αίμα από τους ποταμούς αιμάτων που έχουν χυθεί σε όλα τα πεδία των μαχών. Και πώς το μπλε της Πρωσίας είναι πολύ πιο κοντά στην απόχρωση που διάλεξε ο Θεός όταν πρωτοέβαψε τον θόλο του κόσμου από όλα τα γαλάζια του ουρανού και της θάλασσας. Έτσι είναι. Ο Θεός έγινε πρώτα ζωγράφος και μετά λειτούργησε ως Παντοδύναμος. Πρώτα ζωγράφισε αυτό που αργότερα θα έφτιαχνε κοπιάζοντας για εφτά ολόκληρες ημέρες. Άρα είναι απολύτως κατανοητό το γιατί ο κάθε ζωγράφος πρέπει να αισθάνεται σαν ένας μικρός θεός. Με όση ευθύνη, με όσες υποχρεώσεις μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο.

 Ρέκβιεμ, ας το υπενθυμίσουμε, ονομάζεται η νεκρώσιμη ακολουθία της Καθολικής Εκκλησίας. Πρόκειται για το στερεότυπο, λατινικό κείμενο που αρχίζει με την αρχαία φράση Requiem aeternam dona eis Domine (Δώσε τους Κύριε ανάπαυση αιώνια). Οι στίχοι αυτοί έχουν εμπνεύσει τους σημαντικότερους συνθέτες της δυτικής μουσικής για να δημιουργήσουν έργα που αναφέρονται στο πένθος, τη μεταφυσική αγωνία, την απώλεια αλλά και την επική σύγκρουση του θανάτου και της ζωής μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Ενδεικτικά αναφέρω το αγγελικό όσο και φοβερό Ρέκβιεμ του Mozart, το υπερβατικό Ρέκβιεμ του Fauré, το οπερατικό Ρέκβιεμ του Verdi, το δραματικό Ρέκβιεμ του Dvorak (ιδιαίτερα το υποβλητικό Dies Irae), κλπ. Γιατί όμως ρέκβιεμ; Γιατί η αληθινή τέχνη που δεν εξαντλείται σε διακοσμητικές εφαρμογές ή στην εύκολη συγκίνηση, σφραγίζεται πάντα από την δωρεά της ιερής μελαγχολίας, της υπαρξιακής μας αδυναμίας εμπρός στον θάνατο αλλά και της συνειδητοποίησης πως η δημιουργία είναι η μόνη μορφή αθανασίας που δικαιούμαστε.

Η έκλειψη της ουσιαστικής εικόνας, στην εποχή της εικόνας, δεν συνιστά μια μορφή θανάτου του κόσμου μας; Εδώ είναι το στοίχημα! Να ζήσει ο καθένας τη ζωή που του ‘λαχε όχι σαν πιόνι αλλά σαν υλικό της ιστορίας. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε στον μεταπολεμικό κόσμο, ζούμε το πυροτέχνημα μιας μαζικής φωταψίας που αυτοπροσδιορίζεται ως «τέχνη» αλλά περισσότερο είναι αγορά, διαφήμιση, επικοινωνία, ρηχή εικόνα που προπαγανδίζει το α-νόητο και κυρίως ένα μοντέλο συμπεριφοράς ομότροπης και ομόφρονος που αγκαλιάζει ολόκληρη την υδρόγειο και υποχρεώνει βελούδινα του πάντες, λευκούς, κίτρινους, μαύρους, να καταναλώνουν τις ίδιες αισθητικές (;) πληροφορίες, να γελούν με τα ίδια αστεία του Υoutube, να πληροφορούνται ακαριαία την τελευταία ντρίπλα του Μέσι, την έσχατη –κυριολεκτικά- σαχλαμάρα της Lady Gaga.

Κι όλα αυτά φωταγωγημένα μέσα από το περιούσιο φως της πιο άχραντης τεχνολογίας που δίνει υπόσταση στο ασήμαντο, που κάνει το σκουπίδι να λάμπει και που προβιβάζει το γελοίο σε αισθητική. Πρόκειται γι’ αυτή την παγκόσμια γλώσσα η οποία μεθοδικά εξαφανίζει τις τοπικές κουλτούρες και βουβαίνει τις τοπικές γλώσσες αποθεώνοντας την μια και μοναδική εικόνα, το ένα σημαίνον το οποίο διαθλάται σε άπειρα σημαινόμενα, έως εξαφάνισης. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Να απολεσθεί το νόημα και η κυρίαρχη εικόνα, ο ουσιαστικός big brother, να αυτοσημαίνεται… Ό,τι βλέπεις, είναι και το απόλυτο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει τίποτε πέρα ή πίσω από αυτό.

Και η τέχνη από μια μυστική κατάδυση του υποκείμενου σε εκείνο το σκοτάδι, που λαμπυρίζει από νοήματα, καταντά μια αυτοεικόνα , ένα αυτοείδωλο όπου το διαφημιστικό σποτ μπορεί να διαθέτει ως μουσικό υπόβαθρο μια καντάτα του Βach αρκούντως μεταλλαγμένη ώστε να καταστεί ακαριαία ακουστική τσίχλα. Ο παγκόσμιος πολιτισμός οφείλει εσπευσμένα να μεταμορφωθεί σε εικόνα των μετρίων και ο λόγος να κενωθεί από τις σημασίες που κάποτε τον λάμπρυναν και να καταντήσει απλά τύπος, σαν τον μπορχεσιανό Φούνες που θυμάται μεν αλλά δεν κατανοεί. Αυτό είναι το νέο δράμα των μορφών. Μια τραγωδία χωρίς τον ίλιγγο του τρόμου αλλά του γελοίου. Και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες; Είτε νάνοι που δεν τολμούν να επωμισθούν το βάρος του ονόματός τους, είτε ναυαγοί στα σταροχώραφα του Van Gogh που ψάχνουν για περίστροφο.

Στην παρούσα έκθεση “Πένθος – Έρως” ο Χρυσόστομος επιχειρεί να προσεγγίσει την έννοια του πένθους, του ρέκβιεμ δηλαδή, μέσα από την διάσταση της αγωνίας αλλά και της ελπίδας. Της εντροπίας αλλά και του πάθους που ανασταίνει όσους τολμούν να το βιώσουν… Με άλλα λόγια αποδίδει μορφοπλαστικά και καθιστά εικόνα την θλίψη  μπροστά στην φθορά των πραγμάτων, τον φόβο για το επέκεινα, το δράμα των προσώπων και της ύλης, ιδωμένων όμως μέσα από την διάσταση της ελπίδας. Εκείνης της ελπίδας που μόνη η τέχνη μπορεί να εξασφαλίσει. Με το σώμα, ηρωικό, ερωτικό, γυμνό και προσφερόμενο, να λάμπει παράδοξα μέσα στο πένθος του. Στα παρουσιάζομενα έργα κυριαρχεί ο αφαιρετικός αυτοσχεδιασμός που ισορροπεί ανάμεσα στην δραματική φυγή και την αφηγηματικότητα, ανάμεσα στον ποιητικό – φασματικό χώρο και την παρουσία συγκεκριμένων μορφών, του υγρού γυναικείου σώματος για παράδειγμα, ως διαρκούς συμβόλου της επιθυμίας. Έτσι ώστε από το πένθος να προκύπτει η παραμυθία και από την ύλη και το πλάσιμο της να αναφύεται λαμπρό, ερωτικό το πνευματικό γεγονός. Και έτσι ώστε το πένθος να καθίσταται χαρμολύπη.

15 Απριλίου  5 Ιουνίου 2017

Επιμέλεια: Μάνος Στεφανίδης

Οργάνωση: Γκαλερί Τεχνοχώρος – Ηλέκτρα Δουμά.

 

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ