Παγκόσμια ρευστότητα χωρίς την Ελλάδα  

 

Του Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣΗ χώρα μας διανύει αισίως τον όγδοο χρόνο παραμονής σε οικονομική κρίση και στασιμότητα, έχοντας υπογράψει τρία Μνημόνια δημοσιονομικής προσαρμογής με τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις με διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο.

Όλο το πολιτικό σύστημα πλέον έχει κατανοήσει ότι χωρίς συγκεκριμένους κανόνες και χωρίς πειθαρχία στα δημοσιονομικά για την σταθεροποίηση των ελλειμμάτων, δεν νοείται παραμονή στο ευρώ καθώς και εκταμίευση των δόσεων αλλά και συμμετοχή στα περιφερειακά διαρθρωτικά ταμεία της Ένωσης.

Πέραν όμως της δημοσιονομικής πολιτικής που οφείλει τόσο η Ελλάδα όσο και άλλα κράτη μέλη να εφαρμόζουν στο πλαίσιο του Προγράμματος Σταθερότητας, υπάρχει και η άσκηση της νομισματικής πολιτικής που συνδυαστικά έρχεται να δώσει σημαντική ρευστότητα στο σύστημα, ώστε να καταστήσει το μείγμα οικονομικής πολιτικής πιο αποδοτικό, ώστε αφενός να υπάρχει χαμηλός πληθωρισμός, αφετέρου να ενισχυθεί η ζήτηση και οι επενδύσεις.

Ήδη η ΕΚΤ έχει θέσει σε εφαρμογή το λεγόμενο QE που είναι η ποσοτική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, αγοράζοντας ομόλογα και γενικότερα χρεώγραφα κάθε μήνα για να τονωθεί η ρευστότητα. Πρόκειται επί της ουσίας για μία έμμεση μορφή έκδοσης χρήματος.

Συγκεκριμένα η ΕΚΤ αγοράζει assets αξίας περίπου 90 δις το μήνα, ενώ προτίθεται να επεκτείνει το πρόγραμμα μέχρι τέλους του 2017.

Αντίστοιχα προγράμματα χαλάρωσης εφαρμόζουν και άλλες κεντρικές τράπεζες στην παγκόσμια οικονομία, όπως η Bank of Japan, η Bank of England και φυσικά η FED της Αμερικής.

Πιο συγκεκριμένα η BoJ αγοράζει χρεώγραφα 90 δις το μήνα αντίστοιχα όπως και η ΕΚΤ, ενώ η BoE δημιουργεί ρευστότητα 150 δις στερλινών τους τελευταίους μήνες ενώ θα ρίξει στην αγορά μόνο τον Αύγουστο επιπλέον 75 δις στερλίνες.

Αυτές οι επιθετικές και συνδυασμένες κινήσεις των κεντρικών τραπεζών τις οποίες σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί και η Fed, έχουν μέχρι τώρα προστατεύσει τις αγορές από ανεπιθύμητες συνέπειες και τις έχουν κάνει ανθεκτικές απέναντι σε συστημικούς κινδύνους.

Ας μην ξεχνούμε ότι το πραξικόπημα στην Τουρκία, η ιταλική τραπεζική κρίση, το Brexit καθώς και οι συνεχόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS , έχουν κάνει ευάλωτο το οικονομικό σύστημα.

Μέσα σε όλο αυτό το ασταθές περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες και κατ’επέκταση το ελληνικό οικονομικό σύστημα, δεν συμμετέχει στις ενέσεις ρευστότητας που επιτρέπουν τον φθηνό δανεισμό και την αύξηση της προσφοράς χρήματος στο σύστημα, ενώ ταυτόχρονα, είναι κλειστές οι διεθνείς αγορές για την χώρα, λόγω υψηλών επιτοκίων.

Είναι αβέβαιο, μέσω του 3ου Μνημονίου που καλείται να εφαρμόσει η χώρα μας και με την φοροδοτική ικανότητα να έχει εξαντληθεί, κατά πόσο θα επιτραπεί στην Ελλάδα να συμμετάσχει σ’ένα τέτοιο πρόγραμμα που θα έδινε σίγουρα ανάσα στην ελληνική οικονομία στο ν’απελευθερώσουν ρευστότητα οι τράπεζες και χρηματοδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και την πραγματική οικονομία.

Επίσης μια τέτοια συμμετοχή θα βοηθούσε στην διακράτηση αλλά και προσέλκυση κεφαλαίων στην Ελλάδα καθώς θα είχαμε άνοδο στο χρηματιστήριο ως ψήφος σταθερότητας μέσω της αυξημένης ρευστότητας.

Παρ’όλα αυτά δεν φαίνεται προς το παρόν κάποια ευοίωνη προοπτική τόσο για την συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση όσο και γενικότερα για την ελληνική οικονομία και τις πιθανότητες ανάκαμψής της.

Σε γενικές γραμμές, απαιτούνται άμεσα μέτρα προσέλκυσης επενδύσεων στην χώρα καθώς και ενίσχυσης της ρευστότητας με επαναφορά των καταθέσεων και χαλάρωση των capital controls, διαφορετικά θα χαθεί σύντομα και οριστικά το τρένο της ανάπτυξης που δεν φαίνεται να περνά από την Ελλάδα ούτε με την υπογραφή του νέου σκληρότερου Μνημονίου από την παρούσα κυβέρνηση.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.