Ευρωπεσιμισμός και ευρωσκεπτικισμός

Tου Ιβάν Κράστεβ *

ΙΒΑΝ ΚΡΑΣΤΕΒ

Ο ευρωπεσιμισμός των ελίτ μπορεί να αποδειχθεί πιο καταστροφικός από τον ευρωσκεπτικισμό των λαϊκιστών

Στην αρχή του μυθιστορήματος του Ζοζέ Σαραμάγκου «Η πέτρινη σχεδία» (σ.σ. Καστανιώτης, 2000), ένα ποτάμι που κυλά από την Γαλλία προς την Ισπανία εξαφανίζεται ξαφνικά, κι ύστερα όλη η Ιβηρική χερσόνησος αποκόπτεται από την Ευρώπη και αρχίζει να κατευθύνεται προς τον Ατλαντικό. Στο τέλος του βιβλίου, η Ισπανία και η Πορτογαλία σταθεροποιούνται ανάμεσα στην κεντρική Αμερική και την Αφρική, ενώ σε όλη την Ευρώπη η αστυνομία συγκρούεται με νέους που φωνάζουν: «Είμαστε όλοι Ίβηρες!» Ήταν η πιο ακριβής περιγραφή της αποσύνθεσης της Ευρώπης, όπως τη γνωρίζαμε πριν από τη νίκη του «Leave» στο δημοψήφισμα της Βρετανίας.

Όπως επισήμανε εύστοχα ο πολιτειολόγος Γιαν Ζιελόνκα, «διαθέτουμε πολλές θεωρίες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά σχεδόν καμιά για την αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Τα 60 τελευταία χρόνια, η ΕΕ ήταν μια πραγματικότητα, αλλά και μια αυτοεκπληρούμενη υπόσχεση. Και μόνο η αναφορά σε μια πιθανή αποσύνθεση ήταν ισοδύναμη με υπονόμευση.

Από δω και στο εξής, χάρη στην ψήφο των Βρετανών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η αποσύνθεση είναι μια πιθανότητα. Όπως επισημάνθηκε σε ένα πρόσφατο άρθρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, σε 18 από τα 27 εναπομείναντα μέλη της ΕΕ υπάρχει ένα ή περισσότερα πολιτικά κόμματα που ζητά δημοψήφισμα για την ΕΕ. Ακόμη κι αν δεν θέτουν όλοι ευθέως ζήτημα εξόδου από την ΕΕ, η απαίτηση για δημοψήφισμα συνιστά κοινή θέση των αντισυστημικών κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς.

Η κρίση του Brexit δείχνει ότι η διάλυση της ΕΕ δεν είναι ούτε μπορεί να συμπυκνωθεί στην απλή επιστροφή στα εθνικά κράτη. Η πιθανότητα ενός νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας και η βαθιά κρίση των δύο μεγάλων βρετανικών κομμάτων με οδηγούν στη σκέψη ότι η αποσύνθεση της ΕΕ θα μπορούσε να συνοδευτεί από μια ανάλογη αποσύνθεση σε ορισμένα κράτη-μέλη, αλλά και στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα γενικότερα.

Σε αυτές τις συνθήκες, πώς θα μπορούσε να οριστεί ή να περιγραφεί η «αποσύνθεση» της ΕΕ; Και πώς μπορεί να διαχωριστεί από τη «μεταρρύθμιση» ή την εξέλιξη; Η έξοδος μιας χώρας από την ευρωζώνη ή την ΕΕ ισοδυναμεί με «αποσύνθεση»; Η απομάκρυνση από την «όλο και πιο στενή Ένωση» αποτελεί ένδειξη αποσύνθεσης; Ή μήπως η ασφαλέστερη ένδειξη είναι η κατάργηση ορισμένων σημαντικών κατακτήσεων όπως είναι η ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων ή η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου; Η διάλυση της ευρωζώνης θα σηματοδοτήσει το τέλος της ΕΕ ή μια απλή επιστροφή στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος; Και τι νόημα μπορεί να έχει η αποσύνθεση σε μια ήπειρο όπου οι οικονομίες και οι κοινωνίες είναι τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους ώστε η απουσία συνεργασίας είναι αδύνατη;

Το παράδοξο της σημερινής κρίσης είναι ότι η πεποίθηση πως η ΕΕ δεν μπορεί να διαλυθεί αποτελεί τον μεγαλύτερο παράγοντα κινδύνου της διάλυσης.

Την 1η Ιανουαρίου 1992, ο κόσμος ανακάλυψε ξαφνικά πως η Σοβιετική Ενωση δεν υπήρχε πια στους χάρτες. Η μία από τις δύο υπερδυνάμεις είχε καταρρεύσει χωρίς πόλεμο, χωρίς ξένη επέμβαση ή κάποια καταστροφή, με εξαίρεση μια χονδροειδή απόπειρα πραξικοπήματος.

Η κατάρρευση αυτή σημειώθηκε παρά την άποψη κάποιων ότι η σοβιετική αυτοκρατορία ήταν υπερβολικά μεγάλη για να πέσει, υπερβολικά σταθερή για να καταρρεύσει, υπερβολικά πυρηνικοποιημένη για να νικηθεί. Σε ποιον βαθμό η διάλυση της ΕΣΣΔ, και στη συνέχεια της Γιουγκοσλαβίας, μπορεί να επηρεάσει τη δυναμική της ευρωπαϊκής κρίσης; Πρόκειται για άλλο ένα ερώτημα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η εμπειρία αυτής της αναταραχής θα οπλίσει άραγε τους ανατολικοευρωπαίους με μεγαλύτερη σύνεση και πνεύμα συνεργασίας απέναντι στην κρίση ή αντίθετα θα τους κάνει να προσπαθήσουν να μειώσουν στο ελάχιστο δυνατό τις απώλειες από ενδεχόμενη διάλυση της ΕΕ; Η τελευταία μοιάζει με ένα παντρεμένο ζευγάρι (όπου οι σύζυγοι είναι η δυτική και η ανατολική Ευρώπη) που περνά μια βαθιά κρίση. Και το γεγονός ότι ο ένας σύζυγος (η ανατολική Ευρώπη) έχει ξαναπαντρευτεί και έχει πάρει ένα δύσκολο διαζύγιο θα βαρύνει στις επιλογές του ζευγαριού.

Όποιος εξετάσει τις συνθήκες στις οποίες διαλύθηκε η αυτοκρατορία των Αψβούργων, η ΕΣΣΔ ή η Γιουγκοσλαβία του Τίτο αντιλαμβάνεται ότι τυχόν διάλυση της ΕΕ δεν θα συνοδευτεί από μια επανάσταση, αλλά από μια έφοδο στις τράπεζες.

Η διάλυση της ΕΕ δεν θα είναι μια νίκη των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων επί των φιλοευρωπαϊκών. Θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η ακούσια συνέπεια της δυσλειτουργίας που χαρακτήριζε ανέκαθεν την ΕΕ, και έγινε ακόμη μεγαλύτερη επειδή οι ελίτ δεν καταλαβαίνουν τις εθνικές πολιτικές δυναμικές. Φοβούμενες ότι κάποια στιγμή θα χάσουν εντελώς τον έλεγχο, οι ελίτ αυτές μπορεί να προσπαθήσουν να ανακτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κυριαρχία. Με άλλα λόγια, ο ευρωπεσιμισμός των ελίτ μπορεί να αποδειχθεί πιο καταστροφικός από τον ευρωσκεπτικισμό των λαϊκιστών και την επιθυμία τους να καταστρέψουν τις Βρυξέλλες.

Σε αυτή την κατάσταση της παράλυσης, η σοβιετική και η γιουγκοσλαβική εμπειρία μπορούν να μας προσφέρουν χρήσιμα μαθήματα.

Το πρώτο μάθημα είναι πως όταν καλούνται να αξιολογήσουν τους κινδύνους της αποσύνθεσης, οι οικονομολόγοι σπανίως έχουν καθαρό μυαλό. Η υπερβολική τους αυτοπεποίθηση στην οικονομική σωφροσύνη των πρωταγωνιστών οδηγεί τους οικονομολόγους αυτούς σε λάθη.

Το δεύτερο μάθημα είναι ότι ο κυριότερος κίνδυνος δεν προέρχεται από μια αποσταθεροποίηση στην περιφέρεια, αλλά από μια εξέγερση στο κέντρο (παρ’ όλο που οι περιφερειακές κρίσεις είναι συχνά μεταδοτικές). Η τύχη της σοβιετικής αυτοκρατορίας δεν κρίθηκε από την αιώνια επιθυμία των Βαλτικών χωρών να αποσχιστούν, αλλά από την επιλογή της Ρωσίας να καταργήσει την ένωση. Αυτό σημαίνει ότι η νομιμοφροσύνη της Γερμανίας απέναντι στην ΕΕ δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.

Το τρίτο μάθημα είναι ότι τον δρόμο προς τη διάλυση μπορεί να τον ανοίξει η προσπάθεια για μια ΕΕ πιο μικρή και πιο λειτουργική. Η βιασύνη της Μόσχας να τελειώνει με την ΕΕ εξηγείται από την προσπάθεια της Ρωσίας να συγκροτήσει μια πιο οργανική ένωση με την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Όταν όμως η διάλυση ξεκινήσει, ακολουθεί τη δική της λογική, που μπορεί να αποδειχθεί πολύ διαφορετική από το σενάριο που είχαν σχεδιάσει οι αρχιτέκτονες μιας καλύτερης ένωσης. Με αυτή την έννοια, μια συμβολική κίνηση όπως η σύνοδος των ιδρυτικών μελών της ΕΕ μπορεί να επιταχύνει τη διάλυση αντί να τη συγκρατήσει.

Το τέταρτο μάθημα είναι ότι η μεγαλύτερη απειλή για το ευρωπαϊκό σχέδιο προέρχεται από τις οπορτουνιστικές ελίτ και όχι από τους λαϊκιστές. Θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «σύνδρομο Μπόρις Τζόνσον»: Οι φιλόδοξοι πολιτικοί που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη σημερινή κρίση για να υπηρετήσουν την προσωπική τους ατζέντα αποδεικνύονται συχνά πιο καταστροφικοί από τους οργισμένους λαϊκιστές που θέλουν να καταστρέψουν την ΕΕ.

Το πέμπτο μάθημα είναι ότι η βούληση εξωτερικών παραγόντων να σώσουν την ΕΕ δεν έχει αποτελέσματα, ακόμη κι αν προέρχεται από τις ΗΠΑ. Η έκκληση του Μπαράκ Ομπάμα προς τους Βρετανούς να ψηφίσουν υπέρ του «Remain» δεν ήταν πιο αποτελεσματική από τον επονείδιστο λόγο που εκφώνησε τον Αύγουστο του 1991 στο Κίεβο ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, με τον οποίο ζήτησε από τους Ουκρανούς να παραμείνουν στην ΕΣΣΔ.

Το έκτο μάθημα είναι ότι η τελική μάχη θα δοθεί ανάμεσα στους οπαδούς της λιτότητας και των κανόνων και σ’ εκείνους που ζητούν μεγαλύτερη χαλάρωση και ελαστικότητα. Κι αν πιστέψουμε την Ιστορία, οι μόνοι που μπορούν να σώσουν την ΕΕ είναι οι οπαδοί της χαλάρωσης.

(Πηγή: Le Monde)

* Ο Ιβάν Κράστεβ είναι Βούλγαρος πολιτειολόγος, πρόεδρος του Center for Liberal Strategies στη Σόφια και καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών στην Βιέννη. Από την άνοιξη του 2015, αρθρογραφεί στους The International New York Times.