Περάστε κόσμε

Του Ιωάννη Δαμίγου

Σαν σε τσίρκο παρακμής. Η μουσική φτωχή με τον ρυθμικό γνώριμο μέτρο, από βαριεστημένους κακοπληρωμένους  μουσικούς, μαλλί της (αποκρουστικής) γριάς, φωτισμός πολύχρωμος αρχικά, που περιέργως και αφύσικα καταλήγει σε σκοτεινές σκούρες αποχρώσεις, με το πέρασμα της ώρας, του μήνα, του χρόνου.

Το πλήθος, περίεργο φαντάζει κι αυτό, μεσήλικες και ηλικιωμένοι μόνο, περπατούν σαν να σέρνονται με δυσκολία, με βαριά πεσμένα, από μαύρες σκέψεις απογοήτευσης, κεφάλια.

Σταματούν κάποιοι την περιπλάνηση σε αλλόκοτα περίπτερα, να ένα, αλλά αραχνιασμένο, πουλούσε υποσχέσεις που τώρα του τελείωσαν και έκλεισε νωρίς, χωρίς εμπόρευμα, χωρίς πελάτες. Τι διάολο δεν υπολόγισαν σωστά οι έμποροι, τις υποσχέσεις ή την πελατεία;

Ατυχία, δεν βαριέσαι, πάμε στο επόμενο, να αυτό, που πουλάει θέσεις εργασίας καλά αμειβόμενες. Κανείς και εδώ; Δεν μπορεί, θα λείπει για λίγο ο υπάλληλος, θα έχει πάει για ανάγκη του, ίσως. Δες καλά, τι γράφει η ταμπέλα; Κτυπήστε το κουδούνι, μόνο για απλήρωτες υπερωρίες και 12ωρες υπηρεσίες. Οι καλά αμειβόμενες, αφορά CEO. Κακές συμπτώσεις, δεν μπορεί, αφού θυμάμαι τι μου είπαν, θυμάμαι τι μου έταξαν, υπομονή και προχώρα στο άλλο, μη γκρινιάζεις.

Υγεία, γράφει αυτό, να αυτό το φωτισμένο, πάμε κουνήσου, επιτέλους κίνηση και φωνές, φτιάξου λίγο καημένη μου, χαμογέλα. Ώπα, θέλει πιστωτική κάρτα για είσοδο, ιδιωτική υγεία γράφει, μα…εγώ…δεν…δηλαδή…Φύγαμε, αρχίζω και εκνευρίζομαι, θα τους τα ψάλλω, θα δείς. Θα τους τα γράψω όλα, στα παράπονα ψηφοφόρων. Δεν με ξέρουν καλά εμένα.

Το περίπτερο παιδείας, μα δεν βλέπω παιδιά, ούτε φοιτητές, μηδέ δασκάλους και καθηγητές. Ακούω ποσά που ανεβαίνουν μα τι πλειστηριάζουν; Δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να πουλάνε σχολεία. Όχι, αυτό δεν το δέχομαι, είπαμε….αλλά…. δεν έχουμε τόσα χρήματα για… τα παιδιά μας. Κάτι είχε πάρει το αυτί μου τότε, μα δεν το πήρα σοβαρά, λόγια είπα……Τι ποντάρουν εκεί; Πάμε πιο κοντά, γέροντες βλέπω, νομίζω πως γκρινιάζουν και διαμαρτύρονται. Ε, όχι δεν …δεν…

Κάποιοι ξανθοί, αρωματισμένοι κουστουμάτοι τύποι, του κόμματος τους ξέρω, τον ένα τον “σταύρωσα”, τζογάρουν τις συντάξεις των παπούδων, σε μαύρο και σε κόκκινο, στην ρουλέτα. Εφιάλτη βλέπω, ξύπνα με……Τι εννοείς, πάντα κοιμόμουν; Όρεξη έχεις να τσακωθούμε, αφού δεν ξέρεις από πολιτική, πόσες φορές στο έχω πεί; Μη μου ξαναπείς, τι ψήφισα, ναι. Προχώρα.

Ποια είναι αυτή η δύσμοιρη με τα δεμένα μάτια; Πω-πω, την έχουν κακοποιήσει την άτυχη και την τραβολογούν, μα κανείς δεν την βοηθά. Ποιος ξέρει τι προκλητικό ρούχο φορούσε, πως κουνιόταν στον δρόμο. Τι είπες γυναίκα; Τι ξεστόμισες; Πως αυτή είναι η δικαιοσύνη; Αλλοίμονο, χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ναι, αυτόν τον μπροστάρη, τον “σταύρωσα” κι αυτόν. Πάμε, πάμε από δω…..Πάμε να χαζέψουμε, να γελάσουμε λίγο, στον γύρο του θανάτου, εκεί θα σου αρέσει, να δω τι θα βρείς να μου πείς. Μα τι είναι εδώ; Ησυχία, άκρα του τάφου σιωπή. Και όλοι αυτοί, οι χιλιάδες γιατί είναι σαβανωμένοι; Που βρεθήκαμε; Αυτός είναι ο γύρος του θανάτου; Πως; τι ψιθυρίζεις; Αμάν, αυτά είναι τα θύματα της πανδημίας; Ωιμέ, τον άτυχο, που σ’ έφερα; Συγχώρα με, δεν ήξερα.

Έλα βρε γυναίκα, πάμε να μπούμε σε μια εκκλησία, να κάνουμε τον σταυρό μας, να τα ξεχάσουμε όλα αυτά τα δυσάρεστα πια. Να, ας μπούμε σ’ αυτήν, μα στάσου. Τι μου λες παπά μου, αν είμαι εμβολιασμένος δεν μου επιτρέπεις να περάσω; Δεν το δέχεται η χριστιανική σου πίστη;

Έως εδώ ήτανε, τέλος και η υπομονή μου, τέλος και και η αντοχή μου, τέλος και η ανοχή μου. Τώρα θα πάω με τον διάβολο, αυτόν τον άπλυτο. Ναι, τον προτιμώ αυτόν τον πλεμπαίο, από όλους εσάς, επιτέλους. Έπρεπε να δώ αυτό το τσίρκο ντροπής από κοντά, μετά από δυο χρόνια εκλογής, για να βγώ εκτός εαυτού ή μάλλον για να τον βρώ. Πάμε συντροφιά μου, πάμε πάλι από την αρχή αφού σου ζητήσω, για πρώτη φορά στη ζωή μου, συγνώμη. Νόμιζα πως ήξερα, νόμιζα πως είχα δίκιο……Συγνώμη.