Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Χρήστο Λαμπράκη;

Της Ελευθερίας Κόλλια

Εζησε πολλές ζωές σε μία. Λιτός σε αξιοσημείωτο βαθμό, με ασύλληπτα πολλές γνώσεις, με ευρύτητα αλλά και πείσμα και πλήρη επίγνωση της δύναμής του, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την Ιστορία του Τύπου και του τόπου

Η συμπλήρωση ενός αιώνα από την έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα» (1922), αλλά και τα 90ά γενέθλια της εφημερίδας «Τα Νέα» (1931) έφεραν τον εκδότη Χρήστο Λαμπράκη και πάλι στο προσκήνιο. Οι επέτειοι πάντα χρησιμεύουν ως μοχλοί θύμησης, ως εργαλεία αποτίμησης, απολογισμού, ως αθέατες δυνάμεις συμπύκνωσης του χρόνου, ώστε να υπενθυμίζεται η ερμηνεία ιστορικών περιόδων και φαινομένων, να εμπεδώνεται η αξία προσώπων και γεγονότων, στη ροή του.

Η αποτίμηση της πορείας του Χρήστου Λαμπράκη μπορεί πια να γίνει ψύχραιμα, νηφάλια, δίχως ιδεολογικές παρωπίδες και συγκυριακή φόρτιση. Πάνε 13 χρόνια που έφυγε από τη ζωή (το 2009), 88 χρόνια από τότε που γεννήθηκε (1934) και 65 χρόνια από τότε που ανέλαβε τον επιδραστικό εκδοτικό οργανισμό – δημιούργημα του πατέρα του. Οταν το 1957 πέθανε αιφνιδίως ο Δημήτρης Λαμπράκης, το πένθος δεν περιορίστηκε στα μέλη της οικογένειάς του, κάλυψε και τη δημόσια ζωή της χώρας. Το «Συγκρότημα», όπως αποκαλείτο, εξέφραζε τη βενιζελική παράταξη, ο ιδρυτής του διατηρούσε σχέση ζωής με τον μεγάλο πολιτικό, πολλάκις Πρωθυπουργό της χώρας. Ποιος θα καταλάμβανε τη θέση του; Ή, καλύτερα, ποιος θα μπορούσε να παίξει έναν τέτοιον πολυσχιδή ρόλο, ανάμεσα στον Τύπο και την πολιτική, με δημοσιογραφικό ένστικτο, πολιτικά ανακλαστικά, ταλέντο επιρροής;

Το συνηθέστερο πρόβλημα σημαντικών ανά τον κόσμο είναι η διαδοχή τους, για την ακρίβεια η απουσία συνέχειάς τους. Ενας νεαρός 23 ετών που λατρεύει τη μουσική, έχει στις αποσκευές του βασικές σπουδές στην Αγγλία, και λίγα χρόνια ώσμωσης με την εκδοτική πραγματικότητα, δεν ακούγεται ιδανική περίπτωση. Κάθε άλλο παρά στιβαρό και αδιατάρακτο φαντάζει το μέλλον για «Το Βήμα», «Τα Νέα», τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», τον «Ταχυδρόμο». Κάθε άλλο παρά ασφαλής δικαιούται να νιώθει η δημοκρατική παράταξη.

Ο Χρήστος Λαμπράκης θα αποτελέσει –από κάθε άποψη– έκπληξη. Με το ανάλογο κόστος – σε ψυχικό επίπεδο. Η οικογένειά του, ιδίως η μητέρα του Ελζα και η μεγαλύτερη αδελφή του Λένα (σ.σ.: η αδελφή του Αννα είναι παιδί ακόμη), αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον του, τον στηρίζει αποφασιστικά. Ο ίδιος εργάζεται ακατάπαυστα. Είναι, βεβαίως, ευφυής. Εχει συνείδηση των κρίσιμων πολιτικών περιστάσεων της δεκαετίας του ’60, συμμετέχει προσωπικά (γεγονός που θα του κοστίσει ποικιλοτρόπως) σε κομβικές στιγμές για την πορεία της χώρας. Η αλλοτινή πολιτική πραγματικότητα του το επιτρέπει, όπως και σε άλλους εκδότες (έστω και αν ο Λαμπράκης έχει το πιο βαρύ επώνυμο), τον Πάνο Κόκκα της «Ελευθερίας», την Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής», τον Γιάννη Παπαγεωργίου της «Αθηναϊκής».

Ο υπό δοκιμή εκδότης θα αποδειχθεί εκδότης δοκιμασιών υψηλής έντασης. Ο φιλόμουσος «Χρήστος» θα αποδειχθεί ικανός στο να αναγνωρίζει τους ρυθμούς της πολιτικής και του εκδοτικού ανταγωνισμού, σαν να ακούει μικρά πρελούδια, φούγκες και σονάτες. Είναι, άραγε, η επέτειος αυτή αφορμή για ύμνους πλάι στο όνομά του; Διόλου. Ο Λαμπράκης ήταν παρών, διά του εκδοτικού ρόλου του, σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της χώρας και η αδιάκοπη παρουσία δεν σημαίνει μόνο επιτυχίες, αλλά και λάθη, ολισθήματα, αστοχίες, παρερμηνείες.

Η ανάγνωση της ιστορικής πραγματικότητας είναι που συνεπάγεται την αναγνώριση του ειδικού βάρους της προσωπικότητάς του. Ο Λαμπράκης και τα Ιουλιανά, ο Λαμπράκης και η χούντα, ο Λαμπράκης και το δημοψήφισμα για τον βασιλιά. Ο Λαμπράκης και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης. Ο Λαμπράκης και η Ευρώπη. Ο εκδότης και η διανόηση, αλλά και οι νέες τεχνολογίες στα Μέσα. Στο όνομά του συνοψίζεται ασφαλώς η πορεία των εμβληματικών εφημερίδων του.

Πώς θα έμοιαζαν, άραγε, οι σελίδες του «Βήματος» και των «Νέων», αν δεν συντάσσονταν στη σκιά του; Αν δεν υπήρχε η αδελφική φιλία του με τον Λέοντα Καραπαναγιώτη; Αν ο ίδιος δεν είχε ξεχωρίσει ως συνοδοιπόρο του τον Σταύρο Ψυχάρη; Αν οι εργαζόμενοι, δημοσιογράφοι και μη, δεν ένιωθαν την αύρα της παρουσίας του;

Το μιντιακό σύμπλεγμα του πατέρα Λαμπράκη έγινε σταδιακά ΔΟΛ και αργότερα «αυτοκρατορία», με πυλώνα τον παραδοσιακό Τύπο, εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και επεκτάσεις σε portal (το σημαντικό in.gr, το πρώτο στην Ελλάδα), συμμετοχή σε τηλεοπτικούς σταθμούς (Mega) και επιχειρηματικά εγχειρήματα, από εκδοτικούς οίκους, εκτυπώσεις, αγροτουριστικά projects μέχρι και υπηρεσίες telemarketing.

O Χρήστος Λαμπράκης αφέθηκε στις μεταπλάσεις που η πραγματικότητα επέτασσε – ενίοτε με τους δικούς της όρους, διότι ο ίδιος ουδέποτε απέκτησε φυσιογνωμία επιχειρηματία, με αμιγώς οικονομικά κριτήρια. Και φρόντισε, αδιαμφισβήτητα, να μη θάψει τον πυρήνα του: τη βαθιά αγάπη του για τη μουσική. Η ζωογόνος για αυτόν δύναμή της τον ώθησε και να υπερβεί τους ιδιοσυγκρασιακούς περιορισμούς του.

Ο Λαμπράκης του Μεγάρου είναι ο Λαμπράκης της εξωστρέφειας και της προβολής του πολιτισμού, είναι ο Λαμπράκης που φαίνεται περισσότερο παρά ποτέ. Δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια να κρύψει τις δύο βασικές όψεις του εαυτού του: μια distingue, διακριτή προσωπικότητα, με προφανή κουλτούρα, που δεν έχει απαρνηθεί τους σκληρούς –ενίοτε και αγοραίους– όρους του εκδοτικού και πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο κινείται. Αυτή, άλλωστε, είναι και η δύναμή του. Η διαφορά του με άλλους εκδότες. Η ιδιαιτερότητα που θα προσδώσει χροιά οράματος σε επιδιώξεις και σκοπούς.

Ο Χρήστος Λαμπράκης έζησε πολλές ζωές σε μία. Λιτός σε αξιοσημείωτο βαθμό, με ασύλληπτα πολλές γνώσεις (μουσική, αρχαιολογία, τυπογραφία, γεύσεις, ταξίδια και τόσα άλλα), με ευρύτητα αλλά και πείσμα, και πλήρη επίγνωση της δύναμής του, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την Ιστορία του Τύπου και του τόπου. Η σύνδεση αυτή, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, τον καθιστά προσωπικότητα βεληνεκούς, άξιας προς μελέτη. Εκλείπουν άλλωστε οι συνθήκες, πολιτικές, κοινωνικές, εν γένει πολιτισμικές, που θα μπορούσαν να γεννήσουν ξανά έναν «Χρήστο Λαμπράκη». Η απώλειά του, ο θάνατος του τελευταίου παραδοσιακού εκδότη, επηρέασε καταλυτικά, για πάντα, τον γενετικό κώδικα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Ούτε ένας δεν θα μπορούσε να σας πει το αντίθετο.

Πηγή: Protagon.gr