Πώς οι μεγάλες δυνάμεις κατέστρεψαν την ευημερία

Tου Thomas Wright*

Το πιο ισχυρό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 δεν ήταν ένα όπλο ή μια διπλωματική συμμαχία.

Ήταν μια ιδέα. Όπως όλες οι ισχυρές ιδέες, ήταν αρκετά απλή: για να επιτύχουν οικονομικά, τα κράτη θα απελευθέρωναν τις αγορές και θα γίνονταν πιο υπεύθυνα μέλη μιας διεθνούς κοινότητας.

Ετσι και έγινε. Για 20 χρόνια, ο κόσμος συνέκλινε προς ένα μοντέλο φιλελεύθερης τάξης με μια άνευ προηγουμένου ευημερία και με συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων.

Το μεγάλο ερώτημα για την ιστορία του 21ου αιώνα είναι γιατί οι μεγάλες δυνάμεις προχώρησαν ταυτόχρονα και σχεδόν με ενθουσιασμό στη διάλυση αυτής της τάξης και εγκαινίασαν μια νέα εποχή αντιπαλότητας, προστατευτισμού και περιορισμένων πολέμων, στην οποία βρέθηκαν όλες σε χειρότερη θέση.

Γιατί το τέλος της ιστορίας – όπως το αποκάλεσε ο Φράνσις Φουκουγιάμα, ένας 37χρονος τότε ερευνητής στο Rand Corporation – δεν oλοκληρώθηκε ποτέ;

Η απάντηση μπορεί να κρύβεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Φουκουγιάμα «Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος».

Η ανθρωπότητα, γράφει στο βιβλίο, είναι προορισμένη να αγωνίζεται. Αν οι άνθρωποι «δεν μπορούν να αγωνιστούν υπέρ ενός δίκαιου σκοπού επειδή ήταν νικηφόρος σε μια προηγούμενη γενιά, τότε θα αγωνιστούν ενάντια στο δίκαιο σκοπό». Θα επαναστατήσουν κατά «της ειρήνης και της ευημερίας και κατά της δημοκρατίας».

Και αυτό είναι που τελικά συνέβη. Οι μεγάλες δυνάμεις επωφελήθηκαν όλες από μια εποχή σύγκλισης. Αλλά την οδήγησαν σκόπιμα στο τέλος.

Σκεφτείτε την Κίνα. Το ΑΕΠ της αναπτύχθηκε από τα 413 δισ. δολάρια το 1991 στα 7,5 τρισ. δολάρια το 2011, όταν είχε γίνει πλέον η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη του πλανήτη. Η Κίνα θα μπορούσε να είχε συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για την σταθεροποίηση των δυτικών της συνόρων. Αλλά αντίθετα, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ επέλεξε να κατακτήσει τη Νότια Θάλασσα της Κίνας. Κατέλαβε πολλές ακατοίκητες βραχονησίδες και ξεκίνησε ένα τοπικό ψυχρό πόλεμο που οδήγησε σε δύο δεκαετίες αντι-παγκοσμιοποίησης, στασιμότητας και τελικά επανάστασης.

Η Ρωσία ήταν και αυτή σε καλή θέση το 2011. Ο «τσάρος» Βλαντιμίρ Πούτιν είχε αποσυρθεί στο πρωθυπουργικό γραφείο και σκεφτόταν τη συνταξιοδότηση. Ο ηγέτης της Ρωσίας, Ντιμίτρι Μεντβέντεφ, γνώριζε πολύ καλά την ανάγκη για βαθιές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Η Ρωσία είχε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και είχε μάλιστα στηρίξει μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη. Δεν είχε ακόμα εγκλωβιστεί στην 20ετη στρατιωτική εκστρατεία στη Συρία και το τριήμερο πυρηνικό επεισόδιο με τις ΗΠΑ πάνω από τη Βαλτική βρισκόταν ακόμα οκτώ χρόνια μακριά.

Ο κ. Πούτιν επέστρεψε στην εξουσία το 2012 και φοβήθηκε ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η πολιτική φιλελευθεροποίηση θα αποδυνάμωναν την εξουσία του. Κάλεσε το ρωσικό λαό να αγωνιστεί κατά της αμερικάνικης παγκόσμιας τάξης και να αποδεχθεί το τίμημα των οικονομικών δυσκολιών. Η Ρωσία βρισκόταν σπάνια εκτός επικαιρότητας τις δεκαετίες του 2010 και 2020, αλλά η πτώση της ήταν αδυσώπητη, κάτι που έκανε αναπόφευκτη τη διάλυση της.

Το σαμποτάζ της εποχής της σύγκλισης στις ανατολικές χώρες μπορεί να είναι κατανοητό. Η Ρωσία και η Κίνα ήταν πάντοτε εξωτερικοί παίχτες. Αλλά το πραγματικό μυστήριο είναι τι έγινε στη Δύση. Αυτή θα έπρεπε να ήταν η καλύτερη εποχή της.

Σε συνεργασία με την Κίνα, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη απέφυγαν μια νέα μεγάλη οικονομική καταστροφή μετά την κρίση του 2008, η οποία αρχικά είχε ξεπεράσει σε μέγεθος αυτήν του 1929. Η ύφεση ήταν ηπιότερη από ότι τη δεκαετία του 1930 και μέσα σε μερικά χρόνια, η ανάπτυξη επέστρεψε και η απασχόληση άρχισε να αυξάνεται. Σε μια από τις μεγαλύτερες ειρωνείες της ιστορίας, οι πολιτικές εξελίξεις άρχισαν να παίρνουν μια τοξική στροφή μόλις άρχισε να σταθεροποιείται η ανάκαμψη.

Η Ε.Ε. απέτυχε να εφαρμόσει τις κατάλληλες δημοσιονομικές και χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις, μένοντας ανυπεράσπιστη όταν ήρθε η επόμενη οικονομική κρίση το 2018 (η οποία ακολούθησε την κρίση της ανατολικής Ασίας το 1997 και την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008). Η Βρετανία ψήφισε να αποχωρήσει από την Ε.Ε. το 2016 χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο για τον μελλοντικό της παγκόσμιο ρόλο. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν για πάνω από μια δεκαετία, κατά την διάρκεια της οποίας ο χρηματοοικονομικός τομέας του Λονδίνου και η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκαν.

Καμία τρέλα δεν ήταν ωστόσο τόσο μεγάλη όσο αυτή που διέπραξε ο αμερικανικός λαός. Καμία χώρα στην ιστορία δεν είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη ισχύ, ευημερία και επιρροή. Αλλά οι Αμερικανοί πείστηκαν ότι όλος ο υπόλοιπος κόσμος τους έκλεβε και άρχισαν να απομονώνονται. Οι πρώτες ενδείξεις υπαναχώρησης εμφανίστηκαν στην Μέση Ανατολή μετά την αποτυχημένη λαϊκή επανάσταση – την «Αραβική Άνοιξη» – το 2011.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, εκλέχτηκε πρόεδρος μέσα σε ένα εθνικιστικό κλίμα και προχώρησε γρήγορα στην αναστολή όλων των αμερικανικών αμυντικών εγγυήσεων στην Ευρώπη και στην ανατολική Ασία. Μέχρι την αποπομπή του 200 ημέρες αργότερα (μια ημέρα για κάθε 1 εκατ. δολάρια από την καθαρή του περιουσία) η αμερικάνικη παγκόσμια τάξη αποτελούσε παρελθόν. Ο πρόεδρος Μάικ Πενς συγκρότησε μια νέα εκδοχή του ΝΑΤΟ, αλλά αυτή κατέρρευσε όταν την προκάλεσε η Ρωσία το 2019.

Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ο κόσμος επωφελήθηκε από το τις θετικές επιπτώσεις της ενοποίησης. Η πρόοδος σε ένα μέτωπο (στην οικονομική ευημερία) οδήγησε στην πρόοδο σε ένα άλλο (τη συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων). Η αναδίπλωση ανέστρεψε τις κατακτήσεις αυτές με τρομακτικές αρνητικές συνέργειες ανάμεσα στο χάος στη Μέση Ανατολή, την επιθετικότητα της Ρωσίας, την εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση και στον αμερικάνικο εθνικισμό.

Ο βαθύτερος λόγος ήταν τετριμμένος και ίδιον των ανθρώπων. Ορισμένοι άνθρωποι βαρέθηκαν το status quo και αρκετοί ακολούθησαν για τι δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα υπάρξει μια χειρότερη εναλλακτική.

Τα πάθη υπερνικούν τα συμφέροντα. Και δεν είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά. Πριν από έναν αιώνα περίπου, τα ευρωπαϊκά κράτη γιόρτασαν το τέλος ενός αιώνα ειρήνης και προχώρησαν με ενθουσιασμό στον πιο φρικτό ως τότε πόλεμο της ιστορίας.

Η τρέλα μπορεί απλά να είναι ένα μέρος της φύσης μας.

*Ο αρθρογράφος είναι ερευνητής στο Brookings Institution

 

ΠΗΓΗ ΕURO2DAY