Πώς «χτίζεται» ο διπολισµός

Του Χρήστου Μαχαίρα

Η δηµοφιλέστερη προσέγγιση για την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να αποκρούσει τη Συµφωνία των Πρεσπών είναι ότι ο αρχηγός της Νέας ∆ηµοκρατίας, µετακινούµενος από θέσεις που παραδοσιακά υποστήριζε, θέλησε να προστατέψει την ενότητα του κόµµατός του. Πολλοί θεωρούν, µάλιστα, ότι, σε πείσµα ακόµα και των ευρωπαϊκών συντηρητικών κοµµάτων που πίεζαν για την επίλυση του «Μακεδονικού», η κίνησή του υπάκουε απολύτως στις ανάγκες της προεκλογικής συγκυρίας και οχύρωσε την αξιωµατική αντιπολίτευση από τα δεξιά.

Η Νέα ∆ηµοκρατία εξέφρασε το ακροατήριο που απέρριπτε και εξακολουθεί να απορρίπτει κάθε ιδέα συµβιβασµού µε το γειτονικό κράτος. Προσδοκά, µάλιστα, η ταύτιση αυτή να της αποφέρει σηµαντικά εκλογικά οφέλη. Η µετακίνηση, ωστόσο, από τη γραµµή συµβιβασµού του Βουκουρεστίου στη γραµµή µηδενικής ανοχής του Αντώνη Σαµαρά µετατόπισε παράλληλα την αξιωµατική αντιπολίτευση στα δεξιά του πολιτικού άξονα.

Σε ένα εσωκοµµατικό περιβάλλον πολλών ταχυτήτων που κρατούν σε ισορροπία οι προσδοκίες που θρέφει η αναµονή της εξουσίας, η δεξιά µετατόπιση είναι προφανές ότι ενισχύει τα στελέχη του κόµµατος που συντονίζονται µε τον Αντώνη Σαµαρά και, φυσικά, το δίδυµο Βορίδη – Γεωργιάδη. Αντίθετα, οι εξελίξεις φέρνουν ένα βήµα πίσω όσους εκπροσωπούν την καραµανλική παράδοση του κόµµατος και τάσσονται ιστορικά υπέρ της διεκδίκησης του µεσαίου χώρου.

Στις συνθήκες που διαµορφώνει η κύρωση της Συµφωνίας και µε ορατή πλέον την προοπτική αναβίωσης ενός εθνικιστικού ρεύµατος, όλα δείχνουν ότι η Νέα ∆ηµοκρατία θα πορευτεί προς τις κάλπες κοιτάζοντας περισσότερο να αποτρέψει νέες αφίξεις στη «γαλάζια πολυκατοικία» και λιγότερο να διεκδικήσει τα κεντρώα ακροατήρια.

Πρόκειται για επιλογή που αφήνει ελεύθερο χώρο στην κυβέρνηση και της επιτρέπει να διεκδικήσει εκλογικά κοινά που την αντιµετώπιζαν µέχρι σήµερα αρνητικά. Γιατί µπορεί η αξιωµατική αντιπολίτευση να αντιµετωπίζει µε τα ίδια «εργαλεία» που αντιµετώπιζε και στο παρελθόν τον ΣΥΡΙΖΑ, οι Πρέσπες, ωστόσο, αποτελούν πολιτική τοµή που ανατρέπει την κοµµατική γεωγραφία και δηµιουργεί ένα νέο σκηνικό.

Αν και η αντιπολίτευση διαβάζει τις εξελίξεις στους Ανεξάρτητους Ελληνες, στο Κίνηµα Αλλαγής και στο Ποτάµι ως επίπτωση του «µακιαβελικού» τρόπου µε τον οποίο ο Τσίπρας διαχειρίστηκε το «Μακεδονικό», η αντίθεση «πατριωτών» – «ρεαλιστών» που ήρθε στην επιφάνεια δεν απηχεί ένα στηµένο πολιτικό παιχνίδι, µια «σικέ πόλωση», αλλά µια υπαρκτή αντίθεση που διχοτοµεί µεταπολιτευτικά την κοινωνία.

Υπό αυτή την έννοια, η ταύτιση της Ν∆ και του ΚΙΝΑΛ µε το αίτηµα απόρριψης της Συµφωνίας «χάρισε» στον ΣΥΡΙΖΑ όλο τον χώρο που διεκδικούσε το κλείσιµο αυτής της ανοιχτής επί 25 χρόνια εκκρεµότητας, αύξησε το κεφάλαιο του πρωθυπουργού στο εξωτερικό και έδωσε υπόσταση στη ρητορική του προοδευτικού πόλου.

Επί τέσσερα χρόνια η αντιπολίτευση αντιµετωπίζει τον Τσίπρα ως εκπρόσωπο του αντιευρωπαϊσµού και οπαδό του λαϊκισµού. Ακόµα και αν δυσκολεύεται να τον δει διαφορετικά, οφείλει να αναζητήσει ένα νέο αφήγηµα.

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΟΣ