Σπρώχνοντας

Του Ιωάννη Δαμίγου

Δεν θέλει και πολύ. Μάλλον δεν θέλει και καθόλου. Με αυτό, δυστυχώς, το χαμηλό επίπεδο του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας μας, που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να στραφεί από δεξιά σε ακροδεξιά τάση και σε συνδυασμό με την επιβαλλόμενη και πάλι σκληρή οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης οσονούπω, απορώ με την υποκειμενική αισιοδοξία κάποιων.

Δεν κατανοούν αυτοί οι κάποιοι, πως “σπρώχνεται” από παντού η ακροδεξιά; Πως χωρίς να πρωταγωνιστεί ιδιαίτερα, όλοι οι υπόλοιποι ασχολούνται ευθέως και την ενισχύουν, φερόμενοι επιτήδεια τάχα εναντίον της. Έχοντας βοήθεια πρώτα από την κυβέρνηση, καθώς ως γνωστόν αρκετά από τα μέλη της προέρχονται από το σκληρό πυρήνα της ακροδεξιάς, αυτόν της φασίζουσας, με τους λίγους υπόλοιπους σκληρούς δεξιούς, να ακολουθούν ευχαρίστως.

Προετοιμάζουν το έδαφος από καιρό, έχοντας πάντα τον απόλυτο έλεγχό της, ως ένα άλλο “ρούχο” σαν νέα εμφάνιση, προκειμένου να συνεχίσουν την ίδια ή ακόμα και χειρότερη τακτική λόγο της παρατεταμένης ένδειξης ανοχής και αντοχής του λαού, με ανανεωμένη φρέσκια εντολή επιπλέον. Τα σενάρια ποικίλουν βέβαια, αλλά γνωρίζουμε από τώρα, αν όχι τον “δολοφόνο” σίγουρα όμως τον ύποπτο, τον σεσημασμένο, που νόμιμα και με απόφαση του Αρείου, φίλου, Πάγου, κυκλοφορεί ελεύθερος και διαθέσιμος εντολών.

Λόγω του υγρού της κλιματικής αλλαγής, πάντα θα διατίθενται “συννεφάκια” για κάθε χρήση πτώσης, μια και οι “κάποιοι” σίγουρα θα τα χρειασθούν σύντομα. Όσο ακούγονται συνθήματα βγαλμένα θαρρείς σαν από την μηχανή του χρόνου, “να τος, να τος ο πρωθυπουργός” και “ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει η δεξιά”, τόσο νοιώθω πως το έργο το έχω ξαναδεί, απλώς είναι ριμέικ έκδοση και σκέφτομαι πως “εδώ ήρθα” γνωρίζοντας τις επόμενες σκηνές και αποχωρώ απογοητευμένος.

Σπρώχνοντας, χωρίς το “κι όπου βγεί”, γνωρίζοντας ο άτεχνος αλλά αποτελεσματικός “σκηνοθέτης”, πως θα βγεί εκεί που πρέπει και όπως πρέπει, έχοντας χρηματοδοτήσει την παραγωγή, που θα του αποφέρει νέα υπερκέρδη. Αν χρειασθεί θα “σπρώξει” ένα βολικό σενάριο, πάντα στα μέτρα του λαού, αυτά της ανοχής και αντοχής, του “όλοι μαζί μπορούμε”. Σπρώξε με κι ας κλαίω.