Στήνει καθεστώς ο ΣΥΡΙΖΑ;

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣΣχεδόν από την πρώτη στιγμή ανάληψης της διακυβέρνησης από τον Αλέξη Τσίπρα, υπήρξαν ενδείξεις που έκαναν πολλούς να αναρτηθούν αν η πολιτική μεταβολή της 25ης Ιανουαρίου 2015 εκλαμβάνεται από το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές, ή κάποιες ομάδες του, ως ευκαιρία για  μετατροπή του πολιτεύματος σε προσχηματική κοινοβουλευτική Δημοκρατία που θα χειραγωγείται  από  ένα κομματικό κέντρο στο όνομα μιας ιδεολογία. Με άλλα λόγια αν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ  υπάρχουν σκέψεις για δημιουργία  καθεστώτος που θα λειτουργεί παρακάμπτοντας τις συνταγματικές προβλέψεις άσκησης της εξουσίας. 

Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και σήμερα η κυβέρνηση καταγγέλλεται συχνά από την αντιπολίτευση για καθεστωτική νοοτροπία και εξωθεσμική λειτουργία.  Το ερώτημα, όμως, είναι αν εκτός από νοοτροπία έχει και σχέδια για την επιβολή της ισχύος της με αντιδημοκρατικά και αντικοινοβουλευτικά μέσα.  Αν η αποτυχία της αντί να την απομακρύνει από την εξουσία δημιουργεί πειρασμούς για τον σφετερισμό της δια του απόλυτου ελέγχου του κρατικού μηχανισμού, της ενημέρωσης και του χρήματος, όπως της προσάπτουν οι αντίπαλοί της.

Αν τελικά το μοντέλο  του ιδανικού ηγέτη στο μυαλό του Αλέξη Τσίπρα δεν βρίσκεται στις  Δυτικές πρωτεύουσες αλλά στη Μόσχα, την Άγκυρα, το Κάιρο, την Τεχεράνη, το Καράκας.

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να χαρακτηριστεί τυπική κατάλυση της συνταγματικής τάξης. Η κυβέρνηση κινείται στο μεταπολιτευτικό πλαίσιο. Υπερβολές  της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος των άλλων και μονοκομματικές επιδιώξεις υπήρξαν σε όλη τη διαδρομή της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.  Πολύ συχνά είδαμε να παρακάμπτεται και από τα προηγούμενα κυβερνητικά κόμματα το Κοινοβούλιο, η νομοθετική πρωτοβουλία να ασκείται αυθαίρετα και περιγραφικά, η αντιπολίτευση να αγνοείται, το δημόσιο να  εποικίζεται από κομματικούς συντρόφους και το  κράτος να μετατρέπεται σε μακρύ χέρι  του κυβερνώντος κόμματος. 

Ο Αντώνης Σαμαράς είχε φτάσει στο σημείο να θεωρητικοποιήσει την άρνησή του να καλέσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης  για ενημέρωση, ταυτίζοντας την έννοια του έθνους και των συμφερόντων του με το κόμμα του και την παραμονή του στην εξουσία.  Ο Τσίπρας τουλάχιστον σ’ αυτά είναι τυπικός.

Επί των ημερών του απλώς επαναλαμβάνονται πρακτικές των κομμάτων που κυβέρνησαν προηγουμένως. Το θέμα είναι ότι αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο που οι συνθήκες ήταν ώριμες για να σταματήσουν και επιπλέον είναι αναγκαίο να σταματήσουν για να διασωθεί η χώρα. Ότι οι θεσμικές παρεκκλίσεις δείχνουν να υπαγορεύονται από σταθερούς ιδεολογικούς καταναγκασμούς και δεν είναι τυπικές παλαιοκομματικές πρακτικές κατά περίπτωση.

Ο  τρόπος που παραβιάζει τη θεσμική τάξη η κυβέρνηση, η  περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, οι θεωρητικές προσεγγίσεις στελεχών του και η αυθαιρεσία των υπουργών του, συντηρούν την υπόνοια για ‘αριστερές’  καθεστωτικές  επιδιώξεις  ακόμη και  στους πιο καλοπροαίρετους παρατηρητές της κυβερνητικής λειτουργίας.

Προφανώς όλα αυτά θα κριθούν στο δρόμο προς τις επόμενες εκλογές και από τους ίδιους τους εκλογείς. Αλλά πολλοί άνθρωποι διαπιστώνουν ότι τους τελευταίους δεκατρείς μήνες έχουν διατυπωθεί απόψεις και έχουν αναπτυχθεί  δραστηριότητες που υποδηλώνουν τάση ανάδειξης του κόμματος και της ιδεολογίας του ως υπέρτατες αξίες στη χώρα. Αυτό είναι η βάση της καθεστωτικής πρακτικής.

Η πρώτη ένδειξη δόθηκε από την απροκάλυπτη επιδίωξη ορισμένων κομματικών στελεχών, αλλά και υπουργών της πρώτης κυβέρνηση Τσίπρα, να ωθήσουν τη χώρα έξω από την Ευρωζώνη και εν συνεχεία έξω από τη  ευρωπαϊκή Ένωση.  Η αλλαγή των θεμελιακών δογμάτων εξωτερικής πολιτικής και διεθνούς προσανατολισμού  που προβλήθηκε από την πλευρά πολιτικών στελεχών -με ρόλο στα πράγματα εκείνη την περίοδο- εκ των πραγμάτων παρέπεμπε σε διαθέσεις ασύμβατες με την παρουσία της χώρας στην κοινοτική Ευρώπη. Αν κάποιος θέλει να επιβάλει καθεστώς αυτό δεν μπορεί να το κάνει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι  “θεματοφύλακες”

Με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουν, και το κόστος που όλοι υφίστανται, ο Τσίπρας απομακρύνθηκε από εκείνες τις δοξασίες και απομάκρυνε τους  περισσότερους από όσους τις εκπροσωπούσαν. Ωστόσο εξακολουθεί να προβληματίζει  η συνεχιζόμενη  αντιευρωπαϊκή νοοτροπία και ρητορική στον κυβερνητικό χώρο σε συνδυασμό με την  περιορισμένη προσήλωση στις αρχές της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας  κάποιων ‘αριστερών’  στελεχών και των  ‘θεωρητικών’ του χώρου .

Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο  ‘καθεστωτικής προδιάθεσης’  -κατά τις  τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ-  είναι η συγκέντρωση δύναμης στο πρωθυπουργικό γραφείο και για την ακρίβεια στα χέρια  δυο- τριών  προσώπων που περιβάλλουν τον Πρωθυπουργό που υποκαθιστούν και το κομματικό κέντρο. Τίποτε δεν μπορεί να γίνει αν δεν εξασφαλίσει όχι απλώς την έγκριση αλλά και τον πλήρη έλεγχο των ανθρώπων του Μεγάρου Μαξίμου. Είναι  χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οποιοδήποτε επενδυτικό σχέδιο πρέπει να αρχίσει και να τελειώσει από τον πανίσχυρο υπουργό Επικρατείας.

Ασφαλώς το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας είναι υπερβολικά πρωθυπουργοκεντρικό και η παράδοση του κομματισμού διαδεδομένη. Ήτοι, τα  έκαναν και οι προηγούμενοι.  Αλλά είναι άλλο πράγμα ο πολιτικός έλεγχος και ο συντονισμός των υπουργείων και άλλο η απόλυτη εξάρτηση των  υπουργών από πρόσωπα, υποδεεστέρα στην κυβερνητική ιεραρχία, ή ακόμη και από παράγοντες που δεν μετέχουν στο υπουργικό συμβούλιο. Δεν μιλούν  απλώς εξ ονόματος του Πρωθυπουργού ως συνεργάτες του, αλλά αναφερόμενοι σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία ως θεματοφύλακές της. 

Το τρίτο στοιχείο είναι η επιμονή της κυβέρνησης να μετακινήσει στον εαυτό της τη επιβολή κανόνων για τον τρόπο που θα λειτουργεί  το σύστημα ενημέρωσης.  Είναι αλήθεια ότι η σήψη και η συναλλαγή σ αυτόν το χώρο έχουν βλάψει τη χώρα, την οικονομία, τη Δημοκρατία και την κοινωνία. Αλλά η λύση είναι  να παταχτούν αυτά τα φαινόμενα, και  να κοπεί με το μαχαίρι η διαπλοκή, όχι να αναχαραχτούν υπέρ του κυβερνώντος κώματος και η διαπλοκή  των προηγουμένων να αντικατασταθεί  με τη διαπλοκή των σημερινών. 

Ο έλεγχος των ΜΜΕ

Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα το καθεστώς που παρέλαβε για να επιβάλει  ένα άλλο δικής της έμπνευσης. Αν η διαπλοκή ως τώρα χειραγωγούσε τις κυβερνήσεις δια της ενημέρωσης, υπέρ των συμφερόντων της, η νέα  διαπλοκή θα χειραγωγεί την ενημέρωση δια της κυβέρνησης υπέρ του κόμματος.

Η εμφανώς προβληματική επιδίωξη να ορίζει ένας υπουργός πόσοι θα πάρουν άδεια τηλεοπτικής εκπομπής  δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εξυγιαντική. Πολύ περισσότερο όταν προκύπτει ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να προσεταιριστεί ένα μέρος της μιντιακής διαπλοκής και να τη συμπληρώσει με δικές της  επιλογές,  που σε συνδυασμό με την πολιτική  της στην κρατική ραδιοτηλεόραση θα θέτει υπό έλεγχο την πληροφόρηση με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο. Αυτό είναι καθεστωτικό χαρακτηριστικό.

Η δημοκρατία

Ένα ακόμη στοιχείο είναι οι θεωρίες -που ανακυκλώνονται  από διάφορα κομματικά κέντρα και παράγοντες  του κρατικού και κομματικού μηχανισμού – κατά τις οποίες ο  σοσιαλισμός, ως τελική επιδίωξη του κυβερνώντος κόμματος,  νομιμοποιεί παραβιάσεις  των αρχών λειτουργία τους κράτους ή και του πολιτεύματος.  Ότι στο όνομα του λαού  -τον  οποίον  εκπροσωπεί μονοπωλιακά το κόμμα που κυβερνά- μπορεί να καταλύεται η  νομιμότητα από ‘φίλους του λαού’  και να  παραβλέπονται οι προβλεπόμενες διαδικασίες επειδή καθιερώθηκαν από την αστική δημοκρατία. 

Σ’ αυτό το πλαίσιο οι υπουργοί δεν αισθάνονται καν τη υποχρέωση να δικαιολογούν τις  επιλογές τους -ή αδιαφορούν για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο- και τα κομματικά στελέχη θεωρούν ότι έχουν λόγο στη διακυβέρνηση. Η πολιτική στον ευαίσθητο χώρο των Σωμάτων Ασφαλείας είναι χαρακτηριστική. Και οι επισημάνσεις για αυταρχισμό και  επιμονή στο δόγμα των ‘αριστερής ορθοδοξίας’  -δια των ημετέρων κομματικών- που έκανε ακόμη και την περίοδο που μετείχε στην κυβέρνηση ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης  αποκτούν ιδιαίτερο βάρος, καθώς επαληθεύονται  διαρκώς.

Τέλος στον ίδιο κύκλο προβληματισμού εντάσσεται και η παρατήρηση ότι ο Αλεξης Τσίπρας ως αρχηγός κόμματος κατάφερε να μην έχει εσωκομματική αντιπολίτευση. Υπάρχουν κάποιες ομάδες που πλασάρουν τις θεωρίες τους αλλά εσωκομματικοί αντίπαλοι δεν υπάρχουν . Όχι γιατί συμφωνούν όλοι με τον επικεφαλής, αλλά γιατί αυτός φρόντισε να τους εξοντώσει και αυτό από μόνο του δημιουργεί συνειρμούς.

Σε κάθε περίπτωση ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός παρά τις παθογένειες και την αυτοαπαξίωσή του, πάρα την κρίση αντιπροσώπευσης που διέρχεται, είναι αρκετά ανθεκτικός. Και όποιος πιστεύει ότι μπορεί να δημιουργήσει  μονοκομματικές καταστάσεις διαρκείας στο πλαίσιο της λειτουργίας του θα αποτύχει. Το θέμα είναι να μην κοστίσει ακριβά μέχρι αυτό να αποδειχθεί.