Συνταγματικά και πολιτικά προβληματική η κυβερνητική πρόταση για το εκλογικό σύστημα

Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη

Η πρόσφατη τοποθέτηση του πρωθυπουργού για το εκλογικό σύστημα έχει ως επίκεντρο ένα ιδιότυπο μπόνους, υπέρ του πρώτου κόμματος, που θα εκκινεί από τις 20 έδρες, για  ποσοστό 25%, και θα αυξάνει κλιμακωτά (μία έδρα κάθε 0,5%) μέχρι 50 έδρες, διασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση, αυτοδυναμία με ένα ποσοστό γύρω στο 36-38% των ψήφων.

Αν και δεν δόθηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις, θέλω να πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός δεν θα επιμείνει στην σκανδαλωδώς ευνοϊκή μεταχείριση των «αυτοτελών» κομμάτων, σε σχέση με τους συνασπισμούς, διότι αυτή προσκρούει ευθέως στο Σύνταγμα, όπως είχε επισημάνει με έμφαση, σε σχετική γνωμοδότησή του, ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης, ως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλή (την θέση δε αυτήν έχει υποστηρίξει έκτοτε σύσσωμη σχεδόν η θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου – αναφέρω ενδεικτικά τους Δ. Τσάτσο, που την είχε χαρακτηρίσει «κραυγαλέα αντισυνταγματική», Ν. Αλιβιζάτο, Β. Βενιζέλο, Κ. Χρυσόγονο, Χ. Ανθόπουλο, Α. Καϊδατζή, καθώς και την πλούσια σχετική αρθρογραφία του γράφοντος).

Ωστόσο, ακόμη και αν δεν εμμείνει η κυβέρνηση, όπως θέλω να πιστεύω, σε αυτήν την αντισυνταγματική διάκριση [η οποία, όμως, τελικά επαναλήφθηκε, χωρίς αιδώ, στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε μετά από την συγγραφή αυτού του άρθρου] η πρόταση παρουσιάζει δυστυχώς πολλά προβλήματα, τόσο σε συνταγματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ας δούμε γιατί:

Α. Το εκλογικό σύστημα είναι σημαντικότατο πεδίο για την αξιολόγηση της γνησιότητας της αντιπροσώπευσης και, σε τελευταία ανάλυση, της ποιότητας της σύγχρονης συνταγματικής Δημοκρατίας. Από αυτήν την άποψη είναι αλήθεια ότι οι σχετικές επιλογές που έγιναν στη χώρα μας, όχι μόνον στην μετεμφυλιακή αλλά και στην μεταπολιτευτική περίοδο, δεν περιποιούν τιμή στην κοινοβουλευτική μας ιστορία, καθώς κατά κανόνα πρυτάνευσαν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες και όχι η ανάγκη ενός δίκαιου, σταθερού και κοινώς αποδεκτού εκλογικού συστήματος.

Από τέτοιες σκοπιμότητες απέρρευσαν τόσο το προηγούμενο τραγελαφικό και αντισυνταγματικό εκλογικό σύστημα (με ένα  απροϋπόθετο μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, αλλά όχι και στον πρώτο συνασπισμό…), όσο και το ισχύον, της απλής αναλογικής, το οποίο, όπως και εκείνο του 1989, καθιερώθηκε σαν τροχοπέδη σε επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις και όχι ως γνήσια δημοκρατική επιλογή.

Β. Το κύριο χαρακτηριστικό των έως τώρα εκλογικών συστημάτων είναι ότι απέτυχαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, να συνδυάσουν κατά τρόπο πολιτικά πρόσφορο και συνταγματικά θεμιτό τα δύο βασικά κριτήρια, στα οποία πρέπει να υπακούει ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο εκλογικό σύστημα:

Το πρώτο και σημαντικότερο είναι αναμφισβήτητα ο σεβασμός της συνταγματικής αρχής της ισότητας της ψήφου, η οποία απορρέει από την αρχή της πολιτικής ισότητας και –σε τελευταία ανάλυση–  από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η αρχή αυτή επιτάσσει όχι μόνον την αριθμητική ισότητα (κάθε πολίτης μια ψήφος) αλλά και την νομική ισοδυναμία της ψήφου, τόσο σε σχέση με τον καθορισμό των εκλογικών περιφερειών όσο και σε σχέση με την κατανομή των εδρών.

Το δεύτερο και διόλου αμελητέο κριτήριο,ιδίως σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, είναι η διευκόλυνση της  κυβερνησιμότητας της χώρας, η οποία μπορεί μεν να επιφέρει, υπό προϋποθέσεις, μια μικρή σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου (πχ εκλογικό κατώφλι ή ελαφρά πριμοδότηση –υπό προϋποθέσεις– του πρώτου κόμματος), πλην όμως αυτή κρίνεται συνταγματικά ανεκτή, τόσο από τη θεωρία όσο και από την νομολογία, αν υπηρετεί πράγματι τον στόχο της κυβερνητικής σταθερότητας.

Γ. Δυστυχώς, όμως, ούτε το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα υπακούει στα ως άνω κριτήρια.

Κατ’αρχάς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπηρετεί την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, δίδοντας  αυτοδυναμία με λίγο παραπάνω από το 1/3 των ψήφων. Σε ένα κατά βάσιν αναλογικό εκλογικό σύστημα κάθε άλλο παρά αυτονόητη μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια αντιστοιχία ψήφων και εδρών, όπως υποστήριξε ελαφρά τη καρδία ο πρωθυπουργός.

Τα μόνα εκλογικά συστήματα που μπορούν –και αυτά υπό προϋποθέσεις– να δώσουν τέτοια αποτελέσματα είναι τα πλειοψηφικά (όπως πχ της Αγγλίας). Σε όλες όμως τις δημοκρατικά προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου κυριαρχούν τα αναλογικά εκλογικά συστήματα, αυτό είναι αδιανόητο. 

Ούτε όμως με την επίκληση της κυβερνησιμότητας μπορεί να δικαιολογηθεί ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα. Πράγματι, για να θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτή και πολιτικά αποδεκτή η  πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, αυτό πρέπει να βρίσκεται σχετικά κοντά στην αυτοδυναμία, ώστε να αποτραπούν, για μια μικρή σχετικά διαφορά ψήφων, ετερόκλητες συμμαχίες. Αντίθετα, η άκριτη –έστω και κλιμακωτή πλέον– πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, μόνο και μόνο γιατί είναι πρώτο,  είναι συνταγματικά και πολιτικά άκρως προβληματική. Το Σύνταγμά μας –αλλά και όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα– δεν αναγνωρίζουν κανενός είδους πρωτοκαθεδρία, εξ ορισμού, στο πρώτο κόμμα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, δίδονται διερευνητικές εντολές και στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα, με ανοιχτό το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης και χωρίς το πρώτο  (όπως συνέβη την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο στην Πορτογαλία). 

Αν λοιπόν δοθεί πριμοδότηση 30 εδρών, για ένα κόμμα που έλαβε 30%, τότε αυτό μπορεί να αποβεί ενδεχομένως καθοριστικό όχι για τον σχηματισμό αλλά για τον μη σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Εν πρώτοις δεν υπάρχει καμία πειστική εξήγηση γιατί θα λάβει αυτό το μπόνους, έναντι ενός κόμματος που έλαβε πχ 29%, αφού αμφότερα απέχουν πολύ από την αυτοδυναμία. Κατά δεύτερον δε, αν υποθέσουμε ότι το κόμμα που έλαβε 29% συμφωνεί με ένα τρίτο, που έλαβε 23%, πως μπορεί να δικαιολογηθεί το ότι αυτά θα διαθέτουν μόνον 141 έδρες (270Χ52%), λόγω της παντελώς αδικαιολόγητης πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, και όχι 156 έδρες (300Χ52%), ώστε να αποκτήσουν αυτοδυναμία;

Συμπερασματικά, είναι παράδοξο το ότι μια τέτοια πολιτικά και συνταγματικά έωλη πρόταση, που ξεκίνησε από το Ποτάμι, υιοθετήθηκε άκριτα και χωρίς καμία σοβαρή αιτιολογία τόσο από το ΚΙΝΑΛ, μάλλον σαν άνοιγμα προς την τότε συνιστώσα του, όσο και από την ΝΔ, μάλλον για να συμφωνήσει και το ΚΙΝΑΛ… Το άκρον άωτον της μικροπολιτικής,  δηλαδή, αντί για μια γενναία και μακράς πνοής εκλογική μεταρρύθμιση, ενταγμένη σε μια συνολική προσπάθεια αναβάθμισης του πολιτικού μας συστήματος.

Δ. Πυρήνας δε μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, όπως υποστηρίζω συνεχώς εδώ και 25 χρόνια, θα μπορούσε να είναι η καθιέρωση ενός συστήματος που θα είναι κατ’αρχήν απλή αναλογική (με διατήρηση του εκλογικού κατωφλίου του 3%) πλην όμως θα μπορεί να μεταπίπτει σε σύστημα περιορισμένης ενίσχυσης (μέχρι 30 έδρες) της πρώτης πολιτικής δύναμης (κόμματος ή συνασπισμού, αδιακρίτως…) αν συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, οι οποίες πράγματι θα την δικαιολογούν: α) να έχει συγκεντρώσει ένα ποσοστό 42-45% και β) να έχει οπωσδήποτε κάποια ποσοστιαία διαφορά από την δεύτερη πολιτική δύναμη (1-2%).

Το μεγάλο πλεονέκτημα ενός τέτοιου εκλογικού συστήματος, που μπορεί να αποτελέσει και την βάση μιας ευρύτερης συναίνεσης,  έγκειται στα ευρέα περιθώρια που αφήνει για μια ανοιχτή και ανάλογη με την συγκυρία διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων, καθώς δεν υποτάσσει πάση θυσία την βούληση των πολιτών στην προκρούστεια κλίνη της κυβερνητικής σταθερότητας αλλά και δεν εθελοτυφλεί απέναντι στο ενδεχόμενο μιας μετεκλογικής αλλοίωσης της λαϊκής ετυμηγορίας ή ενός κυβερνητικού αδιεξόδου που μπορεί να προκαλέσει η δογματική και άκαμπτη εμμονή στην «απλή αναλογική».

*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Από τα ΝΕΑ