Τέλος της Ιστορίας αλά ελληνικά;

Toυ Γιώργου Χ. Σωτηρέλη

ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ 2 

Το τελευταίο διάστημα υπάρχουν αρκετοί από τον χώρο της ευρείας Κεντροαριστεράς που έχουν βαλθεί να δικαιώσουν αναδρομικά τον Φουκουγιάμα. Ό,τι γνωρίζαμε έως τώρα για την πολιτική, είτε σε σχέση με τις ιδεολογικές είτε σε σχέση με τις κοινωνικές αντιθέσεις,  θεωρείται ξεπερασμένο και το μόνο που διατυμπανίζεται σαν σημαντικό είναι η αντιπαράθεση με τον «λαϊκισμό» και η προώθηση «μεταρρυθμίσεων».

Κάποιοι από τους οπαδούς αυτού του ιδιότυπου «τέλους της ιστορίας αλά ελληνικά» είναι προφανές ότι κινούνται προσχηματικά. Στην πραγματικότητα προετοιμάζουν το έδαφος για να προσχωρήσουν στην ανανεωμένη ΝΔ, καθώς έχουν από καιρό διαβεί τον Ρουβίκωνα και απλώς έψαχναν ευκαιρία και θεωρητικό άλλοθι. Ωστόσο υπάρχουν και ουκ ολίγοι που δεν σκέφτονται ιδιοτελώς αλλά έχουν πράγματι πεισθεί ότι στην Ελλάδα της κρίσης δεν υπάρχουν περιθώρια για ιδεολογίες και πως το μόνο που απομένει είναι να σωθεί η χώρα από τον λαϊκισμό και να προσαρμοσθεί με μεταρρυθμίσεις στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Προς αυτούς αξίζει νομίζω να επιχειρηθεί ένας σύντομος αντίλογος:

Α. Το πρώτο που πρέπει, νομίζω, να επισημανθεί είναι η καταχρηστική και συχνά προσχηματική χρησιμοποίηση του όρου λαϊκισμός, ο οποίος καλύπτει, γενικώς και αορίστως, πολλές και διαφορετικές πολιτικές συμπεριφορές ή/και παθογένειες, όπως η δημαγωγία, η υποσχεσιολογία, ο μαξιμαλισμός, ο συντεχνιασμός, ο  αριστερισμός κ.α.τ. Όλα αυτά βέβαια σχετίζονται, ούτως ή άλλως, με τον λαϊκισμό αλλά δεν αποτελούν παρά μόνον επί μέρους εξωτερικές εκδηλώσεις του, που δεν αγγίζουν συνήθως τον σκληρό πυρήνα του. Και αυτός δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια της αυταπάτης ότι ο λαός είναι παντοδύναμος και μπορεί, με τους κατάλληλους πολιτικούς διαμεσολαβητές, να κάνει τα πάντα, ασχέτως των ισχυόντων θεσμών (που ορίζουν ότι η λαϊκή κυριαρχία ασκείται «όπως ορίζει το Σύνταγμα») και ερήμην των εγχώριων και διεθνών  συσχετισμών.

Αυτός ο λαϊκισμός πρέπει πράγματι να χτυπηθεί στη ρίζα του, τόσο γενικά όσο και σε ορισμένες ειδικότερες εκφάνσεις του, όπως ο συνταγματικός λαϊκισμός (ό,τι δεν αρέσει στον λαό είναι αντισυνταγματικό…) και ο εργατισμός («νόμος είναι το δίκιο του εργάτη…»). Ωστόσο, μια τέτοια αντιπαράθεση τελεί υπό μια απαρέγκλιτη προϋπόθεση: ότι δεν θα πεταχθεί μαζί με τα απόνερα του λαϊκισμού και το παιδί, δηλαδή ο ίδιος ο λαός. Και στο σημείο αυτό θέλω να επιμείνω:

Ο «αντιλαϊκισμός» πολύ συχνά υποκρύπτει, άλλοτε έντεχνα και άλλοτε υποτυπωδώς, και αντιλαϊκές αντιλήψεις, δηλαδή μια απέχθεια (για να μην πω αλλεργία…) προς ό,τι σχετίζεται με τον λαό και κατ’επέκτασιν με την λαϊκή κυριαρχία. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά πίσω από τις γραμμές της «αντιλαϊκιστικής» ρητορείας δεν είναι δύσκολο να διακρίνει τις γνωστές «ελιτίστικες» και ολιγαρχικές αντιλήψεις από τις οποίες εμφορούνται συνήθως οι «τεχνικοί της εξουσίας», οι οποίοι θεωρούν ότι μόνον αυτοί μπορούν να διερμηνεύουν «το συμφέρον της χώρας», στο όνομα μεν του λαού αλλά ερήμην του…

Β. Η δεύτερη επισήμανση αφορά τις «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες  προβάλλονται, αδιακρίτως, σαν πανάκεια για την «σωτηρία της χώρας». Ωστόσο, η έννοια της μεταρρύθμισης (όπως και του «εκσυγχρονισμού») δεν είναι ούτε άχρωμη ούτε ουδέτερη. Συνδέεται άρρηκτα με πολιτικά υποκείμενα που εκπροσωπούν αντικρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα και εμφορούνται από διαφορετικές ιδεολογικές θέσεις, οι οποίες  στον ευρωπαϊκό χώρο κινούνται διπολικά, είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος (με μια πλειάδα επί μέρους εκφάνσεων). Ως εκ τούτου, πρέπει κανείς να διαλέξει. Δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνονται, στο πλαίσιο μιας ανιστόρητης «μεταρρυθμιστικής» ρητορείας, οι μεταρρυθμίσεις της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής  σοσιαλδημοκρατίας με τις μεταρρυθμίσεις της Θάτσερ…

Με άλλα λόγια, οι μεταρρυθμίσεις έχουν συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο και συνδέονται αναπόσπαστα με τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις που εξακολουθούν να διαπερνούν, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι αντιθέσεις αυτές, βέβαια, είναι πλέον διαφορετικές από αυτές που μηρυκάζουν κάποιοι «παλαιοημερολογίτες» της Αριστεράς, που έχουν μείνει στον 19ο αιώνα. Ωστόσο δεν  παύουν να χρωματίζουν κατά διαφορετικό τρόπο την «σωτηρία της χώρας», η οποία, για παράδειγμα, δεν μπορεί να σημαίνει το ίδιο γι αυτούς που συνωθούνται στον χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού και για τα παρασιτικά οικονομικά συμφέροντα που κερδοσκοπούν άγρια ακόμα και στην περίοδο της κρίσης.

Γ. Θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς: δεν υπάρχει περιθώριο συναινέσεων, όταν η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού; Ασφαλώς και υπάρχουν. Αρκεί να μην ξεκινάμε από την λάθος αφετηρία ότι «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα», που προβάλλεται κατά κόρον. Όλα σχεδόν τα προβλήματα (ασφαλιστικό, φορολογικό, αγροτικό, παιδεία, υγεία κλπ), ακόμη και αν δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές και ιδεολογικές αναγωγές και άρα πρέπει να αντιμετωπίζονται υπό συγκεκριμένο πολιτικό και αξιακό πρίσμα. Μόνο τέτοιες καθαρές και ιδεολογικοπολιτικά επεξεργασμένες θέσεις μπορούν να οριοθετήσουν σωστά το πλαίσιο ενός υγιούς πολιτικού διαλόγου και να οδηγήσουν σε πραγματικές συνθέσεις κατ’επέκτασιν δε και σε ευρύτερες –ή και ευρύτατες, εφόσον χρειασθεί– πολιτικές συγκλίσεις.

Από εκεί και πέρα βέβαια υπάρχουν και προβλήματα (όπως τα εθνικά και το προσφυγικό) τα οποία όντως υπερβαίνουν την αντίθεση Αριστερά – Δεξιά και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επί μέρους συναινέσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις οργανωτικές και διοικητικές αλλαγές που επείγουν, ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικών διαφορών, στο ελληνικό κράτος. Τέλος, πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχθεί, σαν κόρη οφθαλμού, η ευρύτατη συμφωνία που έχει –επιτέλους– επιτευχθεί ως προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Όχι γιατί δεν υπάρχουν και εδώ αποχρώσεις αλλά γιατί η ευρωπαϊκή ενοποίηση, παρά τις αντιφάσεις και τα οξυμμένα προβλήματά της, αποτελεί σήμερα την μόνη ρεαλιστική επιλογή για την υπέρβαση της κρίσης.

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής, 6.3.2016

 

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών