Τα ελληνοτουρκικά, ο κορονοϊός και η οικονομία συμπαρασύρουν τον Μητσοτάκη – Χωρίς στρατηγική -και… υπουργούς- η κυβέρνηση – ‘Ψάχνονται’ στη ΝΔ

Του Γ. Λακόπουλου

Μέσα σε ένα χρόνο όσοι έλεγαν ότι ‘η εκλογική νίκη του  Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η τιμωρία του’, δικαιώνονται. Ο Πρωθυπουργός, αφού κυβέρνησε  για πέντε μήνες με τον προϋπολογισμό του προκατόχου του- συνεχίζοντας τις επικοινωνιακές ασκήσεις που τον ανέδειξαν- βρέθηκε στο κενό με  τα πρώτα πραγματικά προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει.

Στην οικονομία η κατάσταση παίρνει δραματική τροπή. Η κυβέρνηση αδυνατεί πλέον να κάνει ακόμη και προβλέψεις. Ωστόσο δεν αλλάζει την πολιτική της που επιδεινώνει τα προβλήματα που έφερε η υγειονομική κρίση.

Η  ύφεση θα εκφραστεί με διπλάσιο νούμερο- μακριά από το…4% του Στουρνάρα- η ανεργία αρχίζει να παίρνει μνημονιακή πορεία προς τα πάνω,  οι επιχειρήσεις καταρρέουν και η μεσαία τάξη  εξαφανίζεται. Η ‘κοινωνία των δυο  τρίτων’  από φόβος των πολιτών αναδύεται ως επιδίωξη της κυβέρνησης.

Ωστόσο το πρωθυπουργικό επιτελείο από τη μια επιδίδεται σε ασκήσεις επί χάρτου με τις κοινοτυπίες Πισσαρίδη και από την άλλη τις χρησιμοποιεί ως άλλοθι για να επιβάλει αντιλαϊκές πολιτικές- που δεν πέρασαν ούτε με τα μνημόνια, όπως π.χ. στο ασφαλιστικό- και να χειραγωγήσει όση κοινοτική χρηματοδότηση εξασφαλισθεί εν τέλει.

Στο κερασάκι της τούρτας  των κυβερνητικών αποτυχιών προκύπτει μια νέα μέθοδος διακυβέρνησης: κυβέρνηση χωρίς υπουργούς. Ένα μετά το άλλο τα μέλη του υπουργικού συμβούλιου- Κικίλιας, Βρούτσης,  Θεοχάρης, Γεωργιάδης, Καραμανλής, Σταϊκούρας, Βορίδης- χάνουν τις αρμοδιότητές τους και την εξουσία στα υπουργεία τους ασκούν οι υφυπουργοί τους.  

Στο μέτωπο του κορονοϊού η κυβέρνηση έκανε επικοινωνιακό πάρτι  ‘ηγετικής γιγάντωσης’ του Κυριάκου Μητσοτάκη, την περίοδο που η χώρα έμενε εκτός της ζώνης υψηλού κινδύνου -λόγω περιορισμένων επισκέψεων από το εξωτερικό–  σπατάλησε αβασάνιστα του την αντοχή του πληθυσμού, και με την διάψευση της πρόβλεψης ότι  ‘το καλοκαίρι ο ιός θα υποχωρήσει’  βρέθηκε χωρίς στρατηγική.

Αντιδρά σπασμωδικά  με ‘λογικές Χαρδαλιά’ και μέτρα που όταν δεν είναι καθυστερημένα, λαμβάνονται χωρίς αίσθηση των συνεπειών τους στην  οικονομία και τις επιχειρήσεις. Αντιμετωπίζουν την κοινωνία και με την απειλή προστίμων θεωρούν ότι μπορούν να επιβάλλουν ‘ησυχία νεκροταφείου’.

Οι αντιφάσεις με την Τουρκία

Η έλλειψη στρατηγικής σε συνδυασμό με τη διγλωσσία χαρακτηρίζει  την κυβερνητική συμπεριφορά και στα ελληνοτουρκικά.

Ό Κυριάκος Μητσοτάκης μετά την πρώτη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν μίλησε για ‘καλή θέληση και από τις δυο πλευρές’ . Τώρα οι Τούρκοι- αλλά και οι σύμμαχοι  της Ελλάδας που καταδικάζουν την τούρκικη προκλητικότητα -του ζητούν να την επιδείξει, τη στιγμή που η χώρα στην ουσία δέχεται επίθεση.

 Η απουσία σχεδίου διαπιστώθηκε  από την αρχική πολιτική κατευνασμού της Άγκυρας,  την αυταπάτη της ‘διπλωματικής  απομόνωσης των Τούρκων, τα φάλτσα στη Λιβύη και τον αιφνιδιασμό με την ισλαμοποίηση της Αγίας Σοφίας.

Η αποκάλυψη της μυστικής διπλωματίας, με αποδοχή του διαλόγου χωρίς ατζέντα ανατράπηκε από την αιφνίδια ελλειμματική συμφωνία με την Αίγυπτο και μετέτρεψε σε πρόβλημα εμπιστοσύνης τις κυβερνητικές σχέσεις με όσους είχαν μεσολαβήσει για τον ελληνοτουρκικό διάλογο: τους Γερμανούς με τους οποίους συμφωνούν και οι Γάλλοι. 

Για να καλύψει τα λάθη του ο Πρωθυπουργός άρχισε αιφνιδίως να δηλώνει  αόριστα ότι ο διάλογος θα γίνει μόνο για τις θαλάσσιες ζώνες.  Και  απολύει τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλειας, γιατί αποκάλυψε όσα κρύβει ο ίδιος στο Αιγαίο.

Έτσι ενώ η Τουρκία ‘γκριζάρει’ -η ‘μαρκάρει’ κατά τον αντιναύαρχο. Διακόπουλο- περιοχές στο Αιγαίο, η κυβέρνηση αντί να διευκρινίσει τι θα κάνει η ίδια, προσπαθεί να διασφαλίσει τι  θα κάνουν οι… άλλοι. Αλλά η καταδίκη της Τουρκίας από τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση που επιδιώκει ως τώρα μένει στα λόγια.

Την ίδια στιγμή η διαφαινόμενη πρόθεση της κυβέρνησης να ανοίξει θέματα που μπορεί να φτάσουν ως τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο – κατά το κλίμα που δημιουργούν ‘δικοί της’ άνθρωποι’- σκοντάφτει στην διπλή εσωκομματική αντίδραση.

Ήδη ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής διεμήνυσε από τον περασμένο Οκτώβριο ότι  ‘υποδείξεις φίλων και συμμάχων να τα  βρούμε με την Τουρκία, δεν γίνονται δεκτές’.

Από την πλευρά του ο Αντώνης Σαμαράς,  επικεφαλής  πάντα της εθνικιστικής πτέρυγας της ΝΔ -την οποία κινητοποίησε στη Συμφωνία των Πρεσπών υπέρ του Μητσοτάκη- είναι τώρα απέναντί του. Δεν αντιτίθεται απλώς σε διάλογο  ‘με τους πειρατές’,  αλλά και ετοιμάζει και παρέμβαση σκληρής προειδοποίησης προς τον  Πρωθυπουργό.

 Πρωθυπουργική ορατότης: μηδέν

Σ’ αυτό το σκηνικό στο εσωτερικό της ΝΔ αρχίζουν πλέον οι προβληματισμοί για την κυβερνητική  επάρκεια του Κυριάκου Μητσοτάκης και του επιτελείου του. Η αποτυχία του ‘επιτελικού κράτους’ , η αδυναμία του  Πρωθυπουργού να επιβάλει τον ανασχηματισμό που σχεδίαζε, για να  απομακρύνει υπουργούς κατά γενική ομολογία αποτυχημένους, και η βουβή οργή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για τον παραγκωνισμό της αλλάζουν τα εσωκομματικά δεδομένα.

Κραυγαλέες αποτυχίες του κυβερνητικού μηχανισμού-στις οποίες προστέθηκε και η τραγωδία στην Εύβοια, που μετέτρεψε σε κόκκινο πανί τον εξωκοινοβουλευτικό  υφυπουργό που εμφανίζεται ως υπερπροστάτης των πολιτών- διαμορφώνουν συνθήκες εξέγερσης των βουλευτών.

Στην πραγματικότητα στο εσωτερικό της ΝΔ ο προσωπικός ορίζοντας του σημερινού πρωθυπουργοί σκοτεινιάζει. Όχι μόνο δεν φέρνει αποτελέσματα, ή δεν μπορεί να αναλάβει μεγάλες πρωτοβουλίες, αλλά και συνδέεται πλέον με συμφορές. Τις συνέπειές τους δεν μπορεί να διαχειριστεί ο μηχανισμός που ο ίδιος  εγκατέστησε στο κράτος,για να διασφαλίσει τον έλεγχό του. Η αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση που είχε επιχειρήσει ήδη απέτυχε.

Είναι νωρίς ακόμη, αλλά πολλοί στη ΝΔ ‘ψάχνονται, υποψιαζόμενοι  αιφνίδιες εξελίξεις. Η κατάσταση θυμίζει το ΠΑΣΟΚ το φθινόπωρο του 2011, όταν ο Γ. Παπανδρέου πάτησε τα κορδόνια του και τελικά έχασε την πρωθυπουργία χωρίς το κόμμα του να χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή.