Τι κάνουμε στο Κυπριακό

Του Γιαννάκη Ομήρου

                                                                            

Είμαστε σε μια κρίσιμη και καθοριστική στιγμή. Η αποτίμηση της πορείας των 49 χρόνων από την εθνική τραγωδία του 1974 οδηγεί σε αναντίλεκτο συμπέρασμα. Ότι η τουρκική αδιαλλαξία όχι μόνο παρέμεινε διαχρονικά αναλλοίωτη αλλά έχει κορυφωθεί με την αξίωση, όπως κατατέθηκε στη Γενεύη, για λύση δύο κρατών και για τη λεγόμενη κυριαρχική ισότητα ως προϋπόθεσης συνομοσπονδίας.

Περαιτέρω η προώθηση εποικισμού της περιφραγμένης περιοχής της Αμμοχώστου και η εξαγγελία για δημιουργία βάσης «drones» στο Λευκόνοικο και ναυτικής βάσης στο Μπογάζι, μαρτυρούν κλιμάκωση της τουρκικής επιδρομικότητας.

Είναι φανερό ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς για πρώτη φορά μετά τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979  που αναφέρονται σε ομοσπονδία, με μια κυριαρχία, διεθνή νομική προσωπικότητα και υπηκοότητα επιχειρείται η προβολή προς συζήτηση συνομοσπονδιακής λύσης. Και αυτό γιατί η αξίωση για λύση δύο κρατών είναι πρόδηλο ότι κατατέθηκε στα πλαίσια μιας διαπραγματευτικής τακτικής. Με τελικό στόχο τη συνομοσπονδία, που θα παρουσιαστεί μάλιστα ως «υποχώρηση»,  αφού γίνει αποδεκτή η λεγόμενη «κυριαρχική ισότητα».

Ενώπιον αυτών των αδιαμφισβήτητων δεδομένων προκύπτουν αυτονόητα καθήκοντα.

  1. Πρώτιστο καθήκον η προώθηση πολιτικών και διπλωματικών σχεδιασμών, ενεργειών και πρωτοβουλιών που να κινούνται σε απόκρουση κάθε προσπάθειας για λύση συνομοσπονδίας ή αναγνώρισης του ψευδοκράτους μέσω απόδοσης λεγόμενης «κυριαρχικής ισότητας στις δύο κοινότητες».
  • Η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ θα πρέπει να λάβει ευκρινές το μήνυμα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελληνική Κυπριακή πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να προσέλθει σε νέα πενταμερή ή σε οποιεσδήποτε άλλες διαπραγματεύσεις όσο βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη η τουρκική αξίωση λύσης δύο κρατών. Ούτε βέβαια μπορούν  να γίνουν αποδεκτές οι φερόμενες ευφάνταστες ιδέες των Βρετανών για «υπέρβαση  του αδιεξόδου» με καταφυγή στην συμφωνία Αναστασιάδη – Έρογλου του 2014. Η νέα ειδική απεσταλμένη του Γ.Γ του ΟΗΕ πρέπει να ενημερωθεί τάχιστα για τις θέσεις μας αυτές. Οι δηλώσεις του αντιπροσώπου του ΟΗΕ κ.Στιούαρτ στη Νέα Υόρκη ότι «και οι δύο πλευρές βαρύνονται με παραβιάσεις στη νεκρή ζώνη» είναι προκλητικές και θα πρέπει να τύχουν σαφούς απάντησης από την Κυβέρνηση.
  • Να προβάλλεται η ετοιμότητα μας για συνομιλίες στη βάση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων του ΟΗΕ και των αρχών του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
  • Δεδομένης της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως χώρας – μέλους της Ε.Ε. να απαιτήσουμε ανυποχώρητα την ενεργό ανάμιξη της Ε.Ε. στις διαδικασίες και τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συνεχιστεί η  πρωτοβουλία για διορισμό ειδικού απεσταλμένου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το Κυπριακό, πολιτικής προσωπικότητας εγνωσμένου κύρους, αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Και όχι τεχνοκράτη όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Ασφαλώς το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και εντάσσεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα και δεν είναι νοητή η απουσία της Ε.Ε. Άλλωστε λύση που θα προσκρούει στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό δεν μπορεί να έχει τη σύμφωνο γνώμη της Ε.Ε.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιώξουμε, μετά από σωστή προετοιμασία την υιοθέτηση από ένα προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δέσμης αρχών στη λύση του Κυπριακού προκειμένου η λύση να είναι συμβατή με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

  • Η εθνική συνεννόηση και ομοψυχία Κύπρου – Ελλάδας αποτελεί προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για να είναι αποτελεσματική μια εθνική στρατηγική στο Κυπριακό. Χρειάζεται επανακαθορισμός προτεραιοτήτων,  εις βάθος μελέτη των δεδομένων και ο πλήρης συντονισμός σε όλα τα επίπεδα. Αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή. Μια αξιόπιστη εθνική στρατηγική σε πολιτικό, διπλωματικό και αμυντικό πεδίο είναι το ζητούμενο για τις δύο χώρες με απόλυτο  και διαρκή συντονισμό. Παρά το ότι κανένας δεν πρέπει να αντιμάχεται τη βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, εν τούτοις η πρόσφατη συνομολόγηση  «Διακήρυξης των Αθηνών» κατά την επίσκεψη Ερτογάν, ενώ κορυφώνονται την ίδια στιγμή οι τουρκικές προκλήσεις στην γραμμή αντιπαράταξης στην Κύπρο δημιουργεί απορίες και εύλογες ανησυχίες.

Τελικά, χρειάζεται ένας σαφής προγραμματισμός ενεργειών και πρωτοβουλιών, Ένας εθνικός σχεδιασμός που θα μας βγάζει από την αμηχανία και θα μας παρουσιάζει συγκροτημένους και έτοιμους να προωθήσουμε τις δεδομένες στρατηγικές επιλογές μας.

Η εποχή των γενικού χαρακτήρα διαπιστώσεων και αναφορών πρέπει να αφεθεί οριστικά στο παρελθόν. Πρέπει με γρήγορους ρυθμούς να περάσουμε σε πολιτικές αποφάσεις, κινήσεις, βήματα και πρωτοβουλίες. Πρώτιστος στόχος η επαναφορά του Κυπριακού στη βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Η αποτροπή αλλοίωσης της διαπραγματευτικής βάσης των συνομιλιών και του πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Η αχρήστευση προώθησης συνομοσπονδιακής λύσης ή λύσης δύο κρατών που θα είναι ότι χειρότερο για τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αφού όχι μόνο θα οδηγήσει σε μόνιμο διαχωρισμό αλλά θα εξασφαλίσει στην Τουρκία μόνιμη επικυριαρχία σε όλο τον κυπριακό χώρο. Η πρόκληση είναι για όλους μεγάλη και οι ευθύνες ιστορικές.

Πρώην Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων